Εικαστικός στην αφετηρία του, ο δημιουργός του θιάσου «bijoux de kant», Γιάννης Σκουρλέτης, συνεχίζει τους ενδιαφέροντες και εικαστικά καλαίσθητους θεατρικούς πειραματισμούς του. Τους συνεχίζει, συνήθως, με διασκευές (δικές του) ποικίλων έργων (ενδεικτικά αναφέρουμε τον «Βέρθερο» του Γκαίτε και την κινηματογραφική «Στέλλα» του Κακογιάννη). Κύριο γνώρισμα της δουλειάς του Γ. Σκουρλέτη είναι η εμμονή του προς τον αισθητισμό (θεματολογικό ή μορφολογικό ή και τα δύο μαζί). Αισθητισμός που, οπτικά, μπορεί να «γοητεύει» τον θεατή, αλλά μπορεί και να δυσκολεύει, αν όχι και να βλάπτει το κυρίαρχο ζητούμενο της σκηνικής τέχνης: το κείμενο (θεματολογικά - νοηματικά, γλωσσικά, μορφολογικά), να κατανοείται άμεσα και απόλυτα από τον θεατή, να «αγγίζει» ακαριαία τις αισθήσεις, στο μυαλό και την ψυχή του. Αυτή, ακριβώς, τη δυσκολία παρουσίασε και η παράστασή του στο Φεστιβάλ Αθηνών. Ο Σκουρλέτης, ορμώμενος από την περσινή του παράσταση «Στέλλα/ travel» (με θέμα το θανάσιμο ερωτικό ταξίδι μιας λαϊκής γυναίκας, της κινηματογραφικής «Στέλλας»), επέλεξε και διασκεύασε (με αφηγηματικά, μονολογικά και διαλογικά μέρη) το πεζογράφημα της Γλυκερίας Μπασδέκη «Ραμόνα». Διατηρώντας όμως - προφανώς στο όνομα του ρεαλισμού - το δύσληπτο θεατρικά - λαϊκό θρακιώτικο γλωσσικό ιδίωμα του πεζογραφικού προσώπου - της Ραμόνας, αλλά και φράσεις στη λαϊκή βουλγαρική διάλεκτο από τον παντρεμένο με την αδελφή της Ραμόνας, Βούλγαρο μετανάστη, δυσκόλεψε την κατανόηση του κειμένου από τον θεατή. Κακά τα ψέματα, κρυμμένος αισθητισμός είναι η διατήρηση μιας δυσνόητης σήμερα θρακικής διαλέκτου, κι ας είναι λαϊκή. Αισθητισμός είναι και η εξομοίωση της Ραμόνας, της αδελφής της και του Βούλγαρου μετανάστη, με τα τρία κεντρικά πρόσωπα του έργου του «Λεωφορείου ο πόθος» του Τ. Ουίλλιαμς. Ομοιότητα συναισθημάτων μπορεί να υπάρχει, πλήθος όμως είναι οι διαφορές (εθνολογικές, ιστορικές, κοινωνικές, πολιτισμικές) μεταξύ των Βαλκάνιων προσώπων του ελληνικού πεζογραφήματος και των προσώπων του «Λεωφορείου ο πόθος». Πόση ομοιότητα μπορεί να έχει η αμόρφωτη, πάμφτωχη, γεννημένη και ορφανεμένη στη μετεμφυλιακή Θράκη, Ραμόνα, που για να επιζήσουν εκείνη και η μικρότερη αδελφή της, ανάλωσε την «άμοιρη» ζωή της με νυχτοκάματο σαν λαϊκή «ντιζέζ» σε άθλια βορειοελλαδίτικα «σκυλάδικα», με την ξεπεσμένη, αλλά μεγαλοαστικής καταγωγής και κουλτούρας Μπλανς ντι Μπουά και την αδελφή της (Στέλλα); Πόση ομοιότητα έχει ο εξαμερικανισμένος σύζυγος της Στέλλας, Κοβάλσκι, δεύτερης γενιάς Πολωνός μετανάστης στις ΗΠΑ, με τον Βούλγαρο μετανάστη στην Ελλάδα, πριν 25 - 30 χρόνια; Δύστυχοι άνθρωποι και οι μεν και οι δε, αλλά από διαφορετικά κοινωνικά αίτια, τα οποία, λόγω του γλωσσικού ιδιώματος, αλλά και του «θολού» ιστορικοκοινωνικά κειμένου, δεν αναδεικνύονται ευθέως από το κείμενο. Η εικαστική όψη της παράστασης (σκηνογραφία Γιάννης Σκουρλέτης, Δήμητρα Λιάκουρα, Περικλής Πραβήτας), η μουσική (Κώστας Δαλακούρας), τα γνωστά λαϊκά τραγούδια, η κίνηση (Τάσος Καραχάλιος), οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί (Χριστίνα Θανάσουλα), αισθητικά ελκύουν τον θεατή. Πάντως, η σκηνοθετική προσπάθεια ευνοήθηκε από την ερμηνεία της πολύπειρης, τολμηρής και μεταμορφώσιμης υποκριτικά Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη (Ραμόνα), η οποία μεταδίδει αληθινή συγκίνηση με την τελευταία σκηνή της. Αλήθεια, αμεσότητα και λαϊκότητα διαθέτει η ερμηνεία της Λένας Δροσάκη. Γόνιμοι ερμηνευτικά είναι οι Κρις Ραντάνοφ (στο ρόλο του Βούλγαρου μετανάστη) και Δημήτρης Μοθωναίος (νεαρός άρρωστος Αλβανός μετανάστης, που περιμάζεψε η Ραμόνα).
Αυτό τον τίτλο φέρει η παράσταση του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας, στο Φεστιβάλ Αθηνών. Ενδιαφέρουσα και επίκαιρη η ιδέα του Θοδωρή Γκόνη να «καταγράψει» μέσα από προσωπικές μαρτυρίες το σημερινό εφιάλτη της ανεργίας στην Ελλάδα. Εφιάλτη και των καλλιτεχνών του θεάτρου, όπως επισημαίνει μια μαρτυρία. Η στήλη επαινεί την ιδέα και την πρόθεσή της να αναδείξει το τόσο «φλέγον» πρόβλημα της ανεργίας που ρημάζει τη ζωή ήδη εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων (περίπου 1,5 εκατομμύριο), και απειλεί εκατομμύρια άλλους, αλλά έχει και σοβαρές παρατηρήσεις για την κειμενική υλοποίησή της. Το παραστασιακό κείμενο (Θ. Γκόνης, Ελένη Στρούλια) συντίθεται με αποσπάσματα συνεντεύξεων που έδωσαν άνεργοι στον καθηγητή του Πανεπιστημίου Κρήτης, Νίκο Παναγιωτόπουλο, για το περιοδικό «Κοινωνικές επιστήμες», με αποσπάσματα από το βιβλίο του ίδιου «Η οδύνη των ανέργων», με απόσπασμα του έργου του Πολ Λαφάργκ «Το δικαίωμα στην τεμπελιά» και το γαλλόφωνο τραγουδάκι «Je ne neux pas travailler». Οι μαρτυρίες ανέργων στην παράσταση είναι λιγοστές και αφορούν σε λιγοστούς κλάδους, και όχι σε εργατικούς κλάδους που έχουν πληγεί τραγικά. Οι μαρτυρίες ανέργων δεν είναι και από τις συνταρακτικότερες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας. Τα περί του ΟΑΕΔ δεν καταδεικνύουν το τρομερό μέγεθος της ανεργίας και όλες τις πλευρές του εμπαιγμού των ανέργων, προς όφελος επιδοτούμενων εργοδοτών. Η οικονομική κρίση εμφανίζεται λίγο - πολύ ουρανοκατέβατη και όχι καπιταλιστική. Λέξη για τους υπαίτιους της ανεργίας και τους ωφελούμενους από αυτήν - τους ντόπιους και ξένους πλουτοκράτες. Λέξη για τα πολιτικά όργανά τους (εγχώρια και ευρωενωσιακά). Και αντί το κείμενο να βγάζει «κραυγή» υπεράσπισης του δικαιώματος κάθε εργαζόμενου στην εργασία, αποδυναμώνει το ζωτικό πια για το λαό και τον τόπο μας πρόβλημα της ανεργίας, με την εκφώνηση ενός πολύ μικρού κομματιού από το έργο το Λαφάργκ. Στέλεχος της Κομμουνιστικής Διεθνούς, αμετανόητος μαρξιστής μέχρι το θάνατό του («Ζήτω ο κομμουνισμός. Ζήτω ο διεθνής σοσιαλισμός», έγραψε στο τελευταίο κείμενό του) ο Λαφάργκ στο «Δικαίωμα στην τεμπελιά» κατάγγειλε τους απάνθρωπους εκμεταλλευτές της εργατικής τάξης, αναφέρθηκε στη μεγάλη υπευθυνότητα των εργατών απέναντι στο εργασιακό καθήκον τους και υπερασπιζόμενος το δικαίωμά τους να έχουν ελεύθερο χρόνο, επισήμανε τον αποδεδειγμένο κίνδυνο: ότι η αγάπη, το πάθος τους για τη δουλειά, «φτάνει ως την εξάντληση των ζωτικών δυνάμεων του ατόμου και των απογόνων του». Ασφαλώς, την εποχή που ο Λαφάργκ έγραψε αυτό το κείμενο, ο πεθερός του, Κ. Μαρξ και ο Ενγκελς, ιεραρχούσαν πρώτο το δικαίωμα στην εργασία. Αναπόφευκτα, εξαιτίας της σημερινής καπιταλιστικής βαρβαρότητας, το πρώτιστο δικαίωμα είναι στην εργασία. Αν αυτό δεν επανακτηθεί, τα περί δικαιώματος για ελεύθερο χρόνο των εργαζομένων είναι φρούδες ελπίδες. Ο Θοδωρής Γκόνης σκηνοθέτησε τις μαρτυρίες ανέργων με ρεαλιστική απλότητα, ως «ντοκουμέντα» - «πορτρέτα» βασανιζόμενων οικονομικά και ψυχολογικά ανθρώπων, με ερμηνευτές τους Δημήτρη Δάγκαλη, Ιριδα Νικολάου, Κλέα Σαμαντά, Παύλο Σταυρόπουλο.