ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 20 Ιούνη 2013
Σελ. /32
Καταγγελτικά τραγούδια από το δεύτερο όροφο...

Η πρωτιά και αυτό το καλοκαίρι ανήκει αυτοδικαίως στις επανεκδόσεις. Κύριες, μόνιμες και ανεξάντλητες πηγές άντλησης πραγματικής κινηματογραφικής τέχνης και όχι εμπορεύσιμων οπτικοακουστικών προϊόντων που κατακλύζουν τις αίθουσες, η NEWSTAR, η οποία φροντίζει να εμπλουτίζει τις γνώσεις μας μέσα από ακριβοθώρητα και «ξεχασμένα» αλλά αξιόλογα επιτεύγματα του πραγματικού σινεμά, καθώς και το ΤΑΙΝΙΟΡΑΜΑ 2013 του «Αστυ» που μέχρι τις 9 Ιουλίου θα συνεχίσει να μας βομβαρδίζει ευχάριστα με καθημερινές θεματικές ενότητες και προβολές στις 18.00, στις 20.00 και τις 22.00 τριών φιλμ τη μέρα με ένα εισιτήριο... Αύριο Παρασκευή 21/6, στο «Αστυ», πραγματοποιείται αφιέρωμα στον Σουηδό σκηνοθέτη Ρόι Αντερσον. Σας προτείνουμε ανεπιφύλακτα την ταινία του «ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΟΡΟΦΟ» (2000), μια εικόνα από το μέλλον, αν δεν φροντίσουμε να αλλάξουμε το παρόν...

Το ενδιαφέρον του κοινού για τη φιγούρα του Σούπερμαν, κρατιέται άσβεστο για 75 χρόνια παρά τη μεταβαλλόμενη τύχη των μέσων ενημέρωσης που τον μεταφέρουν. Κόμικς πέφτουν σε δυσμένεια, τηλεοπτικές σειρές και ταινίες έρχονται και παρέρχονται, ωστόσο τα μπλουζάκια με το σήμα του Superman εξακολουθούν να πωλούνται και να αγοράζονται. Γιατί, σε αντίθεση με τις φουρνιές των «σούπερ ηρώων» η ειδοποιός ποιοτική διαφορά του Σούπερμαν συνίσταται στην ακλόνητη και ουσιαστική του ιδιότητα που παραπέμπει σε χαρακτηριστικά θεότητας. Πρεμιέρα σήμερα για το θεαματικό αμερικανο-καναδικό blockbuster «ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΠΟ ΑΤΣΑΛΙ» (2013), την τελευταία στη σειρά Superman πολυδιαφημιζόμενη 3D παραγωγή κόστους 175 εκατομμυρίων δολαρίων, που υπόσχεται στους καταναλωτές του είδους μια «πιο» σκοτεινή εκδοχή με «πιο» σοβαρό ύφος και «πιο» προηγμένα ειδικά εφέ. Τα παραπάνω υπογράφει η παραγωγή του Κρίστοφερ Νόλαν («ΒΑΤΜΑΝ»), η σκηνοθεσία του Ζακ Σνάιντερ («300») και η συμβολή του Εγγλέζου ανερχόμενου ηθοποιού Χένρι Καβίλ, στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Κλαρκ Κεντ. Η ταινία του Σνάιντερ επιστρέφει στις ρίζες της ιστορίας του Σούπερμαν κι επικεντρώνεται στο μικρό αγόρι που ανακαλύπτει μεν ότι διαθέτει υπερφυσικές δυνάμεις αλλά ότι δεν κατάγεται από τον πλανήτη Γη. Η ταινία ξεδιπλώνει την προσπάθεια του Κλαρκ να βρει την απάντηση στο γιατί «στάλθηκε» στη Γη, και τον προορισμό της αποστολής του, να σώσει τον κόσμο από τον αφανισμό και να αποτελέσει το σύμβολο της ελπίδας για την ανθρωπότητα...

Από σήμερα επανεμφανίζεται στις οθόνες σε 3D εκδοχή το περιπετειώδες παραμύθι με δεινόσαυρους και καταστροφές του Στίβεν Σπίλμπεργκ «JURASSIK PARK» (1993), ταινία βασισμένη στην ομώνυμη νουβέλα του Μάικλ Κρίκτον και επίσης ταινία ορόσημο στην ιστορία της δημιουργίας μέσω υπολογιστών, μεστών, τρισδιάστατων δεινόσαυρων που μοιάζουν περισσότερο με αληθινά όντα παρά με κινηματογραφικά τέρατα...

Πρεμιέρα και για την οικογενειακή ταινία κινουμένων σχεδίων «ΜΠΑΜΠΟΥΛΕΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ» για δυο αταίριαστα τέρατα που γίνονται «κολλητοί», μια αμερικάνικη παραγωγή του 2013 σε σκηνοθεσία Νταν Σκάλνον...


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ

ΚΑΡΕΛ ΣΤΕΚΛΙ
Ο καλός στρατιώτης Σβέικ

Η Τσεχοσλοβακία υπήρξε η δεύτερη χώρα μετά τη Σοβιετική Ενωση που εθνικοποίησε εξ ολοκλήρου, στα τέλη της δεκαετίας του '40, την κινηματογραφική της βιομηχανία, θεσμοθέτησε ένα νέο σύστημα παραγωγής που βασιζόταν σε τρεις κύριους συντελεστές. Στα ειδικά εφοδιασμένα στούντιο για την παραγωγή ταινιών μαριονετών και κινούμενων σχεδίων, στην οργάνωση ομάδων για συλλογική παραγωγή ταινιών «λάιβ άκτιον» και στην ίδρυση κρατικής σχολής κινηματογράφου και τηλεόρασης - μετά το '60 - ως τμήμα της Ακαδημίας Δραματικής τέχνης (FAMU). Την ίδια εποχή οργανώθηκε στην Μπρατισλάβα και ένα ξεχωριστό σύστημα παραγωγής με δικές του εγκαταστάσεις στούντιο για ταινίες ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας.

Ο συγγραφέας της σατιρικής νουβέλας «Ο Καλός Στρατιώτης Σβέικ», Γιάροσλαβ Χάσεκ, γεννήθηκε στην Πράγα σε μια «ένδοξη» εποχή, όταν η πόλη ήταν κέντρο λογοτεχνίας, με ηχηρά ονόματα όπως του Κάφκα και του Μπροντ. Ο Χάσεκ έμεινε στην ιστορία ως ο συγγραφέας ενός από τα σημαντικότερα λογοτεχνήματα όλων των εποχών, παρόλο που δεν πρόλαβε να το ολοκληρώσει γιατί πέθανε νωρίτερα, σε ηλικία μόλις σαράντα ετών.

«Η Τύχη του Καλού Στρατιώτη Σβέικ κατά τη Διάρκεια του Παγκοσμίου Πολέμου», όπως είναι και ο πρωτότυπος τίτλος του λογοτεχνήματος, συνιστά από τα πιο καυστικά κείμενα που με μαεστρία και δηκτική αντιπολεμική διάθεση και κριτική σατιρίζει την αυστροουγγρική πολιτική και τα αίτια και τα γεγονότα του Α' Παγκόσμιου Πολέμου.

Η - αρχικά τρίωρη - διασκευή του 1956 σε σκηνοθεσία Κάρελ Στέκλι κατά βάση πιστή στο γράμμα και το πνεύμα του, συχνά διασκευασμένου, τσέχικου λογοτεχνικού κοσμήματος, θα μπορούσε να διαθέτει και πολύ περισσότερη χυδαιότητα και πολύ περισσότερη σατιρική οξύτητα και κάποια από τα πιο αστεία κομμάτια του βιβλίου που δεν υπάρχουν στο φιλμ. Βέβαια η ταινία, μέσα από το βλέμμα του σκηνοθέτη, παραμένει πάντα απολαυστικά κοντά στο πρωτότυπο, αναπαράγοντας μέσα από την απαράμιλλη εικονογράφηση του Σβέικ, μια αξιοπρεπή εκδοχή της θορυβώδους αντιπολεμικής παρωδίας του συγγραφέα, προϊδεάζοντας ταυτόχρονα για τη μορφή και το πνεύμα της καυστικής σάτιρας που θα υιοθετηθεί από το τσέχικο Νέο Κύμα κατά τη δεκαετία του '60, με έντονα τα χαρακτηριστικά της μαύρης κωμωδίας.

Πράγα 1914. Ο απλοϊκός Γιόζεφ Σβέικ που κλέβει και πουλάει σκύλους κατατάσσεται με την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, μετά τη δολοφονία του αρχιδούκα Φερδινάνδου στο Σαράγιεβο, στον αυστροουγγρικό στρατό και μπαίνει σε περιπέτειες πρώτα στα μετόπισθεν και έπειτα, κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης ανάβασης για να συναντήσει τη μονάδα του, στην πρώτη γραμμή του μετώπου.

Τον Σβέικ υποδύεται ο Ρούντολφ Χρουζίνσκι, ο πιο αγαπητός ίσως Τσέχος ηθοποιός της γενιάς του, που με το πρόσωπό του ίδιο φεγγάρι ολόγιομο και τα γοητευτικά του μάτια λες και γεννήθηκε για να παίξει αυτό το εγγενούς ηλιθιότητας, άκρατου αυθορμητισμού και παρορμητισμού, «ζυμαρένιο» αγόρι του Χάσεκ στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Με τα ενθουσιώδη αυλάκια που σχηματίζονται στο μέτωπό του ο «αντιήρωας» Σβέικ του Στέκλι θυμίζει περισσότερο βραδυκίνητο επιζώντα και λιγότερο τον πονηρό ηλίθιο του Χάσεκ.

Η ταινία θεωρείται από τις καλύτερες προσαρμογές του έργου του Χάσεκ στο σινεμά. Μέσα από την κωμωδία, τη σάτιρα και τον (αυτο)σαρκασμό, τα χτυπήματα στους μιλιταριστές εξουσιαστές, στρατιωτικούς και πολιτικούς, είναι διαρκή και ηχηρά. Ο Στέκλι, βασίζεται σε αξιόλογους ηθοποιούς της χώρας και γράφει με σπιρτάδα τις περιπέτειες του απλοϊκού Σβέικ, επισημαίνοντας την ηλιθιότητα της κυβέρνησης και τον παραλογισμό του πολέμου. Μια ταινία αξιόλογη, που έστω και ενημερωτικά, πρέπει να δείτε.

Παίζουν: Ρούντολφ Χρουζίνσκι, Εύα Σβομπόντοβα, Γιόζεφ Χιμόναζ κ.ά.

Παραγωγή: Τσεχοσλοβακία (1956).

ΤΖΑΣΤΙΝ ΖΑΚΧΑΜ
Ο γάμος της χρονιάς

Από τη θλιβερή αυτή αμερικανική κωμωδία που διακατέχεται από παντελή απουσία έμπνευσης, δεν έχει κανείς να περιμένει απολύτως τίποτα! Η πληθώρα των ηχηρών, εμπορικών χολιγουντιανών ονομάτων στους χαρακτήρες / καρικατούρες της στερεοτυπικά επίπεδης ιστορίας, ισοπεδώνεται στο συγκεκριμένο, ανιαρά αδιάφορο ριμέικ μιας γαλλοελβετικής κωμωδίας σε σκηνοθεσία του Ζαν - Στεφάν Μπρον με τίτλο «Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΜΟΥ ΠΑΝΤΡΕΥΕΤΑΙ» (2007).

Στη βάση μιας μπουλβάρ ιδέας, δομείται μια συμβατική και δυσκίνητη κωμικότητα που συντίθεται από τετριμμένα γκαγκς που όχι γέλιο δεν προκαλούν αλλά ούτε μειδίαμα, από σωρεία εκχυδαϊσμένων στιγμών εκπτωτικού βαριετέ, ως αποσπασματικά δάνεια από κάποια παρελθοντική χρυσή εποχή και βεβιασμένες καταστάσεις που καταλήγουν κουραστικά...

Ενα -από χρόνια χωρισμένο αλλ' όχι διαζευγμένο- ζευγάρι ελευθεριαζόντων μεσήλικων μεσοαστών, για να ξεγελάσει τη θρησκευόμενη Κολομβιανή βιολογική μητέρα του Αλεχάντρο, του θετού γιου του ζευγαριού που σήμερα παντρεύεται, προσποιείται ότι εξακολουθεί να είναι ζευγάρι, ερωτευμένο όπως την πρώτη μέρα. Βέβαια, κάπου μεταξύ υποκρισίας, παλιάς μνησικακίας και μυστικών, η κατάσταση θα εκτροχιαστεί, θα γεννήσει παρεξηγήσεις αιματηρές και απολαυστικές με αποτέλεσμα ο γάμος αυτός να αφήνει στο στόμα μια άσχημη γεύση ξεθυμασμένης σαμπάνιας που ούτε οι αφρώδεις Σούζαν Σάραντον και Νταϊάν Κίτον είναι σε θέση να ξεπλύνουν...

Παίζουν: Αμάντα Σέιφριντ, Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Νταϊάν Κίτον, Σούζαν Σαράντον, Ρόμπιν Γουίλιαμς, Κάθριν Χέιγκλ, κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2013).

ΡΟΪ ΑΝΤΕΡΣΟΝ
Τραγούδια από το δεύτερο όροφο

Υπάρχουν σκηνοθέτες που ξεπετάνε τη μια ταινία μετά την άλλη. Υπάρχουν κι άλλοι που φτιάχνουν έργο μόνο όταν έχουν κάτι σημαντικό να πουν. Δεν είναι της ώρας να σταθούμε εδώ στη σχέση ποσότητας/ποιότητας, επιβάλλεται όμως να αναφέρουμε ότι ο Σουηδός Ρόι Αντερσον ανήκει σαφώς στη δεύτερη ομάδα και άξια την εκπροσωπεί. Από τη δεύτερη ταινία του «GILIAP» (1975) ως την τρίτη «ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΟΡΟΦΟ» πέρασαν 25 ολόκληρα χρόνια. Η σημαντικότατη πολιτική ταινία του Αντερσον, που περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα ΤΑΙΝΙΟΡΑΜΑ 2013 του «Αστυ», είναι μια καυστική κοινωνική μαρτυρία / κριτική, αυτό είναι κάτι παραπάνω από προφανές. Ο σκηνοθέτης περιγράφει μια κατάσταση. Δεν αναφέρεται βέβαια διόλου στο γιατί στράβωσαν τα πράγματα και πήραν το δρόμο που πήραν... Η θέση του Αντερσον σμιλεύεται μέσα από την αντίθεση της εικόνας και συνοψίζεται στο απροσδιόριστο μήνυμα της αντίστασης. Αυτός θεωρούμε ότι είναι και ο κύριος λόγος που κάνει τον σκηνοθέτη να επιλέγει το μορφικό και στιλιστικό στιλιζάρισμα.

Η βραβευμένη στις Κάννες ταινία του Αντερσον «ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΟΡΟΦΟ» - από τα γκρίζα σαν στάχτη διαμερίσματα που ζει ο λαός, από τις λαϊκές κατοικίες-καρικατούρες του αποτυχημένου από τα «περιβαλλοντικά» προγράμματα φουνξιοναλισμού, που ύψωσαν θλιβερά γκέτο για να στοιβάξουν (πανάκριβα) την εργατική τάξη (Σουηδούς και μετανάστες) - κυκλοφόρησε μια δεκαετία μετά την αποφράδα για το σουηδικό λαό χρονολογία του 1990. Μετά την ανατροπή του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, δεν υπήρχε πια ανάγκη η Σουηδία να κρατά προσχήματα κοινωνικού κράτους στη «βιτρίνα» του καπιταλισμού στο Βορρά. Ετσι, σε μια νύχτα - αφού βέβαια προηγουμένως η σοσιαλδημοκρατία είχε εξασφαλίσει στο καπιταλιστικό σύστημα ένα ευνουχισμένο εργατικό κίνημα με πλήρη «κοινωνική συναίνεση» από πλευράς των μαζικών και ξεπουλημένων συνδικάτων, την πλήρη υποταγή του λαού μέσα από ένα εκπαιδευτικό σύστημα προσανατολισμένο στην παραγωγή και αναπαραγωγή κλωνοποιημένων κοινωνικών συνειδήσεων και συμπεριφορών, έγινε δυνατό, αναίμακτα, εν μια νυκτί, να πιαστούν οι εργαζόμενοι στον ύπνο και να έρθουν τα πάνω κάτω. Διαρθρωτικές αλλαγές για την κερδοφορία των μεγάλων ομίλων και επιχειρήσεων, πλήγμα τρομερό σε κοινωνική πρόνοια και ασφαλιστικό σύστημα, ιδιωτικοποιήσεις και ξεπούλημα νοσοκομείων, ενέργειας, συγκοινωνιών κ.λπ. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά ότι οι ΔΟΥ όλης της χώρας διαλύθηκαν, απολύθηκαν όλοι οι υπάλληλοι και επαναπροσλήφθηκαν λιγότεροι από τους μισούς με πολύ χαμηλότερους μισθούς και αυξημένη κατά πολύ εργασία. Αυτοί ήταν οι όροι ώστε η σμπαραλιασμένη πια Σουηδία να ενταχθεί με «όραμα» στη μεγάλη οικογένεια της «Ευρωπαϊκής Ενωσης» την 1η Γενάρη του 1995. Ακριβώς το '95 ξεκίνησαν τα γυρίσματα αυτής της ταινίας.

Βράδυ, κάπου στο βόρειο ημισφαίριο της Γης, λαμβάνει χώρα σειρά παράξενων και «μη λογικών» συμβάντων: Ενας δημόσιος υπάλληλος απολύεται με ατιμωτικά υποτιμητικό τρόπο, ένας ξαφνιασμένος μετανάστης δέχεται βίαιη επίθεση σε πολυσύχναστο δρόμο κι ένας ταχυδακτυλουργός αποτυγχάνει στο «ταχυδακτυλουργικό» του νούμερο... Μέσα στο μακελειό ξεχωρίζει ο Καρλ - η πρωταγωνιστική φιγούρα - καλυμμένος από τη στάχτη του δικού του καταστήματος επίπλων, που τη φωτιά την έβαλε ο ίδιος για να πάρει τα λεφτά της ασφάλειας.

Οι ανθρώπινες αυτές φιγούρες ζουν σε έναν κόσμο κυνικό, αποσύνθεσης και ερειπίων, σε μια κοινωνία χωρίς μέλλον... Η ταινία είναι συμπαγής κριτική της σουηδικής κοινωνίας και του δρόμου ανάπτυξής της. Δεν υπάρχει ελπίδα βελτίωσης, κανένα φως από πουθενά, λέει ο Αντερσον, υπογραμμίζοντας βήμα το βήμα ότι ζούμε στο χειρότερο των κόσμων... Μόνο που ο ίδιος δεν δύναται να δώσει συμβουλές για το πώς θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένας άλλος κόσμος, καλύτερος. Απόλυτα φυσιολογικό, γιατί ο έντιμος (σοσιαλδημοκράτης) Αντερσον είναι προϊόν της κοινωνίας που κατηγορεί, όπερ σημαίνει ότι καταπίνει σε όλη του τη ζωή αμάσητα όλα τα ιδεολογήματα, τα αφηγήματα και τον αντικομμουνισμό που σερβίρει «συμπαγώς» και με «επιστημονικές» μεθόδους...

Το φιλμ είναι δομημένο με μη παραδοσιακό τρόπο. Χωρίς σενάριο με συγκεκριμένη αρχή, κορύφωση και τέλος. Κανένας χαρακτήρας δεν ανήκει εμφανώς στις τάξεις των «συμπαθητικών» ή «αντιπαθητικών». Αντίθετα, γινόμαστε κοινωνοί της «μοίρας» διαφόρων, «διαφορετικών» ανθρώπων, που υποστηρίζονται - σε μεγάλο μέρος - από μη επαγγελματίες ηθοποιούς. Σε κάθε σχεδόν σκηνή υπάρχει κάτι, ένα πρόσωπο, μια κίνηση, μια διαπίστωση που κάνει το γέλιο που ανεβαίνει στο στέρνο να κόβεται απότομα πριν βγει... Η κάθε σκηνή από μόνη της δεν ακολουθεί κάποια ξεκάθαρη λογική, υπάρχει όμως ένα ξεκάθαρο μοντέλο σύμφωνα με το οποίο οι σκηνές μοιάζουν σχεδιασμένες στην απόλυτη λεπτομέρειά τους, έτσι ώστε το προσκήνιο αφενός και το φόντο αφετέρου να ζει καθένα τη δική του ζωή που κάπου αυτές συμπίπτουν. Η έννοια της μαύρης κωμωδίας δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερη έκφραση.

Η μη ρεαλιστική, με τη στενή έννοια, μορφή της ταινίας, της υπερφορτωμένης με ξεκάθαρους συμβολισμούς και παράλογο, υποτιμημένο χιούμορ, δεν μπορεί να μείνει ασχολίαστη. Ο Αντερσον κινηματογραφεί το φανταστικό του καλλιτέχνημα με ακίνητη κάμερα - σε 46 σκηνές, που οργιάζουν στην πλήξη ή ξυπνούν καθαρή απέχθεια, εκτός μιας. Πολύ λίγα κλιπ χρησιμοποιεί, λέγεται 70. Η κάμερα ακίνητη, κοιτάζει τη μιζέρια στα μάτια. Αυτό εκτελείται με μεγάλη συνέπεια και εν τέλει αποδεικνύεται μέθοδος αποτελεσματική. Γιατί συνιστά πολύ ασυνήθιστη κίνηση στο σινεμά που «φυλακίζει» την προσοχή του θεατή... (αν ο θεατής εντυπωσιάζεται, είναι άλλο ζήτημα...) Ισως, η συγκεκριμένη τεχνική υποχρεώνει τον θεατή να συγκεντρωθεί απόλυτα σ' αυτό που συμβαίνει στη σκηνή χωρίς να αποσπάται η προσοχή του από κινήσεις της κάμερας, από διαφορετικές προοπτικές και «περίεργες» λήψεις. Η «ακίνητη» σκηνική προοπτική «σβήνει» τα όρια ανάμεσα στο φιλμ και την πραγματικότητα. Η ταινία μορφώνει σχεδόν ένα δικό της είδος.

Πλειστάκις κατά τη ροή της προβολής, έχει κανείς την αίσθηση ότι βρίσκεται εκεί ως παθητικός παρατηρητής ικανοποιημένος - ίσως πιθανόν συγκλονισμένος απ' αυτό που βλέπει. Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στη μυθοπλασία και την πραγματικότητα είναι ότι η πρώτη αποδέχεται παθητικούς θεατές, η δεύτερη όμως όχι. Εδώ θεωρώ ότι βρίσκεται η απάντηση στο επαναλαμβανόμενο ερώτημα του Αντερσον για το τι, οι Σουηδοί συμπατριώτες του πρωτίστως - δεδομένου ότι η ταινία εμφορείται από εθνικές ιδιομορφίες - θα μπορούσαν να κάνουν: Να αντι-δράσουν!!!

Πρόκειται, όπως είπαμε, για μαύρη, καυστική κωμωδία για την κατάντια της καθημερινότητας, για μια ταινία στον αντίποδα της ταινίας που σε κάνει να νιώθεις καλά και λέει κάτι πολύ σοβαρό για τα συρρικνωμένα ανθρώπινα ιδανικά των πολλών, ανίσχυρων, παραδομένων στην τύχη τους ανθρώπων, στον κανιβαλισμό της αγοράς. Ο Αντερσον φροντίζει να σε τυλίξει σε μια έρπουσα αίσθηση τρόμου για το πού πάμε, ενώ διατηρεί προτεταμένο το δείκτη και προειδοποιεί: Αυτό πρέπει να το σταματήσουμε, δεν πρέπει να αφήσουμε τα πράγματα να καταλήξουν έτσι. Παράλληλα προσφέρει και γέλιο ταμπού, όταν ο 100χρονος ζάπλουτος στρατηγός στον οίκο ευγηρίας, μέσα από την ομίχλη της άνοιας, στέλνει χιτλερικό χαιρετισμό στον Γκέρινγκ, για να μην προσπερνάμε την ιστορική σύμπραξη της αστικής τάξης με τον Χίτλερ αλλά και τα σημερινά νεοναζιστικά παρακλάδια...

Το φιλμ του Αντερσον, που κουβαλά μέσα του φόρτιση 25 ετών και κορυφώνεται με τη γενική μετωπική επίθεση του κεφαλαίου στον κόσμο της εργασίας, αγγίζει και ταρακουνά για τα καλά. Μπορεί να είναι ψυχρό, να μη διαθέτει ευθέως καμιά παραγωγή θερμότητας, καμιά ρόδινη γοητεία ούτε καν στην επιφάνεια. Είναι προβοκατόρικο, βαρύ και καταθλιπτικό, άχαρο, προκαλεί σχεδόν φυσικό πόνο και άγχος, αλλά ταυτόχρονα είναι τόσο κομψά και ευφυώς σκηνοθετημένο που σε αφήνει άναυδο και ζαλισμένο. Είναι μια βαθιά πρωτότυπη ταινία όπου η έκφραση «μοναδική στο είδος της» βρίσκει εδώ πλήρες νόημα.

Παίζουν: Λαρς Νορντ, Στέφαν Λάρσον, Μπενγκτ Κάρλσον, κ.ά.

Παραγωγή: Σουηδία, Δανία, Νορβηγία (2000).



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ