ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 8 Δεκέμβρη 2013
Σελ. /40
ΔΙΕΘΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Συζητήσεις για το μέλλον της Ευρωζώνης και για «φυγόκεντρες τάσεις»

Συζήτηση για «φυγόκεντρες τάσεις» από την ευρωπαϊκή νομισματική ενοποίηση με διάφορες παραλλαγές, γίνεται από τραπεζικούς παράγοντες και οικονομικούς αναλυτές, που εξετάζουν την πορεία της Ευρωζώνης, με δεδομένη τη δυσκολία εξόδου από την καπιταλιστική οικονομική κρίση. Φαίνεται ότι τμήματα του κεφαλαίου των κρατών - μελών της Ευρωζώνης αναζητούν διέξοδο ακόμη και έξω από το ευρώ, στο πλαίσιο των ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών και στην Ευρωζώνη και διεθνώς. Ετσι, ο διάλογος γι' αυτή καθαυτή ύπαρξη του ευρώ συνεχίζει να απασχολεί διάφορους οικονομικούς παράγοντες από διεθνή τραπεζικά ιδρύματα και «δεξαμενές σκέψης».

Η συζήτηση αυτή αναπτύσσεται παράλληλα με τις διαπραγματεύσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη για τη λεγόμενη «τραπεζική ενοποίηση», ενώ συμπληρώνεται από τις ολοένα και πιο ισχυρές φωνές για «ανάγκη» εμβάθυνσης της πολιτικής ένωσης της ΕΕ, την επιτάχυνση δηλαδή των διαδικασιών ομοσπονδιοποίησής της. Χαρακτηριστικό ήταν κείμενο που δημοσίευσε η ιστοσελίδα της «Deutsche Welle» την περασμένη βδομάδα, όπου Γερμανοί τραπεζικοί παράγοντες προβάλλουν περίπου ως προαπαιτούμενο παράγοντα για τη σωτηρία της Ευρωζώνης την πολιτική και δημοσιονομική ενοποίηση των χωρών - μελών της, σε ένα μίνιμουμ έστω επίπεδο.

Οι προβλέψεις των παραπάνω αναλυτών για το μέλλον της Ευρωζώνης είναι δυσοίωνες καθώς επισημαίνουν τα προβλήματα αρχιτεκτονικής της νομισματικής ένωσης, τα οποία δεν ανέκυψαν στην πορεία, αλλά υπήρχαν εκ της συστάσεώς της. Το σημερινό μοντέλο λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του μόνιμου μηχανισμού «διάσωσης» των κρατών - μελών μπορεί μόνο να «συγκρατήσει» την κρίση για ένα προσωρινό χρονικό διάστημα και για όσο δεν βγαίνουν στην επιφάνεια τα προβλήματα των εθνικών οικονομιών τα οποία σήμερα κρύβονται.

Τα σενάρια

Για το μέλλον της νομισματικής ενοποίησης προκύπτουν δύο βασικά σενάρια: Το ένα προκρίνει την «πολιτική εμβάθυνση» και «δημοσιονομική ενοποίηση» - αλληλένδετα ζητήματα κατά την παραπάνω ανάλυση - και σύμφωνα με αυτό ένας ισχυρός δημοσιονομικός πυρήνας, που θα έχει λάβει την απαιτούμενη νομιμοποίηση, θα δείχνει το δρόμο της εξυγίανσης των πιο αδύναμων οικονομιών, ώστε αυτές σε ένα βάθος χρόνου να αποκτήσουν την πολυπόθητη «ανταγωνιστικότητα». Το άλλο, σύμφωνα πάντα με την ίδια ανάλυση, είναι η συνέχιση του σημερινού μοντέλου λειτουργίας, που ευνοεί κατά κάποιον τρόπο τη «χαλάρωση των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών», με αποτέλεσμα την ενίσχυση των «φυγόκεντρων δυνάμεων» και τις συνεπακόλουθες εξόδους από την Ευρωζώνη, η οποία θα καταρρεύσει σαν χάρτινος πύργος.

Το πιο σημαντικό ίσως στοιχείο της παραπάνω ανάλυσης είναι ότι με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο αναφέρει πως δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως «ταμπού» η διάλυση της νομισματικής ένωσης σε περίπτωση απομάκρυνσης από την κατεύθυνση πολιτικής ενοποίησης. Καταλήγει σημειώνοντας ότι το μόνο που απαιτείται σε αυτήν την περίπτωση είναι να εξεταστεί «το κόστος διάλυσης της νομισματικής ένωσης και να σκεφτούμε δρόμους για το πώς θα την τελειώσουμε. Νομισματική ένωση χωρίς ένα μίνιμουμ πολιτικής εμβάθυνσης δεν μπορεί να λειτουργήσει». Ετσι κι αλλιώς έχουν ανοίξει ξανά τη συζήτηση για αποπομπή χώρας από την Ευρωζώνη αν δεν καταφέρει τη δημοσιονομική εξυγίανση, δηλαδή να μειώσει τα ελλείμματα και να μην ξαναπροκαλέσει, αλλά και να μειώσει το κρατικό χρέος. Αλλωστε, ήδη υπάρχει απόφαση και έλεγχος για την τήρησή της στους προϋπολογισμούς, ότι το έλλειμμα δεν μπορεί να ξεπερνά το 0,5% του ΑΕΠ.

Δυσοίωνες προβλέψεις για το μέλλον της Ευρωζώνης εμπεριέχει ανάλυση που δημοσίευσε την περασμένη βδομάδα ο «Εconomist», όπου η μέχρι σήμερα διάσωση του ευρώ χαρακτηρίζεται «πύρρειος νίκη». Αφού εντοπίζει μια σειρά δυσκολίες στην οικονομική εξυγίανση των αδύναμων χωρών - μελών εξαιτίας ακριβώς της αρχιτεκτονικής της νομισματικής ενοποίησης, καταλήγει σε ένα διαφορετικό συμπέρασμα σε σχέση με τα προαναφερθέντα. Ζητά νομιμοποίηση όχι του «ισχυρού δημοσιονομικά πυρήνα» της Ευρωζώνης να παρεμβαίνει στην κατάρτιση προϋπολογισμών λιτότητας των, επί της ουσίας, ομόσπονδων κρατών - μελών, αλλά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας «να παρεμβαίνει ενεργά στην ενίσχυση της ανάπτυξης». Μόνο κατ' αυτόν τον τρόπο, σύμφωνα με την παραπάνω ανάλυση, μπορεί να αναστραφούν οι «ζοφερές προοπτικές» της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Αύξηση διεθνούς εμπορίου μέσω γουάν

Τη στιγμή που οι... «υπαρξιακές ανησυχίες» της Ευρωζώνης εντείνονται, το εθνικό νόμισμα της Κίνας -γουάν- αναδεικνύεται στη δεύτερη θέση των παγκόσμιων εμπορικών συναλλαγών για το 2013, αφήνοντας πίσω του το ευρώ, σύμφωνα με δημοσίευμα του οικονομικού ειδησεογραφικού πρακτορείου «Bloomberg» το οποίο επικαλείται στοιχεία της «Εταιρείας Παγκόσμιων Διατραπεζικών Χρηματοπιστωτικών Τηλεπικοινωνιών». Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι η Γερμανία ήταν ανάμεσα στις κορυφαίες χώρες - μαζί με την Κίνα, το Χογκ Κονγκ, τη Σιγκαπούρη και την Αυστραλία - που έκαναν χρήση του γουάν στις εμπορικές τους συναλλαγές. Στην πρώτη θέση παραμένει βεβαίως το δολάριο, που αντιπροσωπεύει το 81,08% των διεθνών εμπορικών συναλλαγών, ακολουθεί το γουάν με ένα μερίδιο της τάξης του 8,66%, ενώ το ευρώ αντιστοιχεί πλέον στο 6,64%. Δύο μόλις χρόνια πριν (και κάτι λιγότερο), τον Ιανουάριο του 2012 μόλις το 1,89% των διεθνών εμπορικών συναλλαγών χρησιμοποιούσαν το γουάν, έναντι 7,87% του ευρώ.

Οπως αναφέρει η σχετική ειδησεογραφία, οι εξαγωγείς χρησιμοποιούν ολοένα και περισσότερο το γουάν ως νόμισμα με σκοπό να ενισχύσουν την είσοδο των προϊόντων και υπηρεσιών τους στην Κίνα, ενώ παράλληλα η ίδια η Κίνα φέρεται να επιθυμεί έναν ισχυρότερο ρόλο για το νόμισμά της στο παγκόσμιο εμπόριο και τις επενδύσεις. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται οι συμφωνίες που έχουν επιτευχθεί το τελευταίο διάστημα για άμεσες ανταλλαγές του γουάν με τη στερλίνα Βρετανίας, το ευρώ και το δολάριο Σιγκαπούρης. Ειδικότερα, τον περασμένο μόλις Οκτώβρη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανακοίνωσε τη συμφωνία της με τη Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας για αναμεταξύ τους ανταλλαγή νομισμάτων ύψους έως 350 δισ. γουάν, με σκοπό την ενίσχυση των εμπορικών συναλλαγών των χωρών της Ευρωζώνης με την Κίνα.

Ενίσχυση γαλλοκινεζικής οικονομικής συνεργασίας

Την ενίσχυση των αναμεταξύ τους εμπορικών σχέσεων αλλά και συνολικά της οικονομικής τους συνεργασίας επιθυμούν Γαλλία και Κίνα. Οπως αναφέρει o κινεζικός ιστότοπος «China Daily» Κινέζοι και Γάλλοι αξιωματούχοι σχεδιάζουν να οικοδομήσουν μία «νέου τύπου» οικονομική συνεργασία, όπου συνεργατικά επιχειρηματικά σχήματα των δύο χωρών θα δραστηριοποιούνται στο διεθνή οικονομικό στίβο. Σκοπός είναι η ενδυνάμωση της συνεργασίας σε υφιστάμενους τομείς, όπως είναι οι αερομεταφορές, η πυρηνική ενέργεια και η αυτοκινητοβιομηχανία, αλλά και η επέκταση των οικονομικών συμφωνιών στους τομείς της «βιώσιμης αστικής ανάπτυξης» της «νέας ενέργειας» (ανανεώσιμες πηγές, η Κίνα παράγει πχ φωτοβολταϊκά και επιδιώκει τη διείσδυσή της στην ευρωπαϊκή αγορά), της υγείας, των σύγχρονων αγροτικών καλλιεργειών και της τεχνολογίας πληροφοριών.

Ο Γάλλος πρωθυπουργός Ζαν Μαρκ Ερό, την περασμένη Πέμπτη κατέφθασε στο Πεκίνο επικεφαλής πολυμελούς αντιπροσωπείας διπλωματών και επιχειρηματικών στελεχών, στο πλαίσιο πενθήμερης επίσκεψης που πραγματοποιεί, και επισήμανε την πολύ σημαντική συνεργασία που αναπτύσσεται μεταξύ των δύο χωρών ιδιαίτερα στον οικονομικό τομέα. «Η αλληλεξάρτηση των δύο οικονομιών ενισχύεται και είμαστε αποφασισμένοι να ενδυναμώσουμε τη συνεργασία μας», δήλωσε χαρακτηριστικά. Το διμερές εμπόριο Γαλλίας - Κίνας το 2012 έφτασε τα 51 δισ. δολάρια, με τις εξαγωγές της Κίνας στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωπαϊκής Ενωσης να εμφανίζουν μείωση 10,3%, την ίδια στιγμή που αυξήθηκαν οι εξαγωγές της Γαλλίας προς την Κίνα κατά 9,3%. Ταυτόχρονα οι άμεσες κινεζικές επενδύσεις στη Γαλλία ξεπέρασαν τα 153 εκατ. δολάρια το 2012 φτάνοντας το συνολικό ποσό των 3,95 δισ. δολαρίων.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ