ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 19 Ιούλη 2014
Σελ. /24
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΣΥΡΙΖΑ
Παρουσιάζει ως φιλολαϊκό το μείγμα διαχείρισης που διεκδικεί το κεφάλαιο

Την υπόνοια ότι η «χαλάρωση» του μείγματος διαχείρισης που αξιώνει σημαίνει και σταμάτημα των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και των αντιλαϊκών μέτρων, επιχειρεί να καλλιεργήσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Ετσι, σε non paper που διένειμε χτες υποστηρίζει ότι η τελευταία επίσκεψη της τρόικας διέλυσε κυβερνητικές προσδοκίες για χαλάρωση του μείγματος πολιτικής και «όχι μόνο θα περάσουν τα 5 εναπομείναντα προαπαιτούμενα για τη δόση του 1 δισ. καταμεσής του θέρους (...) αλλά πρέπει να επιταχυνθεί η πραγματοποίηση των δεσμεύσεων που περιλαμβάνονται στο μνημόνιο. Δηλαδή, από το 27% των 600 δεσμεύσεων του μνημονίου θα πρέπει τον Σεπτέμβριο να έχουμε φτάσει στο 80%!».

Κρύβει, φυσικά, ότι ζητήματα όπως «το ασφαλιστικό, τα εργασιακά, το δημοσιονομικό κενό του 2015, τα κόκκινα δάνεια, οι απολύσεις στο δημόσιο, οι ιδιωτικοποιήσεις, το ΕΚΑΣ, τα προνοιακά επιδόματα, το ενιαίο μισθολόγιο», που ο ίδιος καταγράφει στο non paper, παρά τις οξύτατες ενδοαστικές αντιθέσεις, δεν τίθενται σε διαπραγμάτευση σε ό,τι αφορά τον αντιλαϊκό χαρακτήρα τους και δε «σηκώνουν» χαλάρωση, ανεξάρτητα απ' το αν τελικά το μείγμα διαχείρισης χαλαρώσει, παρέχοντας στην όποια κυβέρνηση τη δυνατότητα να υποστηρίξει την ανάκαμψη της καπιταλιστικής κερδοφορίας.

Μάλιστα, ο ΣΥΡΙΖΑ αποσυνδέει την πορεία υλοποίησης μέτρων όπως τα παραπάνω απ' την ευρωενωσιακή στρατηγική που τα περιλαμβάνει και απ' το μεγάλο κεφάλαιο, τα συμφέροντα του οποίου τα υπαγορεύουν, αρκούμενος να στηλιτεύει κάθε δεύτερη αράδα τους «δανειστές» γενικώς και αορίστως. Σ' αυτούς χρεώνει «ανυπαρξία διάθεσης για χαλάρωση του ελληνικού προγράμματος», ενώ κατηγορεί την κυβέρνηση για «διαπραγματευτική γραμμή του καλού μαθητή που περιμένει επιβράβευση έναντι των δανειστών».

Και ενώ το παράδειγμα της Ιταλίας αποδεικνύει ότι η χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής προϋποθέτει κλιμάκωση της επίθεσης στο λαό, ο Αλ. Τσίπρας απ' την Ιταλία έφερε την πραγματικότητα στα μέτρα του. Απ' τη μια, επέκρινε τον Μ. Ρέντσι για «λαθεμένη τακτική» (!) επειδή «ζητά τη χαλάρωση του συμφώνου σταθερότητας όχι την ακύρωση του και, για να το αποκτήσει, δέχεται τη νεοφιλελεύθερη πολιτική, μια πολιτική που αν συνεχιστεί υπάρχει ο κίνδυνος διάλυσης της ΕΕ». Απ' την άλλη, τον αντιπαρέβαλε στον Α. Σαμαρά, υποστηρίζοντας ότι «σε κάθε περίπτωση είναι θετικό ότι αυτά που λέει ο Ρέντσι είναι διαφορετικά από αυτά που λέει ο Σαμαράς στην Ελλάδα, ο οποίος δε θέλει καν να χαλαρώσει το σύμφωνο σταθερότητας»!

Μάλιστα, έκανε εξαγωγή αυταπατών και στον ιταλικό λαό, λέγοντας ότι «ο Μ. Ρέντσι έχει μια ενδιαφέρουσα ρητορική περί αλλαγής. Το εξάμηνο Ιταλικής Προεδρίας θα μπορούσε να εξυπηρετήσει για να αλλάξει γραμμή».

Αναζητούν δυνάμεις που μπορούν να υπηρετήσουν τους σχεδιασμούς του

Στο μεταξύ, στον απόηχο της εκδήλωσης του ΣΥΡΙΖΑ για τους αιγιαλούς, ο Ν. Βούτσης, μιλώντας χτες στον «Αθήνα 9,84», παραδέχτηκε ότι η πρωτοβουλία για «κοινωνικοπολιτικές συσπειρώσεις», που επιδιώκουν με αφορμή σημαντικά ζητήματα, «προφανώς, εντάσσεται και σε μια γενικότερη στρατηγική αντίληψη, για να διαμορφωθεί ένας ικανός συνασπισμός ανατροπής αυτής της κυβέρνησης και αυτής της πολιτικής».

Στην αποτίμηση αυτής της δεύτερης εκδήλωσης, ο ΣΥΡΙΖΑ προβληματίζεται για τη διάρρηξη των σχέσεων με τους ΑΝΕΛ που δεν εκπροσωπήθηκαν, εμφανίζεται ωστόσο ικανοποιημένος για την προσέγγιση με τη ΔΗΜΑΡ που συστηματοποιείται. Μάλιστα, ο Ν. Βούτσης έκανε καθαρό ότι τον ΣΥΡΙΖΑ τον ενδιαφέρουν διαδικασίες που μπορεί να «δώσουν» και «μέτωπα, ακόμα και στήριξης μελλοντικών κυβερνητικών λύσεων της αριστεράς», εμφανίστηκε, ωστόσο, να απορρίπτει δυνάμεις της «κεντροαριστεράς, που έχει χρεωθεί όλη την τετραετή μνημονιακή περίοδο».

Επί της ουσίας, ο ΣΥΡΙΖΑ από θέση ισχύος επιλέγει ποιες απ' τις υπαρκτές σήμερα δυνάμεις της διαχείρισης μπορούν να υπηρετήσουν καλύτερα τους σχεδιασμούς του. Οπως άλλωστε παραδέχτηκε ο Π. Σκουρλέτης (ρ/σ «Κόκκινο»), «στη βάση του δικού μας σχεδίου φιλοδοξούμε να διαμορφωθεί ένα πλειοψηφικό μπλοκ κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων (...) Σε αυτό χωράνε πολλοί από τη στιγμή που αποδέχονται τη βάση συνεννόησης (...), από την εξωκοινοβουλευτική αριστερά μέχρι τις δυνάμεις που με ένα σαφή και φερέγγυο τρόπο εναντιώνονται στο μνημόνιο και προέρχονται από το χώρο της σοσιαλδημοκρατίας».

Ειδικότερα για την κεντροαριστερά, δήλωσε ότι οι δυνάμεις που σήμερα τη συνθέτουν, κατονομάζοντας το ΠΑΣΟΚ του Ευ. Βενιζέλου, έχουν εκτεθεί πολύ και πολύ πρόσφατα, άρα δεν μπορούν άμεσα να ενταχθούν στο σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ. Κάλεσε, μάλιστα, τη ΔΗΜΑΡ να διαλέξει μεριά. Οπως είπε, ο ΣΥΡΙΖΑ θα ενδιαφερόταν για συνεργασία με ένα κεντροαριστερό φορέα, «ο οποίος, όμως, δε θα ήταν μια κεντροαριστερά των τελευταίων ετών. Αυτό είναι μια προϋπόθεση, διότι η κεντροαριστερά των τελευταίων δεκαετιών έχει ουσιαστικά προσδεθεί στην υπόθεση του νεοφιλελευθερισμού. Το σημερινό ΠΑΣΟΚ επί Βενιζέλου έχει γίνει αυτό που πολύ κωδικοποιημένα λέμε δορυφόρος του Σαμαρά και της ΝΔ».

Σύντομο ιστορικό του «κυπριακού ζητήματος» μέχρι την ανεξαρτησία της Κύπρου

Συμπληρώνονται αύριο 40 χρόνια από την τουρκική εισβολή στο νησί

Σαράντα χρόνια συμπληρώνονται αύριο από τις 20 Ιούλη 1974, από την ημέρα που οι τουρκικές Ενοπλες Δυνάμεις εισέβαλαν στην Κύπρο, με τον «Αττίλα Α'», ενώ και με τον «Αττίλα Β'» στο διάστημα 14-16 Αυγούστου, έθεσαν υπό την κατοχή τους και διατηρούν έως σήμερα το 36,3% του κυπριακού εδάφους. Νωρίτερα, στις 15 Ιούλη 1974, είχε προηγηθεί στρατιωτικό πραξικόπημα ανατροπής της κυβέρνησης Μακαρίου στην Κύπρο, με την αμέριστη συμβολή της στρατιωτικής δικτατορίας της Ελλάδας.

Από τότε μέχρι σήμερα, παρά τα ψηφίσματα του ΟΗΕ του 1977 και 1979, για δίκαιη, βιώσιμη λύση, για Κύπρο ενιαία, ανεξάρτητη, αδέσμευτη, αποστρατιωτικοποιημένη, που αναγνώριζαν το πρόβλημα ως διεθνές λόγω στρατιωτικής εισβολής και κατοχής μέρους των εδαφών της από την Τουρκία, το κυπριακό πρόβλημα παραμένει άλυτο.

Το Νοέμβρη του 2002, ο ΓΓ του ΟΗΕ, Κόφι Ανάν, παρουσίασε το πρώτο «σχέδιό του» για την «επίλυση» του κυπριακού ζητήματος, που έκτοτε πήρε και το όνομά του, «σχέδιο Ανάν». Το τελικό σχέδιο ήταν το πέμπτο που θα εγκρινόταν σε δημοψήφισμα τον Απρίλη του 2004 και δε διέφερε ουσιαστικά από το πρώτο. Ηταν σχέδιο εφαρμογής τετελεσμένων μετά την εισβολή και κατοχή, δηλαδή διχοτομικό. Το σχέδιο απορρίφθηκε με το δημοψήφισμα.

Ολόκληρη η ιστορία του «κυπριακού ζητήματος» δεν είναι τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από τις επιδιώξεις των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών, ΗΠΑ - Βρετανίας, να έχουν ενταγμένη την Κύπρο στα γενικότερα γεωστρατηγικά τους σχέδια στη Μεσόγειο, στη Μέση και στην Εγγύς Ανατολή. Ετσι, η επιδίωξη διχοτόμησης του νησιού είναι απόρροια μιας μακρόχρονης προσπάθειας ένταξης της Κύπρου σ' αυτά τα σχέδια. Ας δούμε τα κυριότερα σημεία τους στην περίοδο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το Κυπριακό στον ΟΗΕ, η αποτυχημένη τριμερής, το Σχέδιο Μακμίλαν

Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος, ικανός αστός πολιτικός και δεδηλωμένος αντικομμουνιστής, ακολούθησε σταθερά πολιτική διεθνοποίησης του Κυπριακού.

Στις 25.4.1952 έγινε στη Λευκωσία, με πρωτοβουλία του Μακαρίου, η Α' Παγκύπρια Εθνοσυνέλευση, η οποία ενέκρινε ψήφισμα που ζητούσε την ένωση με την Ελλάδα. Ομως, ο Μακάριος απέκλεισε από τη συνέλευση τόσο το ΑΚΕΛ όσο και τις μαζικές οργανώσεις που αυτό επηρέαζε.

Στις 10.8.1953 ο Μακάριος απέστειλε αίτηση στο Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, με την οποία ζητούσε να τεθεί το Κυπριακό στη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού.

Στις αρχές του Σεπτέμβρη απηύθυνε έκκληση στον Παπάγο, ζητώντας από την ελληνική κυβέρνηση να υιοθετήσει την αίτησή του προς τον ΟΗΕ. Η κυβέρνηση Παπάγου κατέθεσε προσφυγή στον ΟΗΕ στις 20.8.1954.

Η προσφυγή ζητούσε από τον ΟΗΕ να επιτρέψει στον πληθυσμό της Κύπρου να αποφασίσει ο ίδιος για το μέλλον του, με πλήρη ελευθερία και υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών.

Τελικά, στις 17 Δεκέμβρη ψηφίστηκε (και από την ελληνική αντιπροσωπεία), με 50 ψήφους υπέρ και 8 αποχές, πρόταση για διακοπή κάθε συζήτησης για το Κυπριακό.

Στις 29.8.1955, η βρετανική κυβέρνηση κάλεσε στο Λονδίνο Τριμερή Διάσκεψη μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Η Τριμερής Διάσκεψη άνοιξε και επίσημα το δρόμο στην Τουρκία για διεκδικήσεις στην Κύπρο.

Στις 4.10.1955 πραγματοποιήθηκε στη Λευκωσία η πρώτη συνάντηση του Βρετανού στρατιωτικού διοικητή της Κύπρου, Τζον Χάρτινγκ, με τον Μακάριο. Στη συνάντηση ο Μακάριος υπέβαλε σχέδιο που εγκατέλειπε το αίτημα της άμεσης ένωσης Κύπρου με την Ελλάδα και υποδείκνυε ένα μεταβατικό Σύνταγμα αυτοκυβέρνησης, που, μετά από την εφαρμογή του, η Μ. Βρετανία θα παραχωρούσε αυτοδιάθεση στην Κύπροαλλά δεν κατέληξαν σε συμφωνία.

Το 1958 η βρετανική κυβέρνηση διατύπωσε το Σχέδιο Μακμίλαν (από το όνομα του Βρετανού πρωθυπουργού Χάρολντ Μακμίλαν), το οποίο ουσιαστικά προωθούσε τη διχοτόμηση της Κύπρου, αναγνωρίζοντας την Τουρκία ως «ενδιαφερόμενο» κράτος.

To NATO συνέστησε στην ελληνική κυβέρνηση να αποδεχτεί το βρετανικό σχέδιο. Η ελληνική κυβέρνηση δεν το δέχτηκε.

Το σχέδιο προέβλεπε: Τη θεσμοθέτηση αντιπροσώπων των κυβερνήσεων Ελλάδας και Τουρκίας δίπλα στο Βρετανό κυβερνήτη της Κύπρου. Να συγκροτηθούν δύο αντιπροσωπευτικές Βουλές. Να υπάρχουν χωριστά ελληνοκυπριακά και τουρκοκυπριακά δημοτικά συμβούλια. Ακόμα, την επιστροφή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου μετά από διάστημα 2-3 μηνών, την κατάπαυση της βίας κ.ά.

Ο Μακάριος απέρριψε το βρετανικό σχέδιο, τονίζοντας ότι ο κυπριακός λαός δε θα δεχόταν καμία αυθαίρετη και μονόπλευρη απόφαση και ότι ήταν αποφασισμένος να διεκδικήσει το δικαίωμά του στην αυτοδιάθεση.

Πρότεινε στις 22.9.1958 την ανεξαρτησία της Κύπρου μέσα στο πλαίσιο της Βρετανικής Κοινοπολιτείας και κάτω από την εγγύηση των Ηνωμένων Εθνών.

Την 1.10.1958 η βρετανική κυβέρνηση προχώρησε στην εφαρμογή του Σχεδίου Μακμίλαν, δεχόμενη το διορισμό Τούρκου αντιπροσώπου στην Κύπρο. Η λύση αυτή δεν μπόρεσε να «περπατήσει».

Οι Συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου. Η «ανεξαρτησία» της Κύπρου

Στις 5.2.1959 άρχισαν στη Ζυρίχη συνομιλίες ανάμεσα στους πρωθυπουργούς της Ελλάδας και της Τουρκίας, Κωνσταντίνο Καραμανλή και Αντνάν Μεντερές, με τη συμμετοχή των αντίστοιχων υπουργών Εξωτερικών, Ευάγγελου Αβέρωφ - Τοσίτσα και Φατίν Ρουστού Ζορλού. Στις 29 Γενάρη, σε σύσκεψη που έγινε στο σπίτι του Ελληνα πρωθυπουργού, ενημερώθηκε για το περιεχόμενο της Συμφωνίας ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Στη Ζυρίχη στις 11.2.1959 ανακοινώθηκε η υπογραφή της Συμφωνίας.

Από τις 17 έως 19 Φλεβάρη πραγματοποιήθηκε η διάσκεψη και ακολούθησε η Συμφωνία του Λονδίνου ανάμεσα στη Μ. Βρετανία, την Ελλάδα, την Τουρκία και εκπροσώπους της Ελληνοκυπριακής και της Τουρκοκυπριακής Κοινότητας.

Με τις Συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου:

  • Η Κύπρος υπαγόταν ουσιαστικά υπό τριμερή, βρετανική - ελληνική - τουρκική, συγκυριαρχία. Οι τρεις δυνάμεις εγγυούνταν το καθεστώς της με ειδική συνθήκη.
  • Δημιουργούνταν τυπικά ανεξάρτητη Δημοκρατία της Κύπρου.
  • Παραχωρούνταν δύο περιοχές της Κύπρου στη Μ. Βρετανία για τη μόνιμη εγκατάσταση βρετανικών βάσεων.
  • Προβλεπόταν μόνιμη στάθμευση ελληνικών και τουρκικών στρατευμάτων στο νησί.
  • Προβλεπόταν η δημιουργία χωριστών συνελεύσεων και δημοτικών συμβουλίων για τις δύο Κοινότητες και ενιαίο Κοινοβούλιο, στο οποίο οι Ελληνοκύπριοι θα αντιπροσωπεύονταν κατά 70% και οι Τουρκοκύπριοι κατά 30%.
  • Ο Πρόεδρος της ανεξάρτητης Δημοκρατίας της Κύπρου θα ήταν Ελληνοκύπριος και ο αντιπρόεδρος Τουρκοκύπριος, που θα είχε το δικαίωμα άσκησης βέτο σε όλες τις υποθέσεις.

Μετά από την υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου οι πρωθυπουργοί της Ελλάδας και της Τουρκίας υπέγραψαν μυστικό πρωτόκολλο, με το οποίο συμφωνούσαν να υποστηρίξουν την είσοδο της Κύπρου στο NATO και την εγκατάσταση σε αυτή ΝΑΤΟικών βάσεων. Η ύπαρξη του Πρωτοκόλλου αποκαλύφθηκε μόλις το 1979-1980.

Η εφαρμογή των Συμφωνιών προσέκρουσε στην αντίθεση του λαού, στις νέες αξιώσεις που διατύπωναν η Βρετανία και η Τουρκία και στις αντιθέσεις που προέκυψαν ανάμεσα στον Μακάριο και τον Γρίβα.

Στις 13.12.1959 έγιναν στην Κύπρο προεδρικές εκλογές. Πρώτος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας εκλέχτηκε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος.

Στις 16.1.1960 στο Λονδίνο άρχιζαν οι εργασίες της πενταμερούς Διάσκεψης για την Κύπρο, στην οποία συμμετείχαν οι υπουργοί Εξωτερικών της Ελλάδας, της Τουρκίας και της Μ. Βρετανίας, ο Μακάριος, ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Φ. Κιουτσούκ και ο Βρετανός διοικητής της Κύπρου, σερ Χιου Φουτ.

Η Διάσκεψη έληξε στις 18 Γενάρη. Συμφωνήθηκε η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Κύπρου στις 19 Μάρτη 1960. Αλλά οι Συμφωνίες με τις οποίες η Κύπρος ανακηρύχτηκε ανεξάρτητο κράτος υπογράφηκαν στο Λονδίνο στις 16.8.1960.

Η ίδρυση του κυπριακού κράτους, ως προϊόν ενδοκαπιταλιστικών συμβιβασμών, με την παρουσία των βρετανικών βάσεων, στρατευμάτων τριών κρατών και το διαχωρισμό στα τοπικά όργανα των Ελληνοκυπρίων από τους Τουρκοκυπρίους, ουσιαστικά υπονόμευε από την αρχή την ενότητα της Κύπρου, δημιουργούσε δηλαδή προϋποθέσεις διχοτόμησης, ακόμα και διπλής ένωσης. Το περιεχόμενο των Συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου, με τις οποίες τρία κράτη γίνονταν «εγγυητές» της ανεξαρτησίας μιας άλλης χώρας, δεν μπορούσε να αποτελέσει ένα μόνιμο συμβιβασμό. Ετσι, μετά από μια ολιγόχρονη ανάπαυλα, ακολούθησε νέα φάση όξυνσης των εσωτερικών και εξωτερικών αντιθέσεων στην Κύπρο.

Ο Μακάριος υπέρ της ανεξαρτησίας

Τις Συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου και την τυπική αναγνώριση της κυπριακής κρατικής οντότητας, ο Μακάριος επιχείρησε να τις αξιοποιήσει ως βάση για την πλήρη ανεξαρτησία και η Τουρκία από την πλευρά της ως βάση για τη διχοτόμηση. Στα σχέδια του Μακαρίου για ανεξαρτησία αντιδρούσαν οι κυβερνήσεις Ελλάδας και Τουρκίας.

Ετσι εμφανίστηκαν τα αμερικανικά Σχέδια Ατσεσον.

Το πρώτο Σχέδιο Ατσεσον (14.7.1964) προέβλεπε στα βασικά σημεία του:

«1. Η Ελλάδα παραχωρούσε για πάντα στην Τουρκία ένα μέρος του νησιού κατά κυριαρχία. Την περιοχή αυτή θα χρησιμοποιούσε η Τουρκία ως στρατιωτική βάση με πλήρη δικαιώματα ανάπτυξης στρατιωτικών δυνάμεων και των Τριών Οπλων (...).

2. Να γίνουν ειδικές διευθετήσεις για την προστασία του αριθμού εκείνου των Τουρκοκυπρίων που δε θα συμπεριληφθούν στο χώρο της κυρίαρχης τουρκικής βάσης».

Στις 20.8.1964 ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Ντιν Ατσεσον έφερε δεύτερο σχέδιο που περιείχε:

«1. Η βάση να εκμισθωθεί απλώς στην Τουρκία για μια χρονική περίοδο (50 χρόνια κρίθηκαν λογική περίοδος), αντί να παραχωρηθεί κατά κυριαρχία.

(...) 3. (...) Να τεθούν δύο επαρχίες υπό τη διοίκηση Τουρκοκυπρίων επάρχων (...).

4. Αντί της κεντρικής τουρκοκυπριακής διοίκησης της Λευκωσίας (...) να υπάρχει ένας ανώτερος αξιωματούχος στην κεντρική κυβέρνηση της Κύπρου. (...)

(...) 6. Η πρόταση για το διορισμό διεθνούς αρμοστή από τον ΟΗΕ θα διατηρηθεί και στο δεύτερο σχέδιο».

Αυτό το σχέδιο έγινε αποδεκτό από την κυβέρνηση Παπανδρέου, που αρχικά το είχε απορρίψει, επειδή «είχεν ως τίτλον την Ενωσιν και ως περιεχόμενον την διχοτόμησιν», όπως είχε πει. Λίγο αργότερα η κυβέρνηση Παπανδρέου το απέρριψε, λόγω έντονης αντίδρασης του Μακαρίου.

Στις συναντήσεις του (24 και 25.6.1964) με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, Λίντον Τζόνσον, ο Γ. Παπανδρέου αρνήθηκε συνομιλίες με τον Τούρκο πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού, όπως ζητούσε ο Τζόνσον. Ο Τζόνσον απειλούσε ότι η Τουρκία θα επιτεθεί στην Κύπρο και στην Ελλάδα, δίχως να μπορούν οι ΗΠΑ να την αποτρέψουν...

Οι θέσεις του Γ. Παπανδρέου στη σύσκεψη με τον Τζόνσον ήταν:

«...Η ΝΑΤΟποίησις της Κύπρου αποτελεί την καλυτέραν διά την Τουρκίαν λύσιν. Διότι προσφέρει εις την Τουρκίαν εκείνο το οποίον δικαιούται, δηλαδή την ασφάλειαν (...) Ζητούμεν αδέσμευτον ανεξαρτησία ...και αυτοδιάθεσιν (...) Ταύτα συμφέρουν εις τον Ελεύθερον Κόσμον».

Στις 15.8.1964 η σοβιετική κυβέρνηση απάντησε στην έκκληση του Μακαρίου ότι σε περίπτωση επίθεσης κατά της Κύπρου η Σοβιετική Ενωση δε θα έμενε αδιάφορη.

Η έκθεση Πλάζα

Στις 26.3.1965 ο νέος μεσολαβητής του ΟΗΕ Γκάλο Πλάζα υπέβαλε έκθεση στο ΓΓ του ΟΗΕ και αργότερα σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη και τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας. Η έκθεση αποτελούνταν από τρία κεφάλαια:

1. Ανεξαρτησία, αυτοδιάθεση και διεθνής ειρήνη. 2. Η δομή της πολιτείας. 3. Η προστασία των ατομικών και μειονοτικών δικαιωμάτων.

Η πρόταση απέκλειε την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, που την προσδιόριζε ως «ένα θέμα ελεύθερης επιλογής, σε ένα μεταγενέστερο ίσως στάδιο, αν αυτή ήταν η κοινή επιθυμία όλων των κατοίκων του νησιού».

Η έκθεση Πλάζα έγινε δεκτή από την κυπριακή και την ελληνική κυβέρνηση αλλά απορρίφθηκε από την Τουρκία και από την τουρκοκυπριακή ηγεσία και τελικά δεν είχε αίσιο τέλος.

Πηγή: «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, β' τόμος, 1949-1968»

ΔΗΜΑΡ
«Λάδι στη φωτιά» έριξε η επιστολή Τσίπρα

Ικανοποίηση προκάλεσε στην ηγεσία της ΔΗΜΑΡ η απάντηση Τσίπρα στην πρόσκληση Κουβέλη για διάλογο, γεγονός που εξόργισε τη μειοψηφούσα «Μεταρρυθμιστική Τάση», η οποία σε ανακοίνωσή της κάνει λόγο για «ταπείνωση» της ΔΗΜΑΡ αν αποδεχτεί τα προαπαιτούμενα που θέτει ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ. Αναφέρει συγκεκριμένα: «Δεν μας εκπλήσσει η απορριπτική - αρνητική απάντηση του κ. Τσίπρα στη ΔΗΜΑΡ, όπου εκθέτει τους βασικούς άξονες της δικής του πολιτικής - με την οποία είμαστε σε αντίθεση από καιρό - και της οποίας ζητάει την αποδοχή για οποιονδήποτε διάλογο. Μας εκπλήσσει ο απίστευτος σχολιασμός "κύκλων της ΔΗΜΑΡ" και οι δηλώσεις ηγετικών στελεχών της ότι η απάντηση του κ. Τσίπρα είναι θετική και δημιουργεί πεδίο διαλόγου και συνεννοήσεων. Λυπούμαστε ειλικρινά. Η ηττημένη ΔΗΜΑΡ δεν είναι υποχρεωτικό να εξελιχθεί σε ταπεινωμένη ΔΗΜΑΡ».

Κατά τη μειοψηφία, η ηγεσία της ΔΗΜΑΡ πραγματοποιεί με προβληματικό τρόπο τη στροφή που αποφάσισε ότι πρέπει να κάνει μετά την εκλογική συντριβή και την εκτίμηση ότι αυτή οφείλεται κατά βάση στον «πολιτικό απομονωτισμό» και στην «άρνησή της να συμμετάσχει σε οποιονδήποτε διάλογο με τις δυνάμεις του ευρύτερου δημοκρατικού χώρου». Αυτό καταδεικνύει - όπως υποστηρίζει η «Μεταρρυθμιστική Τάση» - η αποστολή δύο επιστολών, μία στις δυνάμεις της κεντροαριστεράς και μία στον ΣΥΡΙΖΑ, που συνιστά «απόλυτη αντίφαση στους πολιτικούς και στρατηγικούς προσανατολισμούς και σύγχυση στις προθέσεις» της πλειοψηφίας.

Από την πλευρά της πλειοψηφίας η εκτίμηση είναι διαφορετική, με τον εκπρόσωπο Τύπου Χρ. Μαχαίρα να δηλώνει χτες στο ΜΕΓΚΑ ότι η πρωτοβουλία διαλόγου της ΔΗΜΑΡ «προκαλεί το ενδιαφέρον διαφόρων πλευρών κι αυτό είναι αναντίρρητα θετικό». Θυμίζουμε ότι την ερχόμενη Τρίτη θα πραγματοποιηθεί η συνάντηση αντιπροσωπειών ΔΗΜΑΡ και ΠΑΣΟΚ και θα ακολουθήσει συνάντηση με τους Οικολόγους.

Παραδεχόμενος ότι η ΔΗΜΑΡ παίζει αυτή τη στιγμή σε διπλό ταμπλό, διεκδικώντας ρόλο γεφυροποιού μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και κεντροαριστεράς, ο Χρ. Μαχαίρας δήλωσε «εμείς δεν απευθύναμε καμία πρόταση διαλόγου για την κεντροαριστερά στον ΣΥΡΙΖΑ, την απευθύναμε στο ΠΑΣΟΚ και σε άλλες κινήσεις (...) Στον ΣΥΡΙΖΑ απευθύναμε πρόταση για την προοδευτική διακυβέρνηση του τόπου -εξ ου και η διαφορετική επιστολή- και λάβαμε μία απάντηση από τον κ. Τσίπρα που αντιπροτείνει μία πρόταση "πολιτικής συνεννόησης", όπως την αποκαλεί, στη βάση ενός αριστερού προγράμματος διεξόδου. Αλλα σημεία από αυτά που περιέχονται στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ είναι κοντά σε εκτιμήσεις της ΔΗΜΑΡ, άλλα απέχουν, ορισμένα απαιτούν επεξεργασία. Θεωρούμε, πάντως, ότι με την επιστολή Τσίπρα δημιουργείται το έδαφος για ένα δημόσιο διάλογο».



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ