Λέγεται χαρακτηριστικά: «Η Αριστερά, τώρα περισσότερο από ποτέ, οφείλει να αναδείξει ακόμα πιο πολύ και όχι να "χαλαρώσει" το μέτωπο για να φύγει η κυβέρνηση Σαμαρά - Βενιζέλου, το μέτωπο για να ενισχυθούν οι εργατικοί - λαϊκοί αγώνες, το μέτωπο για την κοινή δράση και συνεργασία όλων των αριστερών δυνάμεων, το μέτωπο για μια κυβέρνηση της Αριστεράς που θα εφαρμόσει ένα προοδευτικό πρόγραμμα με σοσιαλιστικό ορίζοντα».
Για να δυναμώνει το εργατικό κίνημα σε γραμμή ρήξης, να ωριμάζει στην εργατική - λαϊκή συνείδηση η διέξοδος της εργατικήςς εξουσίας, της κοινωνικοποίησης των βασικών μέσων παραγωγής όπου ο λαός θα οργανώσει την οικονομία με κεντρικό επιστημονικό σχεδιασμό, για να ικανοποιούνται οι διευρυμένες ανάγκες του.
Νέα αδιέξοδα για τη λαϊκή οικογένεια, εκείνη που έχει χτυπηθεί ολόπλευρα από την αντιλαϊκή πολιτική, έχει δημιουργήσει η πολιτική της κυβέρνησης στην Παιδεία. Πέρα από τη γενικότερη κατεύθυνση που προσαρμόζει την Παιδεία στις ανάγκες του μεγάλου κεφαλαίου, ξεθεμελιώνονται και οι όποιες υποστηρικτικές δομές εξυπηρετούσαν ανάγκες των παιδιών και των γονιών. Ενα τέτοιο παράδειγμα είναι η μετατροπή των ολοήμερων δημοτικών σε παιδοφυλακτήρια, καθώς ορίζεται ότι το απογευματινό τους ωράριο θα λειτουργεί με εκπαιδευτικούς ειδικοτήτων χωρίς δάσκαλο. Και αυτό, όταν φτάσουν οι εκπαιδευτικοί ειδικοτήτων στα σχολεία, αφού ολοήμερα τμήματα ουσιαστικά δε λειτουργούν αυτήν τη στιγμή. Ομως, ακόμα κι αν εφαρμοστεί το σχέδιο του υπουργείου, το παιδί όχι μόνο δε θα ολοκληρώνει εκεί τις εργασίες που έχει για την επόμενη μέρα αλλά θα γυρνά σπίτι ξεθεωμένο από τις δραστηριότητες που θα γίνονται μέχρι τις 4.15 και αδιάβαστο. Τα ολοήμερα σχολεία, όπως επιβλήθηκαν, σίγουρα απέχουν πολύ από το ιδανικό και δεν είναι η απάντηση στις πραγματικές ανάγκες. Ωστόσο, εξυπηρετούν μια σειρά γονείς που εργάζονται, ακόμα και γονείς που δεν μπορούν, για αντικειμενικούς λόγους (π.χ. μετανάστες), να βοηθήσουν τα παιδιά στη μελέτη.
Παρουσιάζοντας χτες το πρωί στη Βουλή τροπολογία, με την οποία επεκτείνεται το πρόγραμμα «βοήθεια στο σπίτι» το 2014, ο αρμόδιος υφυπουργός Εργασίας ισχυρίστηκε ότι προτεραιότητα της κυβέρνησης είναι «η άμεση αντιμετώπιση των φαινομένων ακραίας φτώχειας και η διασφάλιση του δικαιώματος ενός "ελαχίστου επιπέδου διαβίωσης" για όλους τους πολίτες». Τα ίδια του τα λόγια ομολογούν ότι το πρόγραμμα παύει να λειτουργεί ως βοήθεια στους γέροντες και τους πάσχοντες και θα λειτουργεί μόνο για κείνους που η κυβέρνηση χαρακτηρίζει «ακραία φτωχούς», δηλαδή όσους ζουν σε απόλυτη εξαθλίωση. Ομολογεί, επίσης, το μόνιμο προσανατολισμό της κυβέρνησης να κόψει κάθε παροχή - υπηρεσία που το κράτος είναι υποχρεωμένο να παρέχει δωρεάν σε όλους και να περιοριστεί στην παροχή επιδομάτων φτωχοκομείου. Το ΚΚΕ δεν καταψήφισε την τροπολογία, επεσήμανε, όμως, ότι: το πρόγραμμα χρηματοδοτείται από τους Κεντρικούς Αυτοτελείς Πόρους των Δήμων, δηλαδή από βασικούς μηχανισμούς της φοροληστείας του λαού. Το πρόγραμμα όχι μόνο δε θα καλύψει τους εκατοντάδες χιλιάδες που έχουν ανάγκη από τέτοιου είδους υπηρεσίες, αλλά ούτε τον αριθμό των απολύτως εξαθλιωμένων που αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο. Το ΚΚΕ επιμένει στη θέση για «κρατικές και δωρεάν υπηρεσίες κοινωνικής - ιατρικής φροντίδας στο σπίτι, που θα ανταποκρίνονται στις ανάγκες όλων των ηλικιωμένων, των αναπήρων και των χρονίως πασχόντων χωρίς κανέναν αποκλεισμό και καμία επιβάρυνση των ίδιων και των ασφαλιστικών ταμείων».