Ο Μ. Ντράγκι αντεπιτέθηκε κατηγορώντας τη Γερμανία για «εθνικισμό». «Θα αντιδράσω σε ορισμένους εθνικιστικούς ψιθύρους από ορισμένες χώρες, όπου υπονοείται ότι ενεργούμε κατά των συμφερόντων ορισμένων χωρών και υπέρ της δικής μας χώρας», είπε χτες στη διάρκεια συνεδρίου στο Βερολίνο ο Μ. Ντράγκι, παρουσία της Γερμανίδας καγκελαρίου, Αγκελα Μέρκελ. «Δεν είμαστε ούτε Γερμανοί ούτε Γάλλοι ή Ισπανοί ή Ιταλοί, είμαστε Ευρωπαίοι και ενεργούμε προς το συμφέρον της Ευρωζώνης συνολικά», είπε.
Την ίδια στιγμή το ειδησεογραφικό πρακτορείο «Bloomberg» εκτιμά ότι «η Γαλλία κινδυνεύει να γίνει η νέα Ιταλία της Ευρώπης». Σε σχετικό ρεπορτάζ αναφέρεται: «Το ποσοστό της ανεργίας στη Γαλλία φθάνει το 11%. Εχοντας αναπτυχθεί το δεύτερο τρίμηνο φέτος, η γαλλική οικονομία συρρικνώθηκε εκ νέου το τρίτο. Η Standard & Poor's μόλις υποβάθμισε τη δανειοληπτική ικανότητα της Γαλλίας, για δεύτερη φορά σε διάστημα λιγότερο των δύο ετών. Η γαλλική οικονομία, η δεύτερη μεγαλύτερη στην Ευρωζώνη μετά τη γερμανική, αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα. Η ανταγωνιστικότητα της γαλλικής βιομηχανίας είχε μειωθεί σημαντικά την περίοδο προ Ολάντ», αλλά δεν φαίνεται να έχει αντιμετωπιστεί. Να θυμίσουμε επίσης ότι η Γαλλία έχει μεγάλα ελλείμματα και χρέη, ενώ η κρίση έχει χτυπήσει τη βιομηχανία της, ειδικά στον κλάδο μετάλλου και αυτοκινήτου.
Η ουσία λοιπόν των αντιθέσεων με τη Γερμανία έχει την ίδια βάση. Το γεγονός ότι η πολιτική διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης στην Ευρωζώνη εφαρμόζεται ενιαία, σε όλα τα κράτη - μέλη, αλλά ο κύκλος της κρίσης δε βρίσκεται στην ίδια ακριβώς φάση σε όλα τα κράτη - μέλη, ενώ ταυτόχρονα τα ελλείμματα και τα κρατικά χρέη επίσης δεν είναι στο ίδιο επίπεδο, όπως και η κατάσταση στο τραπεζικό τους σύστημα.
Να θυμίσουμε ότι τόσο η Κομισιόν, όσο και ο ΟΟΣΑ κάνουν τις ίδιες προβλέψεις για τις προοπτικές ανάκαμψης της Ευρωζώνης.
Η Κομισιόν προβλέπει ανάπτυξη της οικονομίας της Ευρωζώνης κατά 1,1% του ΑΕΠ για το 2014, από 1,2% που προέβλεπε τον περασμένο Μάη, ενώ συνολικά για την ΕΕ προβλέπει 1,4%. Στο ΑΕΠ των κρατών της Ευρωζώνης για το 2013 προβλέπει πτώση 0,4%. Συνολικά στην ΕΕ, το βλέπουν να παραμένει στάσιμο στα επίπεδα του 2012. Η Γερμανία προβλέπεται ότι θα έχει την ισχυρότερη ανάπτυξη, 1,7% του ΑΕΠ, από τις 18 χώρες της Ευρωζώνης το 2014.
Και ο ΟΟΣΑ προβλέπει ότι η Ευρωζώνη το 2014 θ' αναπτυχθεί με ρυθμό 1% και για τη Γερμανία προβλέπει ότι θ' αναπτυχθεί με ρυθμό 1,7% του ΑΕΠ το 2014.
Παράλληλα, ο ΟΟΣΑ καλεί την ΕΚΤ να εξετάσει την πιθανότητα ν' αγοράσει κρατικά και εταιρικά ομόλογα προκειμένου η Ευρωζώνη να μην πέσει στην παγίδα του αποπληθωρισμού. Αυτό απασχολεί επίσης και την ΕΚΤ, αλλά και σ' αυτό αντιδρά η Γερμανία.
Δύο επισημάνσεις εδώ. Η μία είναι ότι η ανάκαμψη που εκτιμούν είναι αναιμική, ενώ δεν μπορεί κανείς να μην παίρνει υπόψη τις πιθανότητες για νέα κρίση πολύ γρήγορα. Επίσης, η ανάκαμψη στη Γερμανία είναι αναιμική και ας είναι η πιο μεγάλη αύξηση του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη.
Ταυτόχρονα, για να αντιμετωπιστεί η κρίση απαιτούνται επενδύσεις. Αρα πρέπει να τονωθεί το τραπεζικό σύστημα και ταυτόχρονα να μπορούν τα κράτη με δημόσιο χρήμα να συμβάλλουν σε επενδύσεις. Και οι δύο αυτές προϋποθέσεις δεν είναι σίγουρες.
Γιατί όμως η Γερμανία αντιδρά τόσο στη μείωση των επιτοκίων όσο και στην υπόδειξη του ΟΟΣΑ προς την ΕΚΤ να εξετάσει την πιθανότητα ν' αγοράσει κρατικά και εταιρικά ομόλογα προκειμένου η Ευρωζώνη να μην πέσει στην παγίδα του αποπληθωρισμού;
Επειδή η μείωση των επιτοκίων δανεισμού διευκολύνει τις τράπεζες των άλλων κρατών της Ευρωζώνης να δανειστούν, επομένως να υπάρξει ρευστότητα για επενδύσεις. Το ίδιο και με τα ομόλογα, δίνεται η δυνατότητα να δανειοδοτεί η ΕΚΤ τράπεζες και κράτη, με αντιστάθμισμα ομόλογα. Αυτό επίσης διευκολύνει τη ρευστότητα που συμβάλλει στις επενδύσεις. Και αυτό δεν το θέλει η Γερμανία. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών εκφράζεται και με το να παρεμβάλλουν μεταξύ τους εμπόδια, ώστε ο ανταγωνιστής να δυσκολεύεται στην ανάπτυξη της οικονομίας. Επιπλέον, η Γερμανία έχει το πλεονέκτημα των πλεονασμάτων. Οντας όμως η ισχυρότερη καπιταλιστική οικονομία στην Ευρωζώνη και λόγω ανισομετρίας, έχοντας επίσης συμμαχία με τα κράτη - μέλη του Βορρά, αναγκάζει τα υπόλοιπα κράτη της Ευρωζώνης σε συμβιβασμούς πάνω στο δικό της μείγμα πολιτικής διαχείρισης της κρίσης.
Αντικειμενικά η κρίση οξύνει τους καπιταλιστικούς ανταγωνισμούς. Αλλά οξύνει και την αντεργατική - αντιλαϊκή επίθεση. Η εργατική τάξη, τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα πρέπει να αντιτάξουν την αντιμονοπωλιακή - αντικαπιταλιστική πάλη και όχι να συντάσσονται με την αστική τάξη της χώρας τους κόντρα στους ανταγωνιστές της. `Η να επιλέγουν στήριξη του ενός ή του άλλου μείγματος πολιτικής διαχείρισης της κρίσης, επιλέγοντας το ένα ή το άλλο αστικό κόμμα, προσδοκώντας λύση στα προβλήματα που τους προκαλεί η αστική πολιτική. Να συνειδητοποιήσουν επίσης ότι ο καπιταλισμός και με κρίση και με ανάπτυξη τσακίζει τα εργασιακά δικαιώματα, ωθεί σε φτώχεια και απόλυτη ή σχετική εξαθλίωση τους εργαζόμενους, τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα. Τα μέτρα που πάρθηκαν για τη διαχείριση της κρίσης είναι μόνιμα. Στόχος της πάλης πρέπει να είναι η ανατροπή των αστών από την εξουσία, η αποδέσμευση από την ΕΕ, η αντικατάσταση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας με την κοινωνική ιδιοκτησία, που σημαίνει εργατική - λαϊκή εξουσία.