Eurokinissi |
Οι καταγγελίες περί «ακροδεξιάς» δεν τον εμπόδισαν βέβαια τον Αλ. Τσίπρα με την ομιλία του στο Βελλίδειο στη Θεσσαλονίκη την περασμένη βδομάδα να «γαργαλίσει» εθνικιστικά αντανακλαστικά και ένστικτα.
Με αφορμή την επίσκεψη της Α. Μέρκελ στην Αθήνα, κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι «ετοιμάζεται να φωτογραφηθεί χαμογελαστός (σ.σ. ο Σαμαράς) μαζί με την προϊσταμένη του» και είπε ότι η γερμανική κυβέρνηση «μας θεωρεί οικόπεδο και αποικία»! Ενώ όχι τυχαία αναπαρήγαγε το παλιό σύνθημα του ΠΑΣΟΚ, που το επανακυκλοφόρησε στις τελευταίες εκλογές η εγκληματική Χρυσή Αυγή: «Η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες», είπε.
Στο ίδιο πνεύμα, αναρωτήθηκε: «Πόσα κομμάτια εθνικής κυριαρχίας πρέπει ακόμα να παραχωρήσουμε για να πάρουμε τα δυο - τρία κατοστάρικα του ματωμένου πλεονάσματος που μας πετούν στα μούτρα προεκλογικά; Πόσες εκπτώσεις στη δημοκρατία πρέπει ακόμα να ανεχτούμε; (...) Σε πόση ταπείνωση, πόση φτώχεια, πόση ανεργία, πόσα δράματα, πρέπει να κλείσουμε τα μάτια για να μας πουν μια καλή κουβέντα η κυρία Μέρκελ και ο κύριος Σόιμπλε; (...) Αυτά είναι τα ερωτήματα που μπαίνουν μπροστά σε κάθε Ελληνα και σε κάθε Ελληνίδα, ενόψει εκλογών»!
Την ίδια, βεβαίως, στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ δε χάνει την ευκαιρία να επαναλαμβάνει την προσήλωσή του στην ΕΕ και την Ευρωζώνη, κρύβοντας ότι από αυτήν τη συμμετοχή, προκύπτει η αυτονόητη και συνειδητή από πλευράς της ελληνικής αστικής τάξης παραχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων (π.χ. κατάθεση προϋπολογισμού για έγκριση, εποπτεία κ.λπ.) που, άλλωστε, στον ένα ή άλλο βαθμό αφορούν όλα τα κράτη - μέλη της ΕΕ. Ετσι, από τη μια, δίνει εξετάσεις στο κεφάλαιο ότι μπορεί να παίξει με αποτελεσματικό τρόπο ταυτόχρονα το χαρτί του εθνικισμού και του κοσμοπολιτισμού του κεφαλαίου, ενώ από την άλλη διαμορφώνει έναν πλαστό διαχωρισμό των αστικών δυνάμεων σε «υποτελείς στους ξένους» και «εθνικά υπερήφανους»!
Την Παρασκευή, σε άρθρο του, στην «Εφημερίδα των Συντακτών» ο Αλ. Τσίπρας προσπάθησε να σχηματοποιήσει σε κάλπικο δίλημμα την αντιπαράθεση στους κόλπους του κεφαλαίου για το μείγμα διαχείρισης που θα στηρίξει την ανάκαμψη της κερδοφορίας του. «`Η με τον ΣΥΡΙΖΑ ή με την Μέρκελ» υποστήριξε, διεκδικώντας για το κόμμα του τα «ηνία» της διαπραγμάτευσης για την ικανοποίηση αξιώσεων της αστικής τάξης, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί με αυταπάτες να δελεάσει το λαό, ώστε να στοιχηθεί κάτω απ' τις σημαίες που τον οδήγησαν σε πανωλεθρία. Ο Τσίπρας επιχείρησε να εμφανίσει ότι το πρόβλημα δεν είναι η ΕΕ αλλά η μετάλλαξή της από «Ευρώπη των λαών σε ΕΕ των αγορών», υπερασπιζόμενος έτσι τις ιδρυτικές πράξεις της.
Σε συνέντευξή του στην αυστριακή τηλεόραση, ο Αλ. Τσίπρας κατηγόρησε την Α. Μέρκελ για «τσιγκουνιές», λέγοντας πως τα δώρα που έφερε στην Ελλάδα «δεν μπορεί να αποτελέσουν γιατρικό στις πληγές της ελληνικής οικονομίας» μιας και «για να επανεκκινηθεί η ελληνική οικονομία χρειάζονται σοβαρές αποφάσεις για ένα σχέδιο δημόσιων ευρωπαϊκών αναπτυξιακών επενδύσεων, που δεν μπορούν να μετρηθούν σε ορισμένες δεκάδες εκατομμυρίων ή κάποιες εκατοντάδες εκατομμυρίων ευρώ».
Στην ίδια συνέντευξη, αναγνώρισε την ανάγκη τόνωσης της ανταγωνιστικότητας των καπιταλιστικών οικονομιών, χαρακτήρισε την πρότασή τους για το χρέος μη ριζοσπαστική, της κοινής λογικής όπως είπε, αφού επιτρέπει την αποπληρωμή του, ενώ υπερασπίστηκε ως ανάγκη τις «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα κάνουν το κράτος λιγότερο γραφειοκρατικό, λιγότερο σπάταλο».
Τα αιτήματά του για το κεφάλαιο ο λαός ας τα διαβάσει συνδυαστικά με το μήνυμα που του έστειλε ο Αλ. Τσίπρας μέσω της ιταλικής τηλεόρασης, σύμφωνα με το οποίο η όποια ανακούφιση παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες: «Για να μπορέσουμε να πετύχουμε μια πολύ μεγάλη πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα, κι αυτή η πολιτική αλλαγή να έχει θετικό αποτέλεσμα, πρέπει να αλλάξουν οι συσχετισμοί σε όλη την Ευρώπη, δεν μπορεί μόνο σε μια χώρα να πετύχεις την πολιτική αλλαγή, αν οι συσχετισμοί σε όλη την Ευρώπη δεν είναι τέτοιοι που να μπορέσουν να δεχτούν αυτήν την πολιτική αλλαγή».
Μια προσεκτική ανάγνωση του κειμένου τους επιβεβαιώνει ότι δεν μιλάμε για ...παράλειψη από αφηρημάδα: Είναι πέρα για πέρα ξεκάθαρο ότι για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ αυτές οι «ρήξεις» δεν θα γίνουν από την εργατική - λαϊκή εξουσία, αλλά με κάποιο απροσδιόριστο μαγικό τρόπο.
Η πλήρης αποσύνδεση των «αντικαπιταλιστικών πολιτικών στόχων», που προβάλλει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, από το ζήτημα της αλλαγής τάξης στην εξουσία γίνεται πάνω από όλα σαφής από την κριτική που κάνει στο ΚΚΕ, ότι παραπέμπει «όλους τους αναγκαίους πολιτικούς στόχους του κινήματος στο ακαθόριστο μέλλον της "λαϊκής εξουσίας"».
Αρα λοιπόν, αφού η εργατική - λαϊκή εξουσία είναι του «ακαθόριστου μέλλοντος», ποια εξουσία, ποια κυβέρνηση θα υλοποιήσει στόχους όπως η αποδέσμευση από την ΕΕ; Μια κλασική αστική κυβέρνηση που «θα πιεστεί από το κίνημα»; Μια «αριστερή» παραλλαγή της, όπως αυτή που ευαγγελίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ; Κι αν γίνει μια τέτοια αποδέσμευση, χωρίς ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων (αφού δεν θα υπάρχει η «λαϊκή εξουσία», προφανώς τα μονοπώλια θα κάνουν κουμάντο), σε τι θα ωφελήσει το λαό; Σε ποια διεθνή συμμαχία, άραγε, θα πάρει μέρος ένα τέτοιο κράτος; Είναι άραγε τυχαίο ότι στο πολυσέλιδο κείμενο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ λείπει και η παραμικρή αναφορά στα υπόλοιπα ιμπεριαλιστικά κέντρα, πέρα από την ΕΕ, σε μια περίοδο μάλιστα που οξύνονται οι αντιθέσεις τους, με σαφή επίδραση και στο εσωτερικό της ευρωπαϊκής λυκοσυμμαχίας;
Είναι τόσο «ριζοσπαστικές» οι θέσεις και οι στόχοι της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που της επέτρεπαν να συνδιαλέγεται επί μήνες για το ενδεχόμενο πολιτικής σύμπραξης με το πιο «καθαρό» σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα καπιταλιστικής διαχείρισης του «Σχεδίου Β'» του Αλ. Αλαβάνου. Ανεξάρτητα, ωστόσο, από το πώς θα εξελιχθεί τελικά το «διαζύγιο» στο οποίο οδηγήθηκαν αυτές οι δυνάμεις, μετά το επίμονο φλερτ τους, είναι σίγουρο ότι ετοιμάζονται να συμβάλουν στη διαμόρφωση ενός νέου οπορτουνιστικού πόλου, καλύπτοντας το κενό που θα αφήσει η παραπέρα σοσιαλδημοκρατικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ.