ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 28 Γενάρη 2001
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ 2001
«Φοβούνται» ή κάνουν πως φοβούνται για την εκπλήρωσή του

Από τον πρώτο μήνα εκτέλεσής του, παράγοντες του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης έχουν δώσει εντολή για την προετοιμασία νέων αντιλαϊκών μέτρων, καθώς θεωρούν  δύσκολη την εκπλήρωση του στόχου για πλεόνασμα 0,5%, που έχουν δεσμευτεί με το Πρόγραμμα Σταθερότητας

Είναι δυνατό, πριν ακόμα συμπληρωθεί ο πρώτος μήνας του νέου χρόνου, να φοβούνται στο υπουργείο Οικονομικών, ότι ο Κρατικός Προϋπολογισμός του 2001 θα πέσει έξω στο σκέλος των εσόδων; Και όμως έτσι είναι. Πολιτικοί παράγοντες του υπουργείου χαρακτηρίζουν το 2001 την πιο δύσκολη χρονιά για τα κρατικά έσοδα, μέχρι του σημείου να εκφράζουν οι ίδιοι αμφιβολίες για την επίτευξη των στόχων του προϋπολογισμού. Αμφιβάλλουν, δηλαδή, αν φέτος θα εισπραχθούν τα 11,7 τρισ. δραχμές ως φορολογικά έσοδα, που προϋπολογίστηκαν να είναι αυξημένα κατά 900 δισ. δραχμές συγκριτικά με το 2000, οπότε είχαν εισπραχθεί 10,8 τρισ. δραχμές.

Τέτοιες, βέβαια, επισημάνσεις από τους κυβερνητικούς παράγοντες πρέπει να μας προβληματίζουν. Αν η πορεία των φορολογικών εσόδων δεν πάει όντως καλά, τότε η κυβέρνηση, η οποία έχει βάλει φαρδιά-πλατιά την υπογραφή της στην τήρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, δύο πράγματα θα κάνει.

Πρώτον, θα επιβάλει νέες φορολογίες στα πλατιά λαϊκά στρώματα, κάτι το οποίο έχει ήδη κάνει με το πρόσφατο νομοσχέδιο για τις φορολογίες της ακίνητης περιουσίας.

Δεύτερον, θα προχωρήσει σε νέες περικοπές δαπανών, κοινωνικού βέβαια χαρακτήρα. Δεν πρόκειται βέβαια να περικόψει δαπάνες που αφορούν στο δημόσιο χρέος, στα εξοπλιστικά προγράμματα, ή ακόμα και στα μεγάλα έργα υποδομών που συγχρηματοδοτούνται από τα ευρωπαϊκά ταμεία. Αρα, διαθέσιμες για παραπέρα περικοπές είναι, για την κυβέρνηση, οι δαπάνες μισθοδοσίας και κυρίως οι επιχορηγήσεις κοινωνικών φορέων.

Οι οικονομικοί υπουργοί, άλλωστε, είναι απόλυτα σαφείς ως προς τις... διορθωτικές κινήσεις, αν χρειαστεί να γίνουν. Η εποχή των ελλειμματικών προϋπολογισμών βρίσκεται οριστικά πίσω μας, ανέφερε στο «Ρ» οικονομικός υπουργός. Οπως και αν έρθουν τα πράγματα, στο τέλος του 2001 θα πρέπει η γενική κυβέρνηση - περιλαμβάνονται οι προϋπολογισμοί και των ασφαλιστικών ταμείων - να παρουσιάσει πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ. Και όταν ρωτήθηκε τι θα γίνει αν δεν επιτευχθεί ο στόχος των εσόδων, με αφοπλιστική ειλικρίνεια απάντησε: «Θα υπάρξουν περικοπές δαπανών». Για να υπάρξουν δαπάνες, ανέφερε, πρέπει να υπάρξουν έσοδα. Αν δε μαζέψουμε έσοδα πώς θα χρηματοδοτήσουμε τις δαπάνες;

Από πρώτη ματιά φαίνεται ορθή η σκέψη αυτή. Από πρώτη ματιά όμως, γιατί στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε ότι τέτοιες σκέψεις δεν εκφράζουν παρά μόνο τα αδιέξοδα και τα στενά όρια ενός φορολογικού συστήματος φιλομονοπωλιακά προσανατολισμένου.

Οι φόβοι του υπουργείου Οικονομικών

Οι φόβοι του υπουργείου Οικονομικών για την κακή πορεία των εσόδων εστιάζονται πρώτα και κύρια στην άσχημη πορεία του Χρηματιστηρίου. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι η φορολογία των χρηματιστηριακών πράξεων μειώθηκε από το 0,6 τοις χιλίοις στο 0,3 τοις χιλίοις. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ο πολύ χαμηλός όγκος των ημερήσιων συναλλαγών και ο ενδόμυχος φόβος ότι η περιβόητη ανάκαμψη δε φαίνεται στον ορίζοντα ούτε με κιάλια... Στον Κρατικό Προϋπολογισμό, όμως, έχει εγγραφεί ποσό ύψους 260 δισ. δραχμώναπό φορολογία χρηματιστηριακών πράξεων. Οι πιο απαισιόδοξοι υποστηρίζουν ότι αν εισπράξουμε 100 δισ. δραχμές θα είμαστε και ευχαριστημένοι.

«Τρύπα», όμως, φαίνεται ότι θα υπάρξει και:

  • Από την φορολογία των αποδόσεων από τραπεζικές καταθέσεις μετά την κατακρήμνιση των επιτοκίων από τις εμπορικές τράπεζες, στα πλαίσια της... προσαρμογής των επιτοκίων σε επίπεδα ευρώ... Ετσι, θεωρείται πολύ δύσκολο να εισπραχθούν τα 185 δισ. δραχμές που έχουν εγγραφεί στον προϋπολογισμό από τη φορολογία των αποδόσεων τραπεζικών καταθέσεων.
  • Από τη φορολογία των πετρελαιοειδών. Ενώ όλοι εύχονται να μειωθεί η τιμή των πετρελαιοειδών, στο υπουργείο Οικονομικών σκέπτονται ότι κάθε μονάδα μείωσης της τιμής στις βενζίνες και τα πετρέλαια σημαίνει είσπραξη λιγότερων φόρων. Από ειδικούς φόρους και ΦΠΑ στα πετρελαιοειδή το υπουργείο Οικονομικών εισπράττει περισσότερο από το 50% της τιμής καταναλωτή. Στον Κρατικό Προϋπολογισμό έχει εγγραφεί το ποσό, από φόρους πετρελαιοειδών, του 1,15 τρισ. δραχμών, αλλά η προοπτική της μείωσης των τιμών στα πετρελαιοειδή τούς φοβίζει...

Κοντά σ' αυτά αναφέρουν στο υπουργείο Οικονομικών, ότι από το 2001 αρχίζει η μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων σε επιχειρήσεις, μισθωτούς κλπ. Βέβαια, η μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων σε μισθωτούς-συνταξιούχους είναι ένα προπαγανδιστικό τρικ εξαπάτησης της κοινής γνώμης από τους μηχανισμούς παραπληροφόρησης. Στόχος της κυβέρνησης, με τις προωθούμενες φορολογικές αλλαγές, είναι μια νέα λεόντεια αναδιανομή εισοδήματος υπέρ του κεφαλαίου, μέσω της γενναίας μείωσης των φορολογικών συντελεστών σε επιχειρήσεις και υψηλά εισοδήματα. Ετσι, διαρρέουν ότι μεταξύ των προτάσεων, που επεξεργάζεται η επιτροπή για την αναθεώρηση του φορολογικού συστήματος το 2002, είναι και η μείωση του ανώτατου συντελεστή φορολογίας των φυσικών προσώπων στο 30% από 45% σήμερα.

Κρίση του μηχανισμού φιλομονοπωλιακής ρύθμισης

Οι παράγοντες τους οποίους κατονομάζουν στο υπουργείο Οικονομικών ως ευεπίφορους για τη μη επίτευξη των εισπρακτικών στόχων είναι υπαρκτοί. Αν έχει πέσει κατακόρυφα ο τζίρος στο Χρηματιστήριο, θα μπορούσαμε να κατηγορήσουμε το υπουργείο Οικονομικών για κακή εκτίμηση στις προβλέψεις, αλλά μέχρι εκεί. Αλλά το πρόβλημα των φορολογικών εσόδων, αν εκδηλωθεί, απλώς αποκαλύπτει την κρίση ενός φορολογικού μηχανισμού, φιλομονοπωλιακά προσανατολισμένου, με προκλητικές φορολογικές απαλλαγές στο τραπεζικό-τοκογλυφικό, εφοπλιστικό και λοιπό κεφάλαιο. Ο αντιλαϊκός χαρακτήρας του σημερινού φορολογικού συστήματος και δεδομένος είναι, αλλά ακριβώς και για το λόγο αυτό οι δυνατότητές του είναι και οριακές... Ετσι, από τα φορολογικά έσοδα, ύψους 11,7 τρισ. δραχμών, που θα πρέπει να εισπραχθούν το 2001, οι άμεσοι φόροι ανέρχονται σε 4,9 τρισ. δραχμές, οι οποίοι επιμερίζονται σε 1,9 τρισ. δραχμές από φορολογία φυσικών προσώπων και 1,75 τρισ. δραχμές από φορολογία νομικών προσώπων (επιχειρήσεων μικρών και μεγάλων). Οι έμμεσοι φόροι, που συνεχίζουν να αποτελούν τον κορμό του αντιλαϊκού φορολογικού συστήματος, ανέρχονται σε 6,9 τρισ. δραχμές.

Και το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: Θα μπορούσε να είναι διαφορετική η δομή του φορολογικού συστήματος, μέσα στα πλαίσια του υπάρχοντος συστήματος; Το ερώτημα είναι εντελώς θεωρητικό. Ομως, είναι βέβαιο, και δύσκολα θα βρεθεί κάποιος να το αμφισβητήσει, ότι βελτιώσεις θα μπορούσαν να υπάρξουν, αν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ δεν ήταν τόσο προσκολλημένες στους μεγάλους επιχειρηματίες και τους τραπεζίτες.

Αποτελεί κοινό μυστικό, για παράδειγμα, ότι σήμερα:

  • Φορολογία στις κινητές αξίες (μετοχές, ομόλογα κλπ.) δεν υφίσταται. Γιατί η φορολογία 0,3 τοις χιλίοις στις πωλήσεις των μετοχών είναι βέβαια μια κοροϊδία και το ελληνικό χρηματιστήριο συνεχίζει να αποτελεί μέσο για ξέπλυμα «βρώμικου» - κατά τα αστικά κριτήρια - χρήματος αφού δεν ισχύουν οι διατάξεις περί «πόθεν έσχες».
  • Η φορολογία των ρέπος (πρόκειται για τις καταθέσεις των πλουσίων) καταργήθηκε το Σεπτέμβρη του 1998 (υπουργός Γ. Παπαντωνίου, υφυπουργός Ν. Χριστοδουλάκης) μετά από πιέσεις που άσκησαν στην κυβέρνηση οι τραπεζίτες. Ετσι, τα υπόλοιπα των ρέπος από 36,7 δισ. δραχμές πριν από τις 17 του Σεπτέμβρη '98, που καταργήθηκε η φορολογία, εκτινάχτηκαν στα 6,1 τρισ. δραχμές τον Οκτώβρη του 2000 (στοιχεία ΤτΕ).
  • Τα κρατικά ομόλογα που αγοράζουν ξένοι (επιχειρήσεις ή ιδιώτες) δε φορολογούνται. Ετσι, οι λεγόμενοι θεσμικοί στην Ελλάδα (τράπεζες, αμοιβαία κεφάλαια κλπ.) αγοράζουν ομόλογα μέσω τρίτων (μέσω θυγατρικών του εξωτερικού). Στο μεταξύ, με την αγορά κρατικών ομολόγων έχει ανοίξει μια κερδοσκοπία άνευ προηγουμένου, καθώς οι τράπεζες σήμερα εξοφλούν κουπόνια προηγούμενων ετών με επιτόκια 10 και 15%. Οι εταιρίες Αμοιβαίων Κεφαλαίων (ΑΕΔΑΚ), που στηρίζονται στις αγορές ομολόγων και μετοχών, στην ουσία είναι αφορολόγητες, καθώς προβλέπεται φορολογία του ενεργητικού τους με κάτι χιλιοστά...

Με λίγα λόγια, φορολογία κινητών αξιών στην Ελλάδα μηδέν, γι' αυτό όσο και αν ψάξει κανείς να αναζητήσει τις φορολογίες αυτές στο αναλυτικό τεύχος του Κρατικού Προϋπολογισμού, θα σπαταλήσει άσκοπα το χρόνο του.

Το αίσχος, βέβαια, με το εφοπλιστικό κεφάλαιο είναι γνωστό από δεκαετίες. Στον προϋπολογισμό του 2001 προβλέπεται φορολογική... επιβάρυνση στα πλοία 8 δισ. δραχμών! Ο τραγέλαφος είναι τέτοιος ώστε το 2000 οι υπάλληλοι του υπουργείου Οικονομικών, που ήταν επιφορτισμένοι με τη φορολογία πλοίων, είχαν στείλει σημείωμα στο υπουργείο όπου ανέφεραν ότι το κόστος είσπραξης των φόρων από τη φορολογία πλοίων ήταν μεγαλύτερο από τους εισπραττόμενους φόρους.

Ο φιλομονοπωλιακός προσανατολισμός του φορολογικού συστήματος φαίνεται, επίσης, και από τους φόρους που επέλεξε η κυβέρνηση να μειώσει. Ετσι, ενώ διατήρησε άθικτα το ληστρικό ΦΠΑ και τη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων (οι αλλαγές που έγιναν και αφορούν στα λαϊκά εισοδήματα είναι για γέλια), προχώρησε σε μεγάλες μειώσεις του ειδικού φόρου για την αγορά επιβατικών αυτοκινήτων (μετά από πιέσεις των εισαγωγέων) και σε κατάργηση του Ειδικού Φόρου Τραπεζικών Εργασιών (μετά από πιέσεις των τραπεζιτών). Και όπως ισχυρίζονται παράγοντες του υπουργείου Οικονομικών, αυτά δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτά που θα δούμε το 2002 με τη νέα αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος. Αν αληθεύει μόνο η πληροφορία, ότι ο ανώτατος συντελεστής φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων θα μειωθεί στο 30%, αυτό ισοδυναμεί με μια λεόντεια αναδιανομή εισοδήματος μέσω των φορολογικών μηχανισμών, προς όφελος φυσικά των «εχόντων και κατεχόντων».


Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ