Η επαπειλούμενη άρση της «πολιτιστικής εξαίρεσης» από τις διαπραγματεύσεις ΗΠΑ - ΕΕ στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου αναδεικνύει τα όρια του καπιταλιστικού «προστατευτισμού» και της ιδεολογικής σύγχυσης της «ελίτ» της διανόησης
Η «πολιτιστική εξαίρεση» είναι το αποτέλεσμα εκατέρωθεν συμβιβασμών στο πλαίσιο του ΠΟΕ - που κάθε άλλο προκύπτουν ως αποτέλεσμα του «ενδιαφέροντος» για τον πολιτισμό - και εξασφαλίζει, μεταξύ άλλων, την απαλλαγή των πολιτιστικών «προϊόντων» από τους «κανόνες ελεύθερων συναλλαγών» του Οργανισμού. Η απαλλαγή αυτή επιτρέπει στις χώρες - μέλη του ΠΟΕ να θέτουν περιορισμούς στις εισαγωγές πολιτιστικών «προϊόντων», όπως οι κινηματογραφικές ταινίες, στο «πνεύμα» της Σύμβασης της ΟΥΝΕΣΚΟ για την «προστασία» της πολιτιστικής πολυμορφίας και έκφρασης (2005), που δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται - στον καπιταλισμό(!) - ως «εμπορεύματα», όπως όλα τα άλλα.
Φυσικά, πρόκειται για κοροϊδία που προσπαθεί να καλύψει το γεγονός ότι η «πολιτιστική εξαίρεση» δεν είναι παρά μία προσπάθεια, κυρίως εκ μέρους της ΕΕ, να προστατεύσει τα μονοπώλιά της από τον ανταγωνισμό. Η ίδια ομολογεί (σ.σ. επίσημη ιστοσελίδα της ΕΕ «Οπτικοακουστικός τομέας και μέσα επικοινωνίας) ότι: «Η οδηγία για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων απαιτεί από τους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς να τηρούν μια ελάχιστη ποσόστωση ευρωπαϊκών προγραμμάτων, καθώς υπάρχει ανησυχία ότι, αν δεν ληφθούν μέτρα, οι αμερικανικές παραγωγές θα παίρνουν τη μερίδα του λέοντος στην ευρωπαϊκή αγορά». Διότι, «αν και η κινηματογραφική παραγωγή των χωρών της ΕΕ υπερτερεί σε σχέση με την αντίστοιχη των ΗΠΑ, το 75% των εσόδων των ευρωπαϊκών κινηματογράφων προέρχεται από αμερικανικές ταινίες».
Η πραγματικότητα, λοιπόν, είναι πολύ πιο «πεζή» από τους «λεονταρισμούς» περί «προστασίας» της «πολυ-πολιτισμικότητας», γεγονός που τεκμηριώνεται όχι μόνο από την κλιμακούμενη εφαρμογή της πλήρους εμπορευματοποίησης του πολιτισμού στο εσωτερικό της ΕΕ - μέσω προγραμμάτων όπως η «Δημιουργική Ευρώπη» - αλλά και από τις «πολιτιστικές» «συνεργασίες» της ΟΥΝΕΣΚΟ με μονοπωλιακούς «γίγαντες», όπως η «Shell» και η «Google». Θα ήταν πολύ περίεργο μέσα σε αυτό το «καζάνι που βράζει» να μείνει αλώβητη η «πολιτιστική εξαίρεση». Ετσι, στις 13 του περασμένου Μάρτη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έδωσε το «πράσινο φως» για τη δυνατότητα ένταξης και του οπτικοακουστικού τομέα στις διαπραγματεύσεις ΗΠΑ - ΕΕ στο πλαίσιο του ΠΟΕ, που θα γίνουν το ερχόμενο καλοκαίρι.
Η παραπάνω είδηση έσκασε σαν βόμβα στους κύκλους των Ευρωπαίων κινηματογραφιστών. Η «αφρόκρεμα» των οποίων - ανάμεσά τους πραγματικά σπουδαίοι δημιουργοί, όπως ο προσφάτως τιμηθείς με «Οσκαρ» Αυστριακός Μίχαελ Χάνεκε, ο Δανός Τόμας Βίντερμπεργκ, ο Γάλλος Μισέλ Χαζαναβίσιους, ο Ισπανός Πέντρο Αλμοδόβαρ, οι Βρετανοί Κεν Λόουτς, Μάικ Λι και Στίβεν Φρίαρς και ο Αμερικανός Ντέιβιντ Λιντς - συνυπέγραψε μία οργισμένη επιστολή διαμαρτυρίας προς την ΕΕ και ειδικά τον επίτροπο Εμπορίου, Karel de Gucht, χαρακτηρίζοντας τη 13η Μάρτη μέρα «που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, υπό την ηγεσία του επιτρόπου, Karel de Gucht, αποφάσισε να καταπατήσει την πολιτιστική εξαίρεση (...)».
Πρόκειται για ένα αξιοπρόσεκτο κείμενο αφού αποτελεί, από μία άποψη, την «επιτομή» των ψευδαισθήσεων που κυριαρχούν στο μεγαλύτερο μέρος της προβεβλημένης διανόησης και από τις δύο όχθες του Ατλαντικού. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά του ότι «ξεχάστηκαν τα παθιασμένα λόγια του προέδρου Μπαρόζο το 2005: "Σε μια κλίμακα αξιών, ο πολιτισμός έρχεται πριν την οικονομία". Χάθηκαν και οι δηλώσεις του προέδρου Μπαρόζο για την αγάπη του προς τον κινηματογράφο όταν οι σκηνοθέτες δραστηριοποιήθηκαν για να υπερασπιστούν το πρόγραμμα MEDIA. Και τι απέγινε το σύνθημα της Επιτροπής "Η Ευρώπη αγαπά το σινεμά";».
Συνεχίζουν διαπιστώνοντας με εμφανή θλίψη ότι ο Μπαρόζο «ξέχασε το δικό του μάθημα» πως «πολιτισμός είναι το πώς θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε την κρίση» για να καταλήξουν σε μια ένθερμη υπεράσπιση της σημερινής πολιτιστικής πολιτικής της ΕΕ: «Ο πολιτισμός είναι στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής ταυτότητας και των ιδανικών», «πριν από 20 χρόνια (σ.σ. Συνθήκη του Μάαστριχτ) η κοινή βούληση να υποστηριχθεί η δημιουργία και να προωθηθεί η πολυμορφία σφυρηλατήθηκε εδώ στην Ευρώπη», η πολιτιστική εξαίρεση «οδηγεί στην αναγνώριση ενός ειδικού καθεστώτος για τα οπτικοακουστικά έργα, καθώς δεν είναι μόνο αγαθά όπως τα άλλα και πρέπει επομένως να εξαιρεθούν από τις εμπορικές διαπραγματεύσεις», «η πολιτιστική πολυμορφία είναι πλέον μια πραγματικότητα στα περισσότερα μέρη σε όλη την Ευρώπη» και «παρέχει τη δυνατότητα για ανταλλαγές και αμοιβαία κατανόηση, ενώ είναι επίσης φορέας ανάπτυξης και δημιουργίας θέσεων εργασίας».
«Η Ευρώπη που αγαπάμε δούλεψε σκληρά για τη Σύμβαση του 2005 της UNESCO για την προστασία και την προώθηση της πολυμορφίας της πολιτιστικής έκφρασης που έγινε πραγματικότητα. Η Ευρώπη που αγαπάμε επικύρωσε τη σύμβαση αυτή, μαζί με 126 χώρες από όλο τον κόσμο. Η Ευρώπη που αγαπάμε θαυμάζεται από όλο τον κόσμο, διότι ξεκίνησε και υποστήριξε αυτή τη μεγάλη πρωτοβουλία», λένε οι σκηνοθέτες με εμφανή τη συγκίνησή τους.
Ομως, «με την έγκριση της διαπραγματευτικής εντολής, η οποία θα μειώσει τον πολιτισμό σε τίποτα περισσότερο από ένα εμπόρευμα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκτός από τους τρεις επιτρόπους οι οποίοι καταψήφισαν) έχει εγκαταλείψει τη θέση της υπέρ της πολιτιστικής εξαίρεσης (...) επιδεικνύοντας τρομερή υποκρισία».
«Αρνούμαστε αυτή την Ευρώπη που είναι έτοιμη να απαλλαγεί από τις αρχές της Σύμβασης, ιδίως από την αρχή της πολιτιστικής κυριαρχίας των κρατών - μελών. Μπροστά στις ΗΠΑ, όπου η βιομηχανία του θεάματος είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πηγή εξαγωγών της, η απελευθέρωση του οπτικοακουστικού τομέα και του κινηματογράφου θα οδηγήσει στην καταστροφή όλων όσα μέχρι τώρα είχαν προστατευθεί και βοήθησαν στην ανάπτυξη του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η πολιτική αυτή, σε συνδυασμό με τη χορήγηση υπερβολικών φορολογικών πλεονεκτημάτων στις ΗΠΑ - πρωταθλήτρια στον ψηφιακό οπτικοακουστικό τομέα - μοιάζει εντυπωσιακά σαν μια συνειδητή επιθυμία να γονατίσει τον ευρωπαϊκό πολιτισμό».
«Η πολιτιστική ποικιλομορφία», λένε οι σκηνοθέτες, «δεν πρέπει να είναι απλώς άλλο ένα εργαλείο διαπραγμάτευσης. Θα πρέπει να εξακολουθήσει να αποτελεί φιλοδοξία, νόμιμη απαίτηση και μια δέσμευση». Δηλώνουν ότι θα συνεχίσουν να αγωνίζονται «για την ικανότητα της Ευρώπης να γράψει την ιστορία της από τη σκοπιά της πολυμορφίας των λαών και των πολιτισμών της». Και καλούν τις κυβερνήσεις της ΕΕ να στηρίξουν την εξαίρεση του οπτικοακουστικού τομέα από τις εμπορικές διαπραγματεύσεις ΕΕ - ΗΠΑ.
Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να τεκμηριώσει οποιαδήποτε αμφιβολία για την ειλικρίνεια των προθέσεων των κινηματογραφιστών που υπογράφουν τα παραπάνω. Είναι, όμως, προφανές ότι τελούν υπό πλήρη σύγχυση αναφορικά με το χαρακτήρα της ΕΕ γενικά και ειδικότερα στην πολιτιστική της πολιτική. Ως δημιουργοί που αντιλαμβάνονται ακόμη και τις πιο ευαίσθητες «αποχρώσεις» των συναισθημάτων, είναι σίγουρα σοβαρή αδυναμία να μην μπορούν να αντιληφθούν τι εννοεί η ΕΕ με την επίσημη ρητορική της. Διότι είναι άδικο να εγκαλούν τον Μπαρόζο για «ανειλικρίνεια», όταν το σύνολο της πολιτικής της ΕΕ στον πολιτιστικό τομέα εδώ και 20, τουλάχιστον, χρόνια όντως τεκμηριώνει τη φράση: «Πολιτισμός είναι το πώς θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε την κρίση»!
Ακριβώς αυτό κάνει η ΕΕ: Μετατρέπει τον πολιτισμό σε ακόμη ένα πεδίο κερδοφορίας για το κεφάλαιο, αφενός για να αυξήσει την ανταγωνιστικότητά του έναντι των άλλων μεγάλων ιμπεριαλιστικών πόλων - εφαρμόζοντας στο σύνολό τους και στον πολιτισμό τις καταστροφικές καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις - αφετέρου για να εδραιώσει την πλήρη ιδεολογική κυριαρχία του σε έναν τομέα «κομμένο» και «ραμμένο» για ιδεολογική χειραγώγηση.
Θυμίζουμε μόνο ένα πρόσφατο παράδειγμα: Το 2011 η ΕΕ ανακοινώνει το πρόγραμμα «Δημιουργική Ευρώπη», το οποίο ουσιαστικά ενοποιεί τα υπάρχοντα «πολιτιστικά», χρηματοδοτικά προγράμματα της ΕΕ «Πολιτισμός» (σ.σ. προσανατολισμένο στην πολιτιστική κληρονομιά και στη σύγχρονη πολιτιστική «παραγωγή»), «MEDIA» (σ.σ. για τα οπτικοακουστικά) και «MEDIA Mundus» (σ.σ. για τη «συνεργασία» των μονοπωλίων του οπτικοακουστικού τομέα της ΕΕ με εκτός ΕΕ χώρες) και «προτεινόμενη» «προίκα» 1,8 δισεκατομμυρίων ευρώ για την περίοδο 2014 - 2020.
Τα χρήματα αυτά όμως θα στηρίξουν την «πολιτιστική» βιομηχανία της ΕΕ, δηλαδή τα μονοπώλια στον μουσικό, εκδοτικό και οπτικοακουστικό τομέα, αφού η ΕΕ εκτιμά ότι τα «προϊόντα» τους όχι μόνο χρησιμεύουν διαχρονικά στην ιδεολογική χειραγώγηση και στην κερδοφορία του κεφαλαίου γενικά, αλλά μπορούν να αποτελέσουν και «ασφάλειες» «αποσυμπίεσης» από τις συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης στο ίδιο το κεφάλαιο που την προκαλεί.
Ετσι, η «Δημιουργική Ευρώπη» δημιουργήθηκε διότι «ο πολιτισμός διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην οικονομία της ΕΕ-27», αφού «η πολιτιστική και η δημιουργική βιομηχανία αντιπροσωπεύουν περίπου το 4,5% του ΑΕγχΠ (σ.σ. Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) της ΕΕ και το 3,8% της απασχόλησης της ΕΕ (8,5 εκατ. θέσεις εργασίας)». Επιπλέον, ο πολιτιστικός τομέας δείχνει «εντυπωσιακές δυνατότητες ανάπτυξης»: Μεταξύ 2000 - 2007, «η απασχόληση σε αυτούς τους τομείς αυξήθηκε, κατά μέσο όρο, κατά 3,5% ετησίως, έναντι 1% επί της συνολικής οικονομίας της ΕΕ-27». Επίσης, «ο ρυθμός με τον οποίο αυξήθηκε η απασχόληση στους συγκεκριμένους τομείς στις ΗΠΑ και στην Κίνα ήταν επίσης ταχύς, αντιπροσωπεύοντας μέσο ποσοστό περίπου 2% ετησίως». Και: «Η Ευρώπη είναι με διαφορά ο κορυφαίος εξαγωγέας προϊόντων του δημιουργικού τομέα στον κόσμο. Για να διατηρηθεί αυτή η θέση, πρέπει να επενδύσουμε στην ικανότητα των εν λόγω τομέων να λειτουργούν διασυνοριακά».
Η ΕΕ, λοιπόν, στοχεύει αποκλειστικά στη στήριξη της «πολιτιστικής» καπιταλιστικής αγοράς και, κατ' επέκταση, χρηματοδοτεί τη διαδικασία συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης κεφαλαίου και στον πολιτιστικό τομέα. Αυτό ουσιαστικά «λέει», εξηγώντας το λόγο της συνένωσης των υφιστάμενων προγραμμάτων «Πολιτισμός», «MEDIA» και «MEDIA Mundus» σε ένα πρόγραμμα (σ.σ. οι υπογραμμίσεις δικές μας): «Οι εν λόγω τομείς αντιμετωπίζουν παρόμοιες προκλήσεις, όπως τον κατακερματισμό της αγοράς που απορρέει από την πολιτισμική και γλωσσική πολυμορφία, την παγκοσμιοποίηση και την ψηφιοποίηση, καθώς και σοβαρές δυσκολίες όσον αφορά την πρόσβαση σε εμπορική δανειοδότηση. Επιπλέον, έχουν παρόμοιες ανάγκες ως προς την (...) ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς τους, ώστε να συμβάλουν στην απασχόληση και στην ανάπτυξη». Ετσι, «η Δημιουργική Ευρώπη απαντά σ' αυτή την ανάγκη με μια πιο στρατηγική προσέγγιση και σχεδιάζει να πραγματοποιήσει επενδύσεις στους τομείς όπου ο αντίκτυπος θα είναι μεγαλύτερος». Αν αυτά δεν είναι «καθαρόαιμα» αγοραία κριτήρια «ανάπτυξης» του πολιτισμού, τότε τι είναι;
Θυμίζουμε ότι μέσω της «Δημιουργικής Ευρώπης» θα δημιουργηθεί ένας νέος μηχανισμός «χρηματικών εγγυήσεων, ο οποίος θα δίνει τη δυνατότητα στις μικρές επιχειρήσεις να αποκτούν πρόσβαση σε ποσό έως και 1 δισ. ευρώ με τη μορφή τραπεζικών δανείων». Μετατρέποντας έτσι τους κινηματογραφιστές σε πελάτες των τραπεζών. Θυμίζουμε ότι ανάλογη πρακτική ακολούθησε το 2010 και η γερμανική κυβέρνηση μέσω της συμφωνίας που «έκλεισε» με την τράπεζα KfW της Φραγκφούρτης, που προβλέπει το «άνοιγμα» των δανειακών «κρουνών» προς την κινηματογραφική παραγωγή. Σχολιάζοντας τότε τη συμφωνία, ο πρόεδρος του ΔΣ της KfW, Ούλριχ Σρέντερ, έλεγε ότι «οι πολιτιστικές και δημιουργικές βιομηχανίες, συμπεριλαμβανομένου του κινηματογράφου, είναι μεταξύ των πιο ελπιδοφόρων οικονομικών τομέων στη Γερμανία. Εντούτοις, η χρηματοδότηση της παραγωγής των προγραμμάτων είναι δύσκολη. Γι' αυτό η τράπεζα KfW θα προσφέρει την υποστήριξη που ο τομέας αξίζει». Φυσικά, οι χαμένοι της υπόθεσης ήταν και πάλι οι δημιουργοί, αφού ακόμη και ο δανεισμός πηγαίνει προς τους παραγωγούς. Το ίδιο συνέβη και στην Ισπανία, πάλι το 2010 (σ.σ. πάντα εν μέσω καπιταλιστικής κρίσης) με το ICAA, το κρατικό Ινστιτούτο Κινηματογραφίας της Ισπανίας, να στοχεύει στο «χτίσιμο γεφυρών» ανάμεσα στους παραγωγούς, τους ιδιώτες «επενδυτές» και τους «διαχειριστές» του ιδιωτικού και «θεσμικού» (σ.σ. δηλαδή κρατικού) σχετικού τομέα.
Αποκαλυπτική είναι η εξήγηση της Επιτροπής στο ερώτημα που θέτει μόνη της «ρητορικά»: «Δεν είναι πιο αποτελεσματικό να παρέχονται άμεσες επιδοτήσεις στους δικαιούχους αντί να προτείνεται η εγγύηση ενός μέρους των τραπεζικών δανείων τους;». Δηλαδή, για ποιο λόγο η ΕΕ στέλνει κι άλλη πελατεία στις τράπεζες; Διότι «ο εγγυοδοτικός μηχανισμός», υποστηρίζει η ΕΕ, «έχει μεγαλύτερο πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα και προσελκύει επιπλέον χρηματοδότηση από τους επενδυτές χάρη στην ανάληψη των κινδύνων από κοινού με την ΕΕ (...)». Αυτό που λέει είναι ότι ο δικαιούχος θα εξασφαλίσει μεγαλύτερη χρηματοδότηση. Αυτό που δε λέει, αλλά είναι προφανές, είναι ότι θα την εξασφαλίσει ως πελάτης. Και βέβαια, δεν μπαίνει καν στον κόπο να εξηγήσει για ποιο λόγο δεν είναι μεγαλύτερη η χρηματοδότηση για να μη χρειάζονται οι τράπεζες.
Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, η ΕΕ εξακολουθεί να κοροϊδεύει απροκάλυπτα. Ο Karel De Gucht, απαντώντας, πολύ πρόσφατα, στις ανησυχίες των κινηματογραφιστών, δήλωσε ότι... «η πολιτιστική εξαίρεση δεν είναι προς διαπραγμάτευση»!
«Η Ευρώπη δεν θα θέσει την πολιτιστική εξαίρεση σε κίνδυνο μέσω των εμπορικών διαπραγματεύσεων. Τίποτα στη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με τις ΗΠΑ δεν θα βλάψει την πολιτιστική πολυμορφία της Ευρώπης. Οι διαπραγματεύσεις θα λάβουν δεόντως υπόψη τις διάφορες τομεακές ευαισθησίες της ΕΕ. Ο οπτικοακουστικός τομέας έχει σαφή θέση ανάμεσα σε αυτούς τους ευαίσθητους τομείς», είπε ο επίτροπος, για να προσθέσει «βαρύγδουπα»: «Ο πολιτισμός δεν είναι εμπόρευμα»!
Δηλαδή, δεν υπάρχει «φωτιά»; «Θέλω να είναι σαφές ότι η ΕΕ θα διατηρήσει αυτή την πάγια θέση της στις διαπραγματεύσεις της με τις ΗΠΑ. Με απλά λόγια αυτό σημαίνει ότι η πολιτιστική εξαίρεση δεν θα είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Ωστόσο, αυτό που θα κάνουμε, είναι να ανοίξουμε νέες ευκαιρίες στις δημιουργικές βιομηχανίες της Ευρώπης για το μέλλον, χωρίς να θέτουμε σε κίνδυνο τις επιλογές της κοινωνίας μας, ούτε την υπερηφάνεια που έχουμε για τον πολιτισμό μας. Ετσι, σε αυτή τη διαπραγμάτευση, η Ευρώπη όχι μόνο θα υπερασπιστεί και θα προστατεύσει το μοναδικό πολιτιστικό τομέα της, αλλά θα διασφαλίσει ότι οι ευρωπαϊκές οπτικοακουστικές επιχειρήσεις και οι επιχειρήσεις μέσων ενημέρωσης θα έχουν την ευκαιρία να εξασφαλίσουν ένα ισχυρό μέλλον σε έναν τομέα υψηλής τεχνολογίας που αναπτύσσεται με μεγάλο ρυθμό από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τη διανομή».
Δηλαδή, ο επίτροπος λέει ότι η ΕΕ θα επιδιώξει καλύτερες συμφωνίες για τις πολιτιστικές βιομηχανίες της... χωρίς να τεθεί σε αμφισβήτηση η «πολιτιστική εξαίρεση»! Πιο απλά, θέλει να «πείσει» ότι οι ΗΠΑ θα συζητήσουν προτάσεις της ΕΕ που θα ευνοούν τα ευρωπαϊκά μονοπώλια σε ένα «κενό αέρος» στο πλαίσιο του ΠΟΕ! Οτι, ουσιαστικά, θα γίνει διαπραγμάτευση για τα οπτικοακουστικά... χωρίς διαπραγμάτευση.
Αυτή είναι η ΕΕ που δεν βλέπουν(;) οι υπογράφοντες κινηματογραφιστές. Στους οποίους μπορεί να ανοίγουν όλες οι ιδιωτικές και κρατικές πόρτες χρηματοδότησης λόγω ονόματος - που αποφέρει κέρδη στους παραγωγούς και διανομείς - αλλά που δεν παύει, αυτή η πραγματικότητα να αφορά ελάχιστους δημιουργούς...