Απαραίτητη και η ελληνική βδομαδιάτικη παρουσία, αυτή τη φορά με το κενό περιεχομένου και κακό τεχνικά «LUTON» του Μιχάλη Κωνσταντάτου, μια ιστορία για τρία εντελώς διαφορετικά άτομα που στο πλαίσιο μιας καταπιεστικής καθημερινότητας βρίσκει ο καθένας τους το δικό του τρόπο διαφυγής...
Απαραίτητη και μια τουλάχιστον οικογενειακή ταινία κινουμένων σχεδίων. Απόψε πρεμιέρα και για την αμερικάνικη παραγωγή «ΕΓΩ Ο ΑΠΑΙΣΙΟΤΑΤΟΣ 2» (2013) σε σκηνοθεσία των Πιερ Κοφέν και Κρις Ρενό... Μια ελαφρώς απογοητευτική συνέχεια του πρώτου μέρους, μεταγλωττισμένη στα ελληνικά και σε έκδοση 3D...
Ομως, συνεχίζεται στο «Ζέφυρο» - επί της Τρώων 36 στα Ανω Πετράλωνα, στο Θησείο - η προβολή (από σήμερα και για μια εβδομάδα) δύο κλασικών επιτευγμάτων του ιταλικού νεορεαλισμού, σε σκηνοθεσία Βιτόριο Ντε Σίκα. «Ο ΚΛΕΦΤΗΣ ΠΟΔΗΛΑΤΩΝ», με ώρα προβολής καθημερινά στις 20.00, και το «ΘΑΥΜΑ ΣΤΟ ΜΙΛΑΝΟ», που ακολουθεί στις 22.00...
Ο εγκατεστημένος στην Αμερική Γάλλος σκηνοθέτης Λυκ Μπεσόν - ιδιοκτήτης της εταιρείας παραγωγής και διακίνησης οπτικοακουστικών προϊόντων «Europa Corp» - επιστρέφει στο σινεμά με ένα πόνημα «δελεαστικό» λόγω θέματος και κυρίως κάστινγκ. Εδώ συναντάμε ονόματα τρανταχτά, εμπορικά, άρα ανταποδοτικά. Τον Ντε Νίρο στον πρωταγωνιστικό ρόλο ενός μάτσο πάτερ φαμίλια, ενός μετανοημένου μαφιόζου, μάρτυρα υπό προστασία... Κι ο Ντε Νίρο θεωρείται άριστος γνώστης του θέματος μαφία... Το ίδιο και η σύζυγός του, την υποδύεται η Μισέλ Φάιφερ, ηθοποιός με παρελθόν σε γκανγκστερικές ταινίες όπως το «SCARFACE» (1983) του Μπράιαν Ντε Πάλμαπου την ανέδειξε. Η Φάιφερ βρίσκει όντως το πόστο της στο φιλμ σαν μετρημένη «μαμά» και μετρημένη μοιραία γυναίκα... Το ίδιο ισχύει και για τα δυο τέκνα της οικογένειας που εμφυσούν αμερικάνικα ήθη στο σχολικό τους περιβάλλον... αλλά και το μαύρο σκύλο με το όνομα «Μαλαβίτα» μάρτυρας ο καημένος και κοινωνός των διαδραματιζόμενων. Κι η νεοϋορκέζικη μαφία εξακολουθεί να ψάχνει τους «προδότες» στη νότια Γαλλία... αλλ' όταν τυχαία τους ανακαλύπτει στη βόρεια, η σφαγή είναι αναπόφευκτη κι όλα γίνονται γυαλιά καρφιά «α λ' αμερικαίν»...
Με ύφος εκκεντρικού νουάρ, με σαρκασμό παρόντα από την αρχή ως το τέλος και σαδιστική βία, η ταινία παρωδία με κωμικοδραματικούς τόνους και όχι ιδιαίτερο γέλιο, έχει άφθονες τρύπες, τόσο σε επίπεδο ασυνάρτητης ιστορίας, όσο εγκαταλελειμμένων subplots (υπο-ιστοριών), αλλά και απότομων τονικών αλλαγών. Είναι όμως περιττό να αναζητείται αξιοπιστία σε τέτοιου είδους προϊόντα... «Η ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ» προτείνει μια διασκέδαση αποτροπιασμού σε πλαίσιο χαρωπού αμοραλισμού και καθίσταται ψιλοενδιαφέρουσα μόνο και μόνο για τη ζεστή και πικάντικη ερμηνεία των ηθοποιών.
Η ταινία ξεκινά την αφήγηση του σύντομου χρονικού παραμονής της οικογένειας Μπλέικ στο κρησφύγετο της Νορμανδίας με διαδρομή με αυτοκίνητο και κλείνει με τον ίδιο τρόπο, όταν η οικογένεια μετακινείται προς το επόμενο καταφύγιό της...
Παίζουν: Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Μισέλ Φάιφερ, Τόμι Λι Τζόουνς, Ρικάρντο Κορντέρο, Νταϊάνα Αγκρον, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ, Γαλλία (2013).
Ο Φαραντί, πιστός στα προηγούμενα φιλμ του, υφαίνει ένα αξεμπέρδευτο πεδίο έντασης. Εδώ πρόκειται για έγχυση παρελθόντος στο εσωτερικό του ενεστώτα χρόνου, πρόκειται για μια διογκωμένη φούσκα από πράγματα που δεν λέγονται. «ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ» καταμετράται στα συναισθηματικά του θρίλερ, όπως τα «ΠΥΡΟΤΕΧΝΗΜΑΤΑ ΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ» και το «ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΕ Η ΕΛΛΙ». Ολα τους εγγράφονται σε μια ρεαλιστική παράδοση που διασταυρώνεται μέσα από εκλεκτικές συγγένειες με τον κόσμο του Κλοντ Σοτέ και του Μορίς Πιαλά. Ο σκηνοθέτης βαδίζει στα χνάρια του προγενέστερου έργου του. Στηρίζεται σε ένα σενάριο «συρταρωτό», στην αριστοτεχνική διεύθυνση των ηθοποιών και της αφήγησης, όπως επίσης στο «εκτός πλάνου» πεδίο και σε «αυτό που δεν λέγεται»... Η σκηνοθεσία του Φαραντί συνιστά απόσταγμα ακρίβειας που βγαίνει από τα μύχια του δράματος των στενών σχέσεων. Δυο χρόνια μετά το «ΕΝΑΣ ΧΩΡΙΣΜΟΣ», ο σκηνοθέτης φθάνει σε μια σπάνια όσμωση: Κρατιέται συνεχώς στην κορυφή των συναισθημάτων, ποτέ δεν τα ρίχνει σε ηπιότητα ή σε δυσφορία. Στην τελευταία του ταινία πραγματοποιεί ενδοσκόπηση των θεμάτων που σχετίζονται με την κατηγορία των «σύνθετων οικογενειών». Προσπάθεια δοσμένη με αποφασιστικότητα και συναισθηματική φινέτσα. Η ιδιοφυΐα του Φαραντί συνίσταται στο ότι φροντίζει να αποφεύγει συστηματικά τις παγίδες που στήνει το Παρίσι, ιδωμένο από την οπτική ενός ξένου. Η ευφυΐα του διακρίνεται από την κομψή προσέγγιση της αφήγησης που γλιστρά στην καρδιά ενός πολιτισμού, στις συνήθειες και στους τύπους των διαπροσωπικών σχέσεων, που δεν είναι οικείες στον σκηνοθέτη, αλλά και από τη γοητευτική αποκρυπτογράφηση καταστάσεων και χαρακτήρων, οι βεβαιότητες των οποίων κατακρημνίζονται από τις αποκαλύψεις που σκάνε σα βραδυφλεγείς βόμβες. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι το κεντρικό ψέμα - που προκαλεί την αυτοκτονία της συζύγου του Σαμίρ - ανατίθεται στον πιο δευτερεύοντα κοινωνικά χαρακτήρα.
Οι ηθοποιοί, μεγάλοι και μικροί, αξιέπαινοι. Οι μαρκαρισμένοι χαρακτήρες με τις τόσες αποχρώσεις βρίσκονται στον αντίποδα του μανιχαϊσμού (κανείς δεν είναι μόνο καλός ή μόνο κακός). Η Μπερενίς Μπεζό στο ρόλο της Μαρί, ρόλος που αρχικά προοριζόταν για την Μαριόν Κοτιγιάρ, δεν έχει υπάρξει καλύτερη. Εμφανίζεται μεταμορφωμένη, σαν να φωτίζεται εσωτερικά και μοιάζει με Ιρανή στην εξορία. Ο Φαραντί, όπως όλοι οι μεγάλοι, φέρνει μέσα του και μαζί του τον «κόσμο» του. Στο έργο του, με αυτή την περίεργη αύρα μελαγχολίας, τίποτα δεν αλλάζει ουσιαστικά. Λίγο τον νοιάζουν οι τόποι, οι γλώσσες, οι πόλεις γιατί είναι στα ανθρώπινα όντα που εστιάζει, πάντα στα ίδια, κάτω από τις μάσκες... Ο σκηνοθέτης κλίνει προς τις ηθικές αφηγήσεις όπου οι χαρακτήρες τίθενται πάντα ενώπιον των ευθυνών τους ενώ στιλιστικά βελτιώνεται συνεχώς μέσα από την πραγματική «λιτότητα»...
Παίζουν: Μπερενίς Μπεζό, Αλί Μοσαφά, Ταχάρ Ραχίμ, Πολίν Μπουρλέ, Σαμπρίνα Ουαζανί, κ.ά.
Παραγωγή: Γαλλία, Ιράν (2013).
Ο σκηνοθέτης αποδεικνύεται άριστος στην καθοδήγηση των ηθοποιών που δίνουν ερμηνείες εξαίρετες. Επικεφαλής τους ο Χιου Τζάκμαν στο ρόλο του απελπισμένου, αλκοολικού σε αποτοξίνωση, πατέρα με το υπόγειο του σπιτιού του φτιαγμένο λες για πυρηνικό καταφύγιο και με τα φρύδια του να σμίγουν συνεχώς από την ένταση που τον δέρνει ανελέητα. Ωστόσο, οι όλο και πιο αποτρόπαιες ενέργειες αυτού του απελπισμένου πατέρα έρχονται σε αντίθεση με το πνεύμα του τοπικού επιθεωρητή της Αστυνομίας, ρόλο που υποδύεται λαμπρά ο Τζέικ Τζιλενχάαλ. Πρόκειται για έναν ενδιαφέροντα χαρακτήρα, με μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια που συνεχώς ανοιγοκλείνουν λόγω νευρικού τικ και με κακοφτιαγμένα τατουάζ... Ο αστυνομικός όμως αυτός, ποτέ του δεν έχασε υπόθεση...
Η έντονη αντίθεση ανάμεσα στους δύο άνδρες και το χάσμα ανάμεσα στο τι ο καθένας τους αντιπροσωπεύει και τι προτίθεται να κάνει, τροφοδοτεί μια συναρπαστική ένταση ηθικής τάξης.
Το θρίλερ του Βιλνέβ δε στηρίζεται τόσο στις απρόσμενες ανατροπές, όσο στη γερή οικοδόμηση μιας μόνιμης αίσθησης φόβου που παραμένει, παρά το γεγονός ότι διάφοροι εμφανίζονται και πάραυτα εξαφανίζονται από τον κατάλογο των υπόπτων.
Ο Βιλνέβ σκιτσάρει το πορτρέτο μιας κοινωνίας στραγγισμένης από κάθε ελπίδα και αισιοδοξία, γεμάτης φόβο και καχυποψία. Κι όταν το μυστήριο τελικά λυθεί δεν έχει επέλθει καμιά αίσθηση κάθαρσης... Ετσι πρέπει... κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η δύναμη της ενδιαφέρουσας αυτής ταινίας...
Παίζουν: Χιου Τζάκμαν, Τζέικ Τζιλενχάαλ, Μελίσα Λίο, Βιόλα Ντέιβις κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2013).
«Ανθρακες ο θησαυρός», το ενταγμένο στο σύστημα, αποπροσανατολιστικό, αντιμνημονιακής κατά βάση προσέγγισης -με ό,τι ιδεολογήματα αυτό συνεπάγεται- το ντοκιμαντέρ του Σπύρου Τέσκου. Και μπαγιάτικο, δεδομένου ότι στο μεγαλύτερό του μέρος, πρόκειται για εικόνες και απόψεις πλειστάκις «deja vu» (που έχουμε ξαναδεί)... Για την Ευρώπη που για 3ηφορά στην Ιστορία της ζει τον οικονομικό φασισμό, για την Αλήθεια και το Ψέμα, αναφορικά με την Δημοκρατία (την αστική που εδώ ανάγεται σε ουσιαστική...) και το Φασισμό στη σημερινή Ελλάδα.
Οι Χαϊνόφσκι και Σόιμαν απέδειξαν ότι πολιτικό ντοκιμαντέρ χωρίς το εργαλείο της επιστημονικής κοσμοθεωρίας του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού δεν μπορεί ποτέ να στρατεύεται πραγματικά στη δίκαιη υπόθεση των πολλών, γιατί η τέχνη -όπως και η επιστήμη- συνιστούν προσπάθεια του ανθρώπου να αφομοιώσει και να κατακτήσει την πραγματικότητα. Στην καπιταλιστική κοινωνία που η υποδούλωση του ανθρώπου είναι απολύτως οικονομική (και όχι φυσική) γι' αυτό και λιγότερο εμφανής, αυτοί που πλήττονται έχουν ταξικό πρόσημο, είναι η εργατική τάξη. Αυτοί που τους «πλήττουν» έχουν κι αυτοί ταξικό πρόσημο. Λέγονται κεφαλαιοκράτες και είναι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής. Αυτή η δεύτερη -τραγική μειοψηφία- τρέφεται και υπάρχει χάρη στην εκμετάλλευση των πρώτων. Της εργατικής τάξης που την εξουσιάζει, επιβάλλει τη θέλησή της, «την αναγκαστική εκμεταλλευτική - οικονομική σχέση στην κοινωνική εργασία, δηλαδή τη σχέση κεφαλαίου - μισθωτής εργασίας χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα: Τον ιδεολογικό πειθαναγκασμό (εκπαίδευση/ ΜΜΕ), τον πολιτικό πειθαναγκασμό (κυβερνητικές πολιτικές εναλλαγές μέσα στο σύστημα) τον κατασταλτικό (εργοδοτική απειλή, ένοπλες δυνάμεις, σώματα ασφαλείας κλπ.). Ολα αυτά παίρνουν τη μορφή ενός πλέγματος νομικών σχέσεων που εμφανίζεται σαν να εξασφαλίζει "ισορροπίες" μεταξύ των αντίθετων κοινωνικών δυνάμεων, σαν να υφίσταται πάνω από τις ταξικές αντιθέσεις, σαν να εκφράζει μια ενότητα και ολότητα, την "εθνική" η οποία προστατεύεται από τον "νόμο των νόμων", το Σύνταγμα...» (Ριζοσπάστης 6/10, σελ. 9). Αυτή η σύντομη παράγραφος συμπυκνώνει σαν τυφλοσούρτης την αποδεκτή προσέγγιση πάνω στις θεματικές της ταινίας. Προσέγγιση του τύπου «λίθοι και πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα» συνιστά απλά χάσιμο χρόνου...