Το ΚΚΕ και οι ταξικές συνδικαλιστικές δυνάμεις, άσκησαν εμπεριστατωμένη κριτική στις πλειοψηφίες αυτών των Ομοσπονδιών και τα κόμματα που τις στηρίζουν. Τόσο για την προσπάθειά τους να εκφυλίσουν κάθε συλλογική διαδικασία στο κίνημα (οι αποφάσεις για «συντονισμό» πάρθηκαν διά περιφοράς ανάμεσα σε ορισμένα μέλη των ΔΣ των Ομοσπονδιών, εν αγνοία των ίδιων των εργαζομένων, ακόμα και των συνδικαλιστών άλλων παρατάξεων), όσο και για το περιεχόμενο αυτού του «συντονισμού».
Πέρα από την «Αυτόνομη Παρέμβαση», την παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ, που ανακάλυψε ξαφνικά την ανάγκη να πολιτικοποιηθεί η πάλη των εργαζόμενων και να ξεπεραστεί η αδράνεια της πλειοψηφίας σε ΓΣΕΕ - ΑΔΕΔΥ, το αυτοαποκαλούμενο «συντονιστικό» έσπευσε να υπερασπιστεί και η «Αυγή». Η εφημερίδα του ΣΥΡΙΖΑ κατηγόρησε το ΠΑΜΕ ότι δε θέλει οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων να πάρουν πολιτικά χαρακτηριστικά «πλήρους ανατροπής της μνημονιακής πολιτικής» και «ανατροπής της κυβέρνησης των συνεταίρων του δικομματισμού».
Οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να προσπεράσουν απροβλημάτιστα την προσπάθεια που κάνουν αυτές οι δυνάμεις να δηλητηριάσουν το κίνημα με ένα νέου τύπου κυβερνητικό συνδικαλισμό, προσαρμοσμένο στις βλέψεις του ΣΥΡΙΖΑ και όμορων σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων να αναρριχηθούν στην κυβέρνηση. Και, ταυτόχρονα, να χτυπήσουν το ΠΑΜΕ, που εδώ και 14 χρόνια έχει καταξιωθεί με το σπαθί του στη συνείδηση χιλιάδων εργαζόμενων σαν ο ταξικός πόλος συσπείρωσης στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα.
Αυτές οι πλειοψηφίες, αξιοποιήθηκαν εν γνώσει τους από τα κόμματα που τους ανέδειξαν για να χειραγωγήσουν το κίνημα και να το αφοπλίσουν. Τώρα, μιλούν για «πολιτική πάλη ανατροπής της κυβέρνησης», όχι επειδή ανακάλυψαν έστω και όψιμα την ταξική υπέρ του κεφαλαίου πολιτική, αλλά επειδή ισχυρίζονται, ότι μέχρι και πριν τα μνημόνια, τα κόμματα που σήμερα κυβερνούν (ιδιαίτερα το ΠΑΣΟΚ, απ' όπου προέρχονται οι περισσότεροι), είχαν φιλολαϊκή πολιτική ή έστω η πολιτική τους δεν ήταν τόσο αντιλαϊκή. Γι' αυτό τη στήριζαν με νύχια και δόντια, σαν συνδικαλιστές στους κλάδους τους και μέσα από τη ΓΣΕΕ.
Να λοιπόν η πρώτη μεγάλη παγίδα που πάνε να στήσουν στους εργαζόμενους. Τους λένε πως τα μέτρα που σήμερα τους συντρίβουν, είναι αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης διαχείρισης, την οποία ονομάζουν «μνημονιακή» και στην οποία προσχώρησαν τα τελευταία χρόνια κόμματα όπως το ΠΑΣΟΚ. Αρα, με μια άλλη διαχείριση, «αντιμνημονιακή», όπως αυτή που προτείνει για παράδειγμα ο ΣΥΡΙΖΑ, ο λαός μπορεί να ανακουφιστεί και να δει άσπρη μέρα, ακόμα και να επιστρέψει η ζωή του στα προ κρίσης επίπεδα.
Με άλλα λόγια, πολιτικοποίηση της πάλης είναι για τους συνδικαλιστές του ΣΥΡΙΖΑ, τους πρώην του ΠΑΣΟΚ και διάφορους άλλους «αντικαπιταλιστές» στα λόγια, να σέρνονται οι εργαζόμενοι πίσω από το ένα ή το άλλο κόμμα που υπόσχεται «καλύτερες μέρες» με άλλο μείγμα διαχείρισης, όπως τους έσερναν στο παρελθόν εναλλάξ το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ.
Το να δρα ένα κόμμα με τη στρατηγική του στο κίνημα και να παλεύει αυτή να επικρατήσει, δεν είναι βέβαια αθέμιτο. Αθέμιτο και πολιτικά ανέντιμο είναι να κρύβει ένα κόμμα από τους εργαζόμενους και το λαό τη στρατηγική που πραγματικά υπηρετεί. Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, αυτή η στρατηγική ταυτίζεται με την ανάδειξή του σε κυβέρνηση, για να εφαρμόσει ένα άλλο μείγμα διαχείρισης, στα πλαίσια του καπιταλισμού και των ιμπεριαλιστικών ενώσεων που συμμετέχει η Ελλάδα, όπως είναι η ΕΕ.
Κρύβουν δηλαδή από το λαό ότι όταν του λένε να πολιτικοποιήσει την πάλη του, του ζητάνε στην ουσία να στηρίξει ενεργά την προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να γίνει κυβέρνηση, καλλιεργώντας αυταπάτες ότι για να βελτιωθεί η ζωή του αρκεί μια κυβερνητική μεταβολή, χωρίς να πειραχτούν τα μονοπώλια και η κυριαρχία τους στην οικονομία. Γι' αυτό χωρίζουν τους εργάτες σε «δεξιούς» και «αριστερούς», σε «μνημονιακούς» και «αντιμνημονιακούς». Προσπαθούν να φτιάξουν ακόμα και «αριστερά» συνδικάτα, για να κρύψουν πως το κοινό ταξικό συμφέρον απέναντι στα μονοπώλια είναι αυτό που ενώνει όλους τους εργάτες, ανεξάρτητα από το βαθμό που το συνειδητοποιεί ο καθένας και τον τρόπο που διαμορφώνει την πολιτική του συμπεριφορά.
Η «πολιτική αλλαγή» γι' αυτούς ξεκινάει και τελειώνει με μια κυβερνητική μεταβολή και συγκεκριμένα με την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κυβέρνηση. Γι' αυτό λέμε ότι προσπαθούν να συγκροτήσουν ένα νέο κυβερνητικό συνδικαλισμό, ο οποίος, στη φάση αυτή, υπηρετεί αντικειμενικά και την ανάγκη του αστικού συστήματος να διασφαλίσει την κυβερνητική εναλλαγή, χωρίς να κλονίζεται η σταθερότητά του.
Αρα, τι σημαίνει πολιτικοποίηση της πάλης από τη σκοπιά των πραγματικών συμφερόντων του λαού; Σημαίνει να μπορεί το κίνημα με την πάλη του να δυσκολεύει ολοένα και περισσότερο το πέρασμα της αντιλαϊκής πολιτικής, ακυρώνοντας ελιγμούς του συστήματος. Προϋπόθεση γι' αυτό είναι να συνειδητοποιηθεί από τους εργαζόμενους η ρίζα των προβλημάτων τους, ο καπιταλιστικός δρόμος ανάπτυξης, ανεξάρτητα από το αν στην κυβέρνηση είναι το ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ ή κάποιος άλλος διαχειριστής. Και ότι ο πραγματικός αντίπαλος δεν είναι μόνο μια κυβέρνηση, αλλά τα μονοπώλια, η εξουσία τους, οι διεθνείς συμμαχίες τους, οι ιμπεριαλιστικές ενώσεις στις οποίες συμμετέχει η αστική τάξη της χώρας κλπ.
Προϋποθέτει δηλαδή, με τη βοήθεια της πρωτοπορίας, να αποκτήσουν οι εργαζόμενοι την ικανότητα, πίσω από οποιοδήποτε μέτρο σε βάρος τους, να συνδέουν την οικονομία με την πολιτική. Να αποκαλύπτεται ο πυρήνας της διαχείρισης που ασκούν τα κόμματα και η στρατηγική τους γραμμή υπέρ των μονοπωλίων, ανεξάρτητα από τις επιμέρους διαφορές και αποχρώσεις που σίγουρα υπάρχουν. Σημαίνει ακόμα συνειδητοποίηση του χαρακτήρα της κρίσης σαν κρίση του καπιταλισμού και της ΕΕ σαν ένωση των μονοπωλίων, με ενιαία στρατηγική απέναντι στους λαούς, με αγιάτρευτη εσωτερική ανισομετρία και αντιθέσεις.
Πολιτικοποίηση της πάλης είναι να συνειδητοποιεί ο εργάτης και εργάτρια μέσα από την ίδια του την πείρα ότι δεν αρκεί να παλεύει για να βελτιώσει τους όρους που πουλά την εργατική του δύναμη στον καπιταλισμό και πως καμιά κατάκτηση, όσο μεγάλη κι αν είναι, δεν είναι εγγυημένη, όσο τα μονοπώλια κυριαρχούν στην οικονομία, ανεξάρτητα από το ποιο κόμμα διαχειρίζεται την πολιτική τους εξουσία. Σε τελική ανάλυση, πολιτικοποιημένο κίνημα είναι αυτό που συνειδητοποιεί ότι το πραγματικό δίλημμα σήμερα είναι «με τα μονοπώλια ή με το λαό» και χωρίς δεύτερη σκέψη απαντάει: Με το λαό, ενάντια στα μονοπώλια! Κίνημα δηλαδή σε αντικαπιταλιστική, αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση.