Associated Press |
Στο πλαίσιο αυτό, και η χτεσινή δήλωση του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Δ. Παπαδημούλη, ο οποίος, σχολιάζοντας τη συνάντηση με τον Μ. Ντράγκι, ανέφερε: «Οι μεγάλοι παίκτες στο ευρωπαϊκό πεδίο αναγνωρίζουν ότι υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες ο ΣΥΡΙΖΑ να είναι στον κορμό της αυριανής κυβέρνησης».
Σε συνέντευξή του στο ρ/σ «Alpha», πρόσθεσε: «Το πιο σημαντικό είναι η ίδια η συνάντηση Τσίπρα - Ντράγκι. Φανερώνεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηρίζεται έμπρακτα ως μια ανερχόμενη πολιτική δύναμη».
Εξίσου βεβαίως σημαντικό ήταν και το περιεχόμενο αυτής της συνάντησης, κατά την οποία ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ ανέγνωσε στον κεντρικό τραπεζίτη της ΕΕ τον κατάλογο αξιώσεων της ντόπιας αστικής τάξης για μεγαλύτερη στήριξη της κερδοφορίας της.
Από τη σκοπιά των συμφερόντων των επιχειρηματικών ομίλων ασκεί ο ΣΥΡΙΖΑ την κριτική του και στην κυβέρνηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Δ. Παπαδημούλης έσπευσε να δώσει περίοδο χάριτος στο νέο υπουργό Προστασίας του Πολίτη, Β. Κικίλια, λέγοντας: «Δεν υπάρχει προηγούμενη εμπειρία για τον Βασίλη Κικίλια, όλοι θα κριθούν από το έργο τους. Από το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη χρειάζεται να ενισχύσει το αίσθημα ασφάλειας του πολίτη και την καταπολέμηση της εγκληματικότητας», κατέληξε, αφήνοντας να περάσει στο ντούκου η ενίσχυση της καταστολής και του αυταρχισμού σε βάρος του εργατικού λαϊκού κινήματος, που αντικειμενικά συνοδεύει μια πολιτική κομμένη και ραμμένη στα μέτρα των αναγκών του κεφαλαίου για περισσότερα κέρδη.
Ο εκπρόσωπος Τύπου του κόμματος Π. Σκουρλέτης επέμεινε με τη σειρά του να θέτει ζήτημα νομιμοποίησης της παρούσας κυβέρνησης να διαπραγματευτεί διευθέτηση του χρέους. Μιλώντας στο ρ/σ «ΣΚΑΪ», υποστήριξε ότι η κυβέρνηση Σαμαρά δεν έχει τέτοια νομιμοποίηση, να διαπραγματευτεί με τους δανειστές, ρόλο που ορέγεται να παίξει για λογαριασμό του ντόπιου κεφαλαίου ο ΣΥΡΙΖΑ, με γραμμή «κουρέματος» του χρέους, που θα συνοδευτεί από νέα αντιλαϊκά μέτρα,(θυμηθείτε το «κούρεμα» του 2012 με την εξαϋλωση αποθεματικών ασφαλιστικών ταμείων, νοσοκομείων, πανεπιστημίων κλπ).
Κάτι που παραδέχτηκε και ο βουλευτής και εκ των διαμορφωτών της οικονομικής πολιτικής του κόμματος Γ. Σταθάκης, ο οποίος αποσυνέδεσε χτες τη διαγραφή μέρους του χρέους από την επάχθειά του και εμμέσως ομολόγησε ότι πρόκειται για διαδικασία από την οποία μόνο προβλήματα προκύπτουν για τους λαούς, αφού την χαρακτήρισε επανάληψη του PSI, που εξαέρωσε τα αποθεματικά ασφαλιστικών ταμείων, νοσοκομειακών ιδρυμάτων κλπ. Είπε («Αθήνα 9.84»): «Η διαγραφή του χρέους δεν έχει σχέση με την επάχθεια, έχει σχέση με τη βιωσιμότητα του χρέους (...) Εχουν γίνει αναδιαρθρώσεις χρεών σε 89 χώρες τα τελευταία 25 χρόνια, άρα είναι μια διεθνής πρακτική, η διεθνής αυτή πρακτική για λόγους επάχθειας είναι περιορισμένη, για λόγους βιωσιμότητας ισχύει για τις 88 από τις 89 χώρες που διεγράφη μέρος του χρέους τους. Οπως έγινε και με το PSI στην Ελλάδα. Μια επανάληψη δηλαδή του PSI, έχοντας υπόψη ότι τώρα πια οι χρηματοδότες δεν είναι ιδιώτες, αλλά ευρωπαϊκοί θεσμοί, το ΔΝΤ και τα κράτη - μέλη (...) Δε γνωρίζω κανέναν που να το θεωρεί βιώσιμο. Ολες οι μελέτες, το ΔΝΤ, οι τράπεζες, οι διεθνείς φορείς, όλοι θεωρούν ότι δεν είναι βιώσιμο. Συνεπώς, θα υπάρξει μια αναδιάρθρωση εκ των πραγμάτων».
Είναι η αντιφατικότητα μιας πολιτικής διαχείρισης του καπιταλισμού που εδράζεται στις ίδιες τις αντιφάσεις του συστήματος. Ετσι ενώ προτείνουν «κούρεμα», ταυτόχρονα το εξορκίζουν, γνωρίζοντας οτι θα το πληρώσει ο λαός. Ο Γ. Σταθάκης ασκεί επιπλέον κριτική για το γεγονός ότι δεν έχει προχωρήσει διευθέτηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών, τσουβαλιάζοντας τα επιχειρηματικά δάνεια με αυτά των λαϊκών νοικοκυριών. Ο ΣΥΡΙΖΑ ουσιαστικά ζητά να ρυθμιστούν τα «κόκκινα» δάνεια των καπιταλιστών, να υπάρξει ένα «κανονιστικό πλαίσιο, που θα έθετε τους κανόνες αναδιάρθρωσης των κόκκινων δανείων και των εξυπηρετούμενων δανείων, τα οποία όντως εξυπηρετούνται υπό πολύ αντίξοες συνθήκες».
Καταρχάς ο Γ. Βαρουφάκης αποκαλύπτει ότι ο διοικητής της ΤτΕ μικρές δυνατότητες παρέμβασης έχει στο ΔΣ της ΕΚΤ στο οποίο συμμετέχει. Υποστηρίζει ότι θα πρέπει να μην είναι Ελληνας και να είναι μονεταριστής. «Θα ήταν τεράστια συνεισφορά τόσο προς τη χώρα μας όσο και στο Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στο οποίο συμμετέχει ο Διοικητής της ΤτΕ, αν ο δικός μας εκπρόσωπος ήταν πραγματικός μονεταριστής», αναφέρει και παρακάτω εξηγεί και το λόγο: «Η ΕΚΤ πρέπει εσπευσμένα να προβεί σε ποσοτική χαλάρωση, κάτι που ένας μονεταριστής καταλαβαίνει καλά. Ενας έντιμος μονεταριστής κατανοεί πλήρως την ανάγκη εκκαθάρισης του κόπρου του τραπεζικού συστήματος, κάτι που θα ήταν θείο έργο ως προς το δικό μας τραπεζικό σύστημα».
Μάλιστα προτείνει πιο συγκεκριμένα: «Αγγλοσάξονας μονεταριστής με επιτυχή θητεία σε Κεντρική Τράπεζα εκτός της Ευρωζώνης. Ιδανική περίπτωση θα ήταν ο Sir Mervyn King (έως πρότινος Διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας). Αν όχι ο Sir Mervyn, τότε εξαιρετική εναλλακτική θα ήταν ο Andy Haldane (διευθυντής του γραφείου χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της Τράπεζας της Αγγλίας). Κι αν όχι ο Andy Haldane, τότε η θέση θα μπορούσε να προταθεί στον Sir Winfried Bischoff, Πρόεδρο της Επιτροπής Χρηματοπιστωτικής Αναφοράς της Βρετανίας».
Κρύβουν φυσικά ότι, ακόμα κι αν ανοίξουν οι κρουνοί για τη στήριξη της καπιταλιστικής ανάπτυξης, ούτε δεκάρα δε θα καταλήξει στο πορτοφόλι της εργατικής λαϊκής οικογένειας, τα δικαιώματα της οποίας αποτελούν προσάναμμα ικανό να πυροδοτήσει τα κέρδη και την ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου.
Συνεπώς, είτε έτσι είτε αλλιώς, με όποιον στο τιμόνι της ΤτΕ, ο λαός δεν έχει να προσμένει τίποτα. Το νταβαντούρι από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ έχει άλλα κίνητρα κι άλλες στοχεύσεις. Εντάσσεται στη διαμάχη του με την κυβέρνηση για το μείγμα διαχείρισης που μπορεί στη σημερινή φάση να ικανοποιήσει τις ανάγκες των επιχειρηματικών ομίλων. Εντάσσεται επίσης στη λογική του ΣΥΡΙΖΑ για «πανευρωπαϊκή αντιμετώπιση του χρέους και της πρότασής του που έκανε μόλις προχτές ο Αλ. Τσίπρας στον πρόεδρο της ΕΚΤ Μ. Ντράγκι για «γενναίες πολιτικές αποφάσεις στην κατεύθυνση ενός νέου ευρωπαϊκού New Deal. Μια νέα ευρωπαϊκή συμφωνία, από το συνδυασμό δράσεων της ΕΚΤ και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, υπό την έγκριση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, θα έδινε τη δυνατότητα για ένα ισχυρό αναπτυξιακό πακέτο, προσανατολισμένο αποκλειστικά σε παραγωγικές επενδύσεις».
Γι' αυτό δεν μπορεί να υπάρξει καπιταλισμός χωρίς κρίσεις, γι' αυτό δεν μπορεί να υπάρξει πολιτική διαχείρισης που να τον «γιατρέψει» από την κρίση, γι' αυτό και δεν υπάρχει μέσα στο πλαίσιό του φιλολαϊκή διαχείριση της κρίσης. Τέτοια, μόνο με εργατική λαϊκή εξουσία και κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής μπορεί να υπάρξει, αφού η κοινωνική παραγωγή δε θα γίνεται για το κέρδος, δε θα είναι άναρχη, αλλά για τις ανάγκες των πραγματικών παραγωγών του πλούτου, των εργαζομένων.