Οι τροποποιήσεις αυτές, παρά τον επιμέρους χαρακτήρα τους, έρχονται να ενισχύσουν ακόμη περισσότερο την μονοπωλιακή εκμετάλλευση της καλλιτεχνικής παραγωγής αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα και προβλήματα ενοποίησης στην εσωτερική αγορά πολιτιστικών προϊόντων της ΕΕ. Οι τυμπανοκρουσίες που συνόδεψαν την Οδηγία 2011/77 για τα οφέλη που θα έχουν οι μουσικοί και οι ερμηνευτές από την επέκταση στα 70 χρόνια των συγγενικών δικαιωμάτων, επιχειρούν να σκεπάσουν το γεγονός ότι τα μεγαλύτερα οφέλη απ' αυτή την επέκταση θα προκύψουν για τις δισκογραφικές εταιρίες, καθώς και τα μονοπώλια του οπτικοακουστικού τομέα, που εκμεταλλεύονται την εργασία των μουσικών και των άλλων καλλιτεχνών - δημιουργών. Εκείνος δε, που είναι σίγουρα χαμένος μέσα και απ' αυτή τη ρύθμιση είναι ο ακροατής, αφού θα εμποδιστεί για περισσότερα χρόνια να έχει ελεύθερη και δωρεάν πρόσβαση στη μουσική, κινηματογραφική και γενικότερα οπτικοακουστική παραγωγή. Αλλωστε και αυτή η παραχώρηση προς τους εκτελεστές και ερμηνευτές είναι λειψή, αφού δεν αφορά ούτε το σύνολο των συντελεστών που δικαιούνται συγγενικά δικαιώματα (ηθοποιούς, τεχνικούς), αλλά ούτε και το σύνολο των δικαιωμάτων, παρά μόνον αυτά που απορρέουν από την ηχογραφημένη δουλειά τους. Αντίθετα, η διάρκεια των δικαιωμάτων των εταιρειών της πολιτιστικής βιομηχανίας επεκτείνεται ανεξαίρετα και χωρίς καμία προϋπόθεση στα 70 χρόνια!
Το στόχο για διεύρυνση της ιδιοκτησίας των μεγαλοεπιχειρηματιών και των μονοπωλιακών ενώσεών τους πάνω στην πνευματική δημιουργία υπηρετεί ξεκάθαρα και το δεύτερο μέρος του νομοσχεδίου (ενσωμάτωση της οδηγίας 2012/28) με την ανεξέλεγκτη στην ουσία εκχώρηση του δικαιώματος εκμετάλλευσης των ορφανών έργων στους διάφορους μονοπωλιακούς ομίλους που επεκτείνουν τη διείσδυσή τους στο χώρο του πολιτισμού εκτοπίζοντας τους δημόσιους φορείς που απαξιώνονται, καταργούνται, συγχωνεύονται και ιδιωτικοποιούνται. Τρανταχτό παράδειγμα το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος που εκτός από την Εθνική Βιβλιοθήκη, έχει απλώσει τα πλοκάμια του και σε άλλες δημόσιες και δημοτικές βιβλιοθήκες, αναλαμβάνοντας την ψηφιοποίηση των αρχείων τους.
Ετσι, η διάταξη του νομοσχεδίου που αναφέρει ότι οι φορείς που θα πιστοποιούν ότι ένα έργο είναι ορφανό και θα το εκμεταλλεύονται θα είναι «βιβλιοθήκες, εκπαιδευτικά ιδρύματα και μουσεία, αρχεία, ιδρύματα κινηματογραφικής ή ακουστικής κληρονομιάς, δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί», στην ουσία προδίδει την παράδοση ενός ιδιαίτερα κερδοφόρου φιλέτου, όπως είναι η ψηφιοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς, στα πολιτιστικά ιδρύματα μονοπωλιακών ομίλων, που ανθίζουν εξαπλώνοντας ραγδαία τη δράση τους στον πολιτιστικό τομέα μέσα από διάφορες μορφές συνεργασίας (προγραμματικές συμφωνίες, ΣΔΙΤ κλπ.) με τους εγκαταλελειμμένους χωρίς χρηματοδότηση και προσωπικό δημόσιους οργανισμούς.
Αν και το σημερινό πολυπλόκαμο σύστημα διαχείρισης των πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων αποτελεί για το πλήθος των καλλιτεχνών μια πηγή συμπλήρωσης του πενιχρού έως ανύπαρκτου εισοδήματός τους και το μοναδικό μέσον προστασίας του έργου τους από την κακομεταχείριση της καπιταλιστικής αγοράς, η απάντηση στο πρόβλημα δεν μπορεί να είναι η διατήρηση της αδιέξοδης και στρεβλής αυτής κατάστασης.
Στην εποχή μας έχουν πλέον δημιουργηθεί οι υλικές αντικειμενικές προϋποθέσεις για ανεμπόδιστη πρόσβαση στην καλλιτεχνική δημιουργία όλων των ανθρώπων. Ο μόνος λόγος που αυτή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί είναι η καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και διάδοσης της τέχνης και όχι τα δικαιώματα των καλλιτεχνών - δημιουργών που προτάσσονται υποκριτικά. Μια κοινωνία που μέτρο της προόδου της δεν έχει το κέρδος, αλλά την ολόπλευρη ανάπτυξη -υλική και πνευματική- όλων των μελών της, δεν έχει ανάγκη ούτε από μεσάζοντες παραγωγούς και προαγωγούς της τέχνης, ούτε από νομοθετικά τερατουργήματα για τη δήθεν προστασία τους.
Επομένως, η λύση δε βρίσκεται εντός των ορίων της σημερινής αστικής εξουσίας, αλλά στην πάλη για μια άλλη εξουσία, λαϊκή, που θα αποδώσει όλα τα υλικά και πνευματικά επιτεύγματα του πολιτισμού στους πραγματικούς δημιουργούς τους. Στο πλαίσιο αυτής της εξουσίας όλοι οι καλλιτέχνες - δημιουργοί θα είναι απαλλαγμένοι από βιοποριστικές έγνοιες και οι μηχανισμοί αυτού του είδους θα αχρηστευτούν, αφού η έννοια του αναπαλλοτρίωτου πνευματικού δικαιώματος θα εξαγνιστεί από κερδοσκοπικούς και εισπρακτικούς σκοπούς και θα δικαιωθεί αποκτώντας το ηθικό και μόνο νόημά της.
Παράλληλα, τοποθετείται ριζικά απέναντι στο εγχείρημα παράδοσης των ορφανών έργων στους φορείς που προβλέπονται στο νομοσχέδιο και διεκδικεί ο προσδιορισμός τους να ανατεθεί στους φορείς συλλογικής διαχείρισης των δημιουργών και των ερμηνευτών εκτελεστών σε συνεργασία με τους αντίστοιχους συνδικαλιστικούς φορείς τους με την ευθύνη της επικύρωσής τους από τον Οργανισμό Πνευματικής Ιδιοκτησίας (ΟΠΙ).
Ο πολιτισμός είναι συλλογικό δημιούργημα, πρέπει να γίνει και συλλογική ιδιοκτησία.