ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 6 Ιούνη 2013
Σελ. /32
Ταινίες από έργα της λογοτεχνίας

Λογοτεχνία και σινεμά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η εβδομάδα, με σημαντικές επανεκδόσεις αριστουργημάτων του Βισκόντι και της τσεχοφικής «ΚΥΡΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΣΚΥΛΑΚΙ». Οι νέες πρεμιέρες αρκετές, κάποιες, λιγοστές βέβαια, ξεχωρίζουν όπως «Ο ΦΟΙΤΗΤΗΣ» από την Αργεντινή και τα «ΓΛΥΚΑ ΜΑΣ ΛΑΘΗ». Καθεμιά για τους δικούς της λόγους, με τους δικούς της όρους.

«AFTER EARTH» (2013) τιτλοφορείται η αμερικάνικη περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας «επικών διαστάσεων» του Μ. Νάιτ Σιάμαλαν, που με πολύ κόπο θα μπορούσε κανείς να πάρει στα σοβαρά, γιατί η ασυνέπειά της αφήνει το κοινό σε σύγχυση. Πρωταγωνιστές της διάτρητης και αορίστου πλοκής ιστορίας, ο Γουίλ Σμιθ και ο 14χρονος γιος του Τζέιντεν σε έναν εχθρικό πλανήτη, χίλια χρόνια μετά την καταστροφή της Γης και την εκκένωσή της...

«Η ΣΥΜΜΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ» (2013) κλασική αμερικανική ταινία ληστείας, σε σκηνοθεσία Λουί Λετεριέ. Θρίλερ με εντυπωσιακά οπτικά εφέ, εύκαμπτη δράση και πειστικές ψευδαισθήσεις... Πρόκειται για μείγμα, που υπηρετεί το διαβολικό ρυθμό του φιλμ και στηρίζει την ιστορία που ανιχνεύει την εξέλιξη μιας ομάδας «θαυματοποιών» που φαίνονται να ληστεύουν τράπεζες, την ίδια στιγμή που εμφανίζονται στη σκηνή, διανέμοντας τη λεία στο κοινό... Πολλοί οι χολιγουντιανοί αστέρες με επικεφαλής τους: Μόργκαν Φρίμαν, Μάικλ Κέιν, Μαρκ Ράφαλο, Τζέσι Αϊζενμπεργκ, Ελίας Κοτέας κ.ά.

«ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ» (προβάλλεται μεταγλωττισμένη στα ελληνικά και σε 3D) η αμερικανική πολυδιαφημιζόμενη οικογενειακή περιπέτεια κινουμένων σχεδίων για ένα κορίτσι που πέφτει στο μέσο μιας σύγκρουσης ανάμεσα στους μικρούς λαούς του δάσους - τους κακούς που θέλουν να σαπίσουν τα πάντα και να πεθάνουν και τους καλούς που φροντίζουν να πρασινίζει το δάσος πάντα. Συμπαθητικές χρωματιστές εικόνες σε ένα ασπρόμαυρο, άνισο σενάριο με το πρώτο μέρος να χωλαίνει σοβαρά, επιφυλάσσοντας ένα ενδιαφέρον τέλος...


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ

ΣΑΝΤΙΑΓΚΟ ΜΙΤΡΕ
Ο φοιτητής

Πρώτη και άκρως ενδιαφέρουσα η μεγάλου μήκους ταινία του νεαρού Αργεντινού σκηνοθέτη Σαντιάγκο Μίτρε. Το θέμα της, ευρύ και σύνθετο, συνοψίζεται στη λέξη «πολιτική». Για να ακριβολογούμε: Αναφερόμαστε στην αποκαλούμενη «ρεάλ πολιτίκ», τη διαχειριστική του συστήματος, έτσι όπως τη γνωρίζουμε και τη βιώνουμε. Ο σκηνοθέτης επιλέγει να επικεντρώσει την προβληματική του στον ερμητικά κλειστό πανεπιστημιακό χώρο ενός ανώτατου ιδρύματος του Μπουένος Αϊρες, ενός μικρόκοσμου με πολύ ιδιαίτερους κώδικες και σε ένα, κατά βάση πρόσωπο, τον αριβίστα και οπορτουνιστή φοιτητή Ρόκε. Η ταινία του Μίτρε μοιάζει με λαβύρινθο και η αφήγηση της ταινίας όσο κι αν «χώνεται» στο εσωτερικό του λαβύρινθου, δε χάνει ούτε στιγμή την επικοινωνία με τον θεατή... παρότι η σκηνοθεσία με διάσπαρτα στοιχεία ρεπορτάζ και «voice over» σχόλια αποκαλύπτει μια κάποια έλλειψη έμπνευσης.

Μόλις έφτασε στην πρωτεύουσα ο νεαρός «επαρχιώτης» Ρόκε, ένας χωρίς φιλοδοξίες φαινομενικά νεαρός, φοιτητής σε πανεπιστήμιο του Μπουένος Αϊρες. Μοιάζει περισσότερο να ενδιαφέρεται για τις κοπέλες, τα πάρτι με ποτό και κοκαΐνη παρά τα μαθήματα. Το στοιχείο που εξαρχής καταπλήσσει είναι οι τεχνικές διά των οποίων, αφ' ενός επιδιώκει και αφ' ετέρου αποδέχεται το «βόλεμα». Σίγουρος για τον εαυτό του, αδίστακτος και χαρισματικός, χρησιμοποιεί ανερυθρίαστα τα πάντα και τους πάντες να φθάσει στο στόχο του. Τις φοιτητικές οργανώσεις, τις «τυχαίες» συναντήσεις με επώνυμους του χώρου, τις γυναίκες... όλα οδηγούν ευθέως στην αναρρίχηση στις βαθμίδες του συστήματος. Ο Ρόκε κατανοεί, μέρα τη μέρα, την πραγματικότητα μιας πολιτικής, όπου όλα τα χτυπήματα επιτρέπονται. Ετσι, εκφοβισμός, χειραγώγηση, προδοσία, τίποτα δεν είναι ικανό να τον σταματήσει από το να πετύχει αυτό που θέλει. Η ταινία επιδεικνύει σπάνια ικανότητα στο να «συλλαμβάνει» το πραγματικό που απεικονίζει κυρίως με κοντινά πλάνα. Και η ενδιαφέρουσα σκηνοθεσία της τη μετατρέπει σε μια αμείλικτη και παθιασμένη κατάθεση. Μέσα από αυτό το φλύαρο «λεκτικό» θρίλερ με το γρήγορο τέμπο, τις σκληρές «βουβές» ίντριγκες και την απίστευτη ενέργεια, συντελούνται ιδεολογικές ανατροπές που ενορχηστρώνουν μια από τις πιο διαυγείς και κυνικές προσεγγίσεις σε ό,τι αφορά την απογύμνωση ενός φαύλου μηχανισμού και τη γένεση ενός «πολιτικού άνδρα» του συστήματος! ... Αλλά, δυστυχώς γι' αυτόν, και οι άλλοι είναι φτιαγμένοι από την ίδια πάστα...

Παίζουν: Εστέμπαν Λαμότε, Ρομίνα Πάουλα, Ρικάρντο Φέλιξ, Βαλέρια Κορέα, κ.ά.

Παραγωγή: Αργεντινή (2011).

ΝΟΕΜΙ ΛΟΦΣΚΙ
Γλυκά μας λάθη

Η γενεσιουργός ιδέα της πέμπτης μεγάλου μήκους ταινίας της 48χρονης Γαλλίδας Νοεμί Λοφσκί - που έχει τον πλήρη έλεγχο του κινηματογραφικού της εγχειρήματος ως σεναριογράφος, ερμηνεύτρια του πρωταγωνιστικού χαρακτήρα και σκηνοθέτης - παραπέμπει κατευθείαν σε εκείνη της ταινίας του Φ. Φ. Κόπολα του 1986, «Η ΠΕΓΚΥ ΣΟΥ ΠΑΝΤΡΕΥΤΗΚΕ» που είχε να κάνει με το τι θα άλλαζε, τι θα διόρθωνε κάποιος, αν επέστρεφε πίσω στο χρόνο και ξαναζούσε τη ζωή του. Ετσι, η ιδέα της ιστορίας της Λοφσκί μπορεί να μην εμφανίζεται πρωτότυπη, ωστόσο δεν μπορεί να γίνει λόγος και για ριμέικ. Εξάλλου η (άγνωστη σε μας) Λοφσκί με το «σινεμά δημιουργού» απόδειξε ότι κινείται σε πλαίσιο πολύ προσωπικής θεματικής και στιλ. Το πολύχρωμο, γοητευτικά πολυτάραχο - αλλά μονοδιάστατο και γι' αυτό κουραστικό - νοσταλγικό ταξίδι στο χρόνο, μια ευρηματική κωμωδία κάπου συγκινητικά ανθρώπινη, κάπου αστεία και υπερβολική δεν πέφτει ποτέ στο γελοίο.

Η σαραντάχρονη, αποτυχημένη Καμίγ πνίγει την κατάθλιψή της στο ποτό. Σαν ηθοποιός έχει ξεπέσει σε εξευτελιστικά μικρορολάκια (κι αυτά σπάνια) και σαν γυναίκα, εξαναγκάζεται να αποδεχθεί το τέλος της «ιστορίας» με τον άνδρα της Ερίκ. Ο μεγάλος έρωτας της ζωής της από τα μαθητικά θρανία, την εγκαταλείπει μετά από 25 χρόνια, για κάποια νεότερη. Τη βραδιά του ρεβεγιόν, η Καμίγ πίνει τόσο που πέφτει «ξερή» από το αλκοόλ. Ξυπνώντας, έχει γυρίσει 25 χρόνια πίσω στην καρδιά της εφηβείας της, σε μια κομβική χρονιά... τη χρονιά που ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα τον Ερίκ, που έμεινε έγκυος στην κόρη της και που πέθανε η μητέρα της. Το ερώτημα για την Καμίγ μπαίνει ως εξής: Τώρα που έχει πια «δει» το τέλος της ιστορίας, τώρα που γνωρίζει τι θα γίνει 25 χρόνια αργότερα, θα μπορούσε, επιστρέφοντας πίσω στο χρόνο, στο σημείο εκκίνησης των πραγμάτων, να (ξανα)ερωτευθεί τον Ερίκ;

Στην υπαρξιακή αλλά καθόλου μεταφυσική ταινία της η Λοφσκί στοχεύει στο συναίσθημα και μόνο και ξαναστήνει το παρελθόν που συνίσταται από επιλεγμένες, ανεξίτηλες μνήμες και αναμνήσεις, σαν κάτι πολύτιμο, με σεβασμό, συγκίνηση, ρομαντισμό και την ευαισθησία αυτού που το βίωσε ολόπλευρα, για να αρχίσει μετά την αποδόμησή του, κομμάτι κομμάτι.

Η Καμίγ ανθρώπινη, ξεροκέφαλη και εύθραυστη, επαναπροσδιορίζει τη σχέση της με το χρόνο ο οποίος με την ιδιότητα της σταθεράς διαπερνά, με «πηγαινέλα» όλη την ταινία και βυθίζεται σε μια υπαρξιακή δίνη. Η Καμίγ χαϊδεύει με χάρη το συναίσθημα της απώλειας. Αγγίζει τα τραύματά της με πικρό χιούμορ, οδυνηρή νοσταλγία και ελπίδες εξανεμισμένες. Την ταινία που ρέει ανεμπόδιστα, διαπερνά πέρα ως πέρα μια μελαγχολική φαντασία και μια γλυκιά αυθάδεια που χαρακτηρίζει τη δεύτερη αυτή ευκαιρία για την Καμίγ, να ξαναζήσει όπως εκείνη θα ήθελε την ήδη βιωμένη της ζωή. Να λειτουργεί ταυτόχρονα και σαν σκηνοθέτης, αλλά και σαν ηθοποιός σε αυτή τη ζωή...

Το πραγματικά ευρηματικό στοιχείο της ταινίας συνίσταται στο ότι, παρά την επιστροφή στο παρελθόν, οι πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες Καμίγ και Ερίκ που συνιστούν το επίκεντρο της ιστορίας, διατηρούν τη σημερινή τους όψη. Αντιμετωπίζουν τις προ 25ετίας καταστάσεις μέσα από ένα σημερινό πρίσμα...

Παίζουν: Νοεμί Λοφσκί, Σαμίρ Γκεσμί, Γιολάντ Μορό, Ζαν-Πιερ Λεό, Ντενίς Πονταλιντές, Ματιέ Αμαλρίκ κ.ά.

Παραγωγή: Γαλλία (2012).

ΓΙΟΣΙΦ ΚΕΪΦΙΤΣ
Η κυρία με το σκυλάκι

Σε επανέκδοση από σήμερα η απολύτως καλύτερη «τσεχοφική» ταινία. Απολύτως καλύτερη, λόγω της «τσεχοφικής» της διάστασης ως προς την αναπαράσταση - μέσα από μικρές, ανεπαίσθητες λεπτομέρειες - της παρακμής και της αποσύνθεσης της αστικής τάξης καθώς και της ατμόσφαιρας του τέλους μιας εποχής. Ισως πρόκειται και για την καλύτερη ταινία του Λευκορώσου Γιοσίφ Κέιφιτς, που επιδεικνύει εύρωστη ποιητική σκηνοθετική μαεστρία στις λεπτές αποχρώσεις... Ο Κέιφιτς επεξεργάστηκε και την κινηματογραφική διασκευή της ομώνυμης νουβέλας του Αντον Τσέχοφ από το 1898. Η διασκευή του, μάλιστα, θεωρείται θαυμαστή τόσο για την αποδραματοποιημένη προσήλωσή της στον «κόσμο» του συγγραφέα και τη μελαγχολία του, όσο για την επίκληση μιας εποχής κι ενός περιβάλλοντος αλλά και τις λεπτεπίλεπτες «δαντελωτές» ερμηνείες των ηθοποιών.

Είναι γεγονός ότι η κινηματογραφική διασκευή όχι μόνο σέβεται το λογοτεχνικό σκελετό, αλλά του δίνει «τροφή» μέσα από ορισμένες λειτουργικές ιδέες που πηγάζουν κατευθείαν απ' αυτήν. Μια γκαλερί από δευτερεύοντες χαρακτήρες αστών, διασκεδαστικά κωμικών ή εκνευριστικά παράλογων αλλά και ανώνυμα, σκούρα και εξαθλιωμένα περιγράμματα φτωχών που δουλεύουν και υπηρετούν όλους τους αργόσχολους, που πνίγονται στην ανία τους, γιατί κορόνα στο κεφάλι τους έχουν την ατομική ιδιοκτησία. Η διασκευή, εξάλλου, δίνει χώρο και σε κάποιες έξυπνες προσθήκες - όπως η σεκάνς με τον άλλο σκύλο - με λειτουργία σχεδιασμένη ακριβώς για να υπογραμμίζουν καλύτερα το συμπιεσμένο πάθος ανάμεσα στους δύο εραστές.

Στο ασπρόμαυρο ειδυλλιακό παραθαλάσσιο θέρετρο της Κριμαίας Γιάλτα, που προβάλλει ο Μοσχοβίτης Γκούροφ παρατηρεί μια νεαρή κυρία να περιφέρει στην προκυμαία το λευκό της σκυλάκι και την πλήξη της. Οι δυο τους γνωρίζονται κι έχουν ένα φλερτ. Ο Γκούροφ, όμως, επιστρέφοντας στη Μόσχα δεν βρίσκει ησυχία από τις εμμονές που του γεννά η ανάμνηση της κυρίας με το σκυλάκι. Γι' αυτό κάνει την αρχή και τη συναντά στη θλιβερή επαρχία που ζει με τον «λακέ» δημόσιο υπάλληλο σύζυγό της. Μετά, θα έρθει κι εκείνη να τον βρει στη Μόσχα, αλλά η ιστορία τους θα παραμείνει ένα «ατέρμον ανοιχτό δράμα» κατά τον Βασίλη Ραφαηλίδη και μετά το τέλος της τυπικής ιστορίας μια που οι άπειρες εξαρτήσεις τους δεν επιτρέπουν στους ήρωες να πάρουν οριστικές αποφάσεις. Πέραν της αισθητικής αρτιότητας, της μουσικής και της φωτογραφίας που μοιάζει να είναι «από βαμβάκι», το ιδιαίτερα δυνατό σημείο της ταινίας είναι η ερμηνεία των ηθοποιών. Τόσο του Αλεξέι Μπατάλοφ όσο και της λαμπερής Ιγια Σαβίνα που η φωνή της χαράσσεται στη μνήμη σαν ευχάριστο άκουσμα...

Παίζουν: Ιγια Σαβίνα, Αλεξέι Μπατάλοφ, Νίνα Αλίσοβα, κ.ά.

Παραγωγή: Σοβιετική Ενωση (1959).

ΛΟΥΚΙΝΟ ΒΙΣΚΟΝΤΙ
Γατόπαρδος

Ενας Σικελός πρίγκιπας, η οικογένειά του, η γη του, οι χωρικοί του στη χαραυγή του 1860, την εποχή της εποποιίας του Γκαριμπάλντι. Μια κοινωνία δύει, μια άλλη ανατέλλει. Διασκευή από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Τζιουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα. Πομπώδες, μεγαλοπρεπές και εκλεπτυσμένο κινηματογραφικό μωσαϊκό με εξαιρετικά παραστατικά ανάγλυφα - όπως οι σκηνές μάχης στους δρόμους του Παλέρμο, το ταξίδι της οικογένειας των ευγενών που διασχίζει το σικελικό τοπίο και η μακρά σεκάνς του χορού στο τέλος, που διαρκεί μια ολόκληρη σχεδόν ώρα και εκεί ο πρίγκιπας αντιλαμβάνεται ότι βρίσκεται στις παραμονές του δικού του θανάτου αλλά και του τέλους του κόσμου του. «Η σύγκριση με το «ΣΕΝΣΟ» -γράφει ο μέγας ιστορικός του κινηματογράφου Ζορζ Σαντούλ- ως ταινία ιστορικού περιβάλλοντος όχι πολύ μακριά από αυτή, γέρνει αναφανδόν υπέρ του δράματος της κοντέσας Σερπιέρι».

Ο Λουκίνο Βισκόντι σκηνοθετεί με εκπληκτική μαεστρία την αναπαράσταση της ιστορικής μετάβασης από το Βασίλειο των Μπορμπόνων, στο Βασίλειο της Ιταλίας. Είναι σπάνιο ταινία εποχής να αντιμετωπίζει ζητήματα πραγματικά πολιτικά του καιρού στον οποίο αναφέρεται. Και ακόμα πιο σπάνιο, η σκηνογραφική λεπτομέρεια και η αισθητική κομψότητα να γίνεται το όχημα που μεταφέρει με τρόπο ακόμα πιο ακριβή την κοινωνικο-πολιτική φιλοσοφία του πρωταγωνιστή.

Το επίκεντρο της ιστορίας καταλαμβάνει ένας χαρακτήρας που δεσπόζει επί των υπολοίπων. Ο πρίγκιπας του Παλέρμο Ντον Φαμπρίτσιο ντι Σαλίνα, που υποφέρει από προσωπική κρίση που εξάλλου ταυτίζεται με την κρίση των καιρών που ζει. Ο Ντον Φαμπρίτσιο είναι ευγενής παλαιάς κοπής και την οικογένειά του διχάζουν δύο γενιές. Αυτή που υπηρέτησε πιστά τους Μπορμπόνους της Νάπολης και της Σικελίας και εκείνης που, με την απόβαση των Χιλίων του Γκαριμπάλντι και τη διακήρυξη του Βασιλείου της Ιταλίας, αγκάλιασε τους καινούριους καιρούς, έτοιμη να ξεχάσει το παρελθόν και φυσικά να επωφεληθεί από το μέλλον. Ο Ντον Φαμπρίτσιο, παρότι δε σέβεται τους σημερινούς Μπορμπόνους, αδυνατεί να διαγράψει τους δεσμούς του με το παρελθόν. Αντιλαμβάνεται ότι οι καιροί κινούνται σε τροχιά αλλαγής, ότι η πολιτική και θεσμική εξουσία τώρα πια, περνά στα χέρια της καινούριας, ανερχόμενης τάξης των πλούσιων αστών. Για να «προσαρμοστεί» στο τέλος της αριστοκρατίας, υποστηρίζοντας ταυτόχρονα το γόητρο της δικής του γενεαλογίας, αποφασίζει να περιμένει να πέσει το Παλέρμο στα χέρια των γαριβαλδίνων ώστε να στηρίξει ανοιχτά την προσάρτηση του στην Ιταλία, αποδεχόμενος και τους γάμους του λατρεμένου του Τανκρέντι με την όμορφη κόρη ενός πλούσιου και άξεστου δήμαρχου γιατί «για να μην αλλάξει τίποτα, πρέπει όλα να αλλάξουν». Ετσι μετά από μια αντιφατική σχεδόν κυνική προσπάθεια να συμβιβαστεί με τους νέους καιρούς, αποτραβιέται σιωπηλά, αφήνοντας το δρόμο στους νεότερους.

Μνήμη και ρεαλισμός. Η πρώτη, εκφράζεται με θύμησες και αφηγήσεις σε χρόνο παρελθόντα, ο δεύτερος, σε χρόνο παρόντα μέσα από την έκθεση και την είδηση. Οι παράλληλες διαδρομές της ηχούς και της λέξης, της νοσταλγίας και της μαρτυρίας, έχουν στο σινεμά του Βισκόντι την τάση να διασταυρώνονται συστηματικά. Στις επιτηδευμένες του εικόνες λιώνουν μαζί περισσότερες τέχνες και γλώσσες, ιστορίες και θέματα από διάφορες εποχές και συμφραζόμενα τα οποία, κάθε φορά, βρίσκουν μια ειδική χρονικότητα στο συνεχή κινηματογραφικό ενεστώτα .

Παίζουν: Μπαρτ Λανκάστερ, Κλάουντια Καρντινάλε, Αλέν Ντελόν, Σερζ Ρετζιανί, Μάσιμο Τζιρότι, κ.ά.

Παραγωγή: Ιταλία, Γαλλία (1963).

ΛΟΥΚΙΝΟ ΒΙΣΚΟΝΤΙ
Σένσο

Θεμελιώδες έργο της ιταλικής κινηματογραφίας όλων των εποχών και μέγα ιστορικό ντοκουμέντο. Ανεπανάληπτη σύνθεση αριστοκρατικής κομψότητας και θλιβερής παρακμής. Μένει στη μνήμη σαν μια από τις ωραιότερες αναπαραστάσεις της Αναγέννησης (Risorgimento), της πιο πλούσιας εποχής σε πατριωτικά και επαναστατικά σύμβολα κι εκφράζει ολοζώντανα το πνεύμα της. Οπως το '42 με το «ΔΙΑΒΟΛΙΚΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ» το '48 με το «Η ΓΗ ΤΡΕΜΕΙ» έτσι το '54 ο Βισκόντι κάνει το «ΣΕΝΣΟ», ένα επαναστατικό φιλμ και με αυτό το φιλμ ο Βισκόντι χαλαρώνει τους δεσμούς του με το νεορεαλισμό, περνά στο χρώμα και ρίχνει το βλέμμα του στην αστική τάξη... Το «ΣΕΝΣΟ» έχει και φιλοδοξίες μεγάλου σοσιαλιστικού φρέσκου, εδώ η εσωτερική διάσταση του αριστοκράτη - σοσιαλιστή Βισκόντι γίνεται εντονότερη. Ξεκινά από την ποίηση, το εκλεπτυσμένο θέατρο και μια «υψηλή» ιστορία έρωτα και σταδιακά πέφτει στο χώρο μιας λαϊκής πραγματικότητας, χοντροκομμένης αλλά καθόλου υποκριτικής και τίθεται επικεφαλής ενός εθνικοαπελευθερωτικού πολέμου που είναι κυρίως ταξικός πόλεμος...

Η ταινία πηγάζει από την ομώνυμη νουβέλα του 1883, του Καμίλο Μπόιτο - αρχιτέκτονα στο επάγγελμα. Με φόντο τον εθνικοαπελευθερωτικό, ιταλο-αυστριακό πόλεμο του 1866 μια Βενετσιάνα κοντέσα προδίδει, για τον έρωτα ενός δειλού νεαρού Αυστριακού υπολοχαγού, την υπόθεση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Το 1866 κι ενώ η περιοχή του Βένετο βρίσκεται υπό το ζυγό των Αυστριακών, το περίφημο λυρικό βενετσιάνικο θέατρο Φενίτσε φιλοξενεί παράσταση του Trovatore του Βέρντι. Βροχή προκηρύξεις πέφτουν, το θέαμα διακόπτεται, συλλήψεις γίνονται και ο πατριώτης μαρκήσιος Ουσόνι προκαλεί σε μονομαχία τον αυστριακό υπολοχαγό Φραντς Μάλερ. Η κοντέσα Λίβια Σερπιέρι, ξαδέλφη του Ουσόνι που στηρίζει τον πατριωτικό αγώνα, στην προσπάθειά της να σώσει τον ξάδελφό της συναντά τον Αυστριακό υπολοχαγό, τον οποίο και ερωτεύεται απελπισμένα, φθάνοντας μέχρι την προδοσία της κοινής πατριωτικής υπόθεσης.

Ακρογωνιαίος λίθος του παγκόσμιου σινεμά η ταινία, δουλεμένο στις τελευταίες λεπτομέρειες, οι διάλογοι σε συνεργασία με τον Τενεσί Γουίλιαμς, η σκηνογραφία και η μουσική (Βέρντι, Μπρούκνερ) να υπογραμμίζουν την ρυπαρότητα αυτού του έρωτα, τον ξεπεσμό μιας κοινωνίας και το τέλος ενός βασιλείου. Από ιστορία έρωτα το εξαιρετικής απεικονιστικής ομορφιάς «ΣΕΝΣΟ» μετατρέπεται σε ιστορικό ντοκουμέντο, που παντρεύει την Ιστορία, τον πατριωτισμό και το ρομαντισμό. Με κριτική ματιά πάνω στα γεγονότα και ξεκάθαρο ορθολογισμό κάθε χαρακτήρας σε αυτό το μελόδραμα λαγνείας και θανάτου φέρει χροιά κοινωνική και ιστορική. Θαυμαστή η χρωματική και σκηνογραφική συνοχή της ταινίας (βοηθοί σκηνοθεσίας οι νεαροί τότε Φραντσέσκο Ρόζι και Φράνκο Τζεφιρέλι) αναπτύσσεται με την αμείλικτη αναγκαιότητα μιας ρομαντικής τραγωδίας που στον επίλογο αποκηρύσσει ανελέητα το ρομαντισμό της. Την Λίβια Σερπιέρι ερμηνεύει η Αλίντα Βάλι. Ο Βισκόντι εξαρχής επέλεξε την Βάλι όχι απλά για την ομορφιά και το ταλέντο της, αλλά σε μεγάλο βαθμό, για το «φιζίκ του ρόλου» ιδιότητα εγγενή με τις αριστοκρατικές καταβολές της Βάλι (το πραγματικό της όνομα ήταν Αλίντα Μαρία Λάουρα Αλτενμπούργκερ βαρόνη φον Μάρκενσταϊν και Φράουενμπεργκ). Για το ρόλο του νεαρού Αυστριακού υπολοχαγού ο Βισκόντι ήθελε τον Μάρλον Μπράντο. Αυτός δεν ήταν διαθέσιμος κι έτσι επελέγη ο Φάρλεϊ Γκρέιντζερ από την Καλιφόρνια, γνωστός στην πατρίδα του αλλά άγνωστος στον υπόλοιπο κόσμο.

Η φιλμική Λίβια διαφέρει από τη λογοτεχνική. Αυτή του Μπόιτο είναι ψυχρή, παγερή ακόμα και στην εκδίκησή της. Γι' αυτό ο συγγραφέας τη βάφτισε Λίβια σαν τις σκληρές Ρωμαίες πατρίκιες. Η Λίβια του Βισκόντι θυμίζει μάλλον την Μαντάμ Μποβαρί του Φλομπέρ με το τυφλό της πάθος. Αλλοτε είναι παράλογη, άλλοτε παιδαριώδης. Συχνά θέλει να μη βλέπει και να μην ακούει, για να μην παραδοθεί στο προφανές και με την κρίση του μυαλού επιστρέψει στην γκρίζα, βολική βέβαια, συζυγική ζωή της. Το πραγματικό αποκορύφωμα στην επικείμενη τραγωδία της κοντέσας Σερπιέρι συνοψίζεται σε κείνο το «Ναι Φραντς, μείνε!»... Απελπισμένα ερωτευμένη, εγκλωβισμένη στη νεανική ζωτικότητα και την υποκρισία του γοητευτικού Αυστριακού αξιωματικού που με κυνικό οπορτουνισμό καταπατά τους στίχους του Χάινε, η Λίβια αναλώνεται - σε μια Βενετία τραγική που πεθαίνει - στην ύστατη ελπίδα μιας πραγματικής ζωής, ενός πάθους, πέρα από τις υποκριτικές συμβάσεις και τις κοινωνικές μάσκες.

Παίζουν: Αλίντα Βάλι, Μάσιμο Τζιρότι, Φάρλεϊ Γκρέιντζερ κ.ά.

Παραγωγή: Ιταλία (1954).



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ