Η ΕΕ εκτιμά πως το στόχο του 33% στις ηλικίες έως 3 ετών έχουν επιτύχει 10 κράτη - μέλη (Βέλγιο, Δανία, Γαλλία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Πορτογαλία, Σλοβενία, Ισπανία, Σουηδία και Ηνωμένο Βασίλειο). Αλλα 10 κράτη (Βέλγιο, Δανία, Εσθονία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ολλανδία, Σλοβενία, Σουηδία και Ηνωμένο Βασίλειο) έχουν εκπληρώσει το στόχο του 90% όσον αφορά τα παιδιά από 3 ετών έως την ηλικία στην οποία ξεκινά η υποχρεωτική σχολική εκπαίδευση. Οπως διαπιστώνει, κατά τις τελευταίες δεκαετίες οι δείκτες της απασχόλησης αυξάνουν σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας της αύξησης της γυναικείας απασχόλησης. Ετσι, ο απολογισμός αναφέρει ρητά ότι η αύξηση της απασχόλησης «αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα για να τεθούν οι στόχοι της Βαρκελώνης ως μέρος της ευρωπαϊκής στρατηγικής για την απασχόληση».
Στην πράξη οι «στόχοι της Βαρκελώνης» συνδέθηκαν στενά με την ιδιωτικοποίηση του τομέα της Προσχολικής Αγωγής, με την πιο εκτεταμένη και ενεργή δραστηριοποίηση του κεφαλαίου στο πεδίο που ΕΕ και κυβερνήσεις ονομάζουν «παιδική μέριμνα». Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Ολλανδία. Στην περίπτωσή της η επίτευξη των στόχων, ήδη από το 2008, αποδίδεται στην πλήρη απόσυρση του κράτους, που άφησε το πεδίο ελεύθερο στις επιχειρήσεις. Από το 2005 δεν υπάρχουν πια υπηρεσίες στην ευθύνη του Δημοσίου και η χρηματοδότηση που μέχρι τότε κατευθυνόταν στις τοπικές αρχές για υποδομές σχετικές με τη φροντίδα βρεφών και νηπίων δίνεται πλέον στους γονείς που καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα στους ιδιώτες παρόχους των σχετικών υπηρεσιών. Ωστόσο, το κόστος για τους γονείς αυξήθηκε το 2009 ενώ τόσο το 2011 όσο και το 2012 η παρεχόμενη χρηματοδότηση μειώθηκε. Στη Γερμανία το μηνιαίο κόστος που επωμίζονται οι γονείς κυμαίνεται από 50 έως 500 ευρώ. Οι διαφορές είναι μεγάλες ανάλογα με το είδος του παιδικού σταθμού, που μπορεί να είναι δημοτικός - κοινοτικός, ιδιωτικός, να ανήκει στην Εκκλησία ή σε άλλες «εθελοντικές» οργανώσεις.
Στα κείμενα και τις αποφάσεις της, η ΕΕ κάνει λόγο για υπηρεσίες φροντίδας βρεφών και νηπίων «προσβάσιμες και προσιτές οικονομικά», για υπηρεσίες που θα παρέχονται δηλαδή επί πληρωμή, αλλά το κόστος τους δε θα είναι απαγορευτικό, προκειμένου οι εργαζόμενοι γονείς να μπορούν να κάνουν χρήση τους. Επειδή οι βρεφονηπιακοί σταθμοί δεν είναι σε όλες τις περιπτώσεις αρκετά κερδοφόρα επένδυση ώστε να ενδιαφέρει το κεφάλαιο και με δεδομένο ότι οι εργαζόμενοι δεν μπορούν πάντα να ανταποκριθούν στο οικονομικό κόστος των ιδιωτικοποιημένων υπηρεσιών Προσχολικής Αγωγής, η ΕΕ επιδιώκει να καλύψει ένα μέρος της ανάγκης με υποβαθμισμένες υπηρεσίες φύλαξης μέσω της λεγόμενης «άτυπης μέριμνας». Μέσα δηλαδή από την ανάθεση της φροντίδας βρεφών και νηπίων σε προσωπικό που δε διαθέτει τις αντίστοιχες επιστημονικές γνώσεις και σπουδές, χωρίς να υπάρχουν οι απαιτούμενες υποδομές, στο πλαίσιο της «κοινωνικής οικονομίας», της δράσης των ΜΚΟ, των διαφόρων «εθελοντικών» και «φιλανθρωπικών» οργανώσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη Γερμανία ο καθένας μπορεί να αναλάβει τη φροντίδα παιδιών, με μόνη προϋπόθεση την παρακολούθηση εκπαίδευσης διάρκειας 160 ωρών, η οποία καταλήγει στη χορήγηση ενός πιστοποιητικού.
Η πολιτική της ΕΕ και των κυβερνήσεων, με δεδομένο ότι αντιμετωπίζουν αυτές τις υπηρεσίες ως εργαλείο για την αύξηση της απασχόλησης των γυναικών, είναι επόμενο να οδηγεί σε χαμηλή ποιότητα της Προσχολικής Αγωγής. Ομως, ο ρόλος των βρεφονηπιακών και παιδικών σταθμών δεν περιορίζεται στη φύλαξη των παιδιών κατά τις ώρες εργασίας των γονιών. Οι δημόσιες και δωρεάν υπηρεσίες Προσχολικής Αγωγής πρέπει να είναι πρώτα απ' όλα δικαίωμα των ίδιων των παιδιών, είναι απαραίτητες για τη σωστή ψυχοσωματική τους ανάπτυξη και την ομαλή κοινωνικοποίησή τους. Γι' αυτό πρέπει να βρίσκονται στην αποκλειστική ευθύνη του κράτους και να διασφαλίζονται η επαρκής τους χρηματοδότηση, η κατάλληλη υλικοτεχνική υποδομή, η στελέχωσή τους με επιστημονικό παιδαγωγικό και βοηθητικό προσωπικό και το ανάλογο με την ηλικία των παιδιών παιδαγωγικό πρόγραμμα.