ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 12 Οχτώβρη 2014
Σελ. /40
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
Η «ευελιξία» όπλο για το χτύπημα των μισθών

Από παλιότερη κινητοποίηση για τις ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις
Από παλιότερη κινητοποίηση για τις ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις
Το τελευταίο διάστημα, μπήκε με ένταση στην επικαιρότητα το ζήτημα των μισθών και των Συλλογικών Συμβάσεων, γενικότερα η κατάσταση στην αγορά εργασίας, ιδιαίτερα μετά από πέντε χρόνια καπιταλιστικής κρίσης και ανατροπών σε βάρος των μισθωτών, μέσα από μια σειρά νομοθετικές παρεμβάσεις.

Ολες οι διαθέσιμες πηγές, ακόμα και οι επίσημες, επιβεβαιώνουν αυτό που, πλέον, διαπιστώνει κάθε εργαζόμενος από την καθημερινή του εμπειρία: Ραγδαία μείωση του εργατικού εισοδήματος, ως συνέπεια της δραστικής συρρίκνωσης των μισθών, για όσους εργάζονται, αλλά και εξάπλωση της υποαπασχόλησης, με τη «βούλα του νόμου».

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΙΚΑ (Δεκέμβρης 2013), που αφορούν τους μισθούς των ασφαλισμένων στο Ιδρυμα, όπως προκύπτουν από τις Αναλυτικές Περιοδικές Δηλώσεις (ΑΠΔ) που υποβάλλουν οι επιχειρήσεις και χωρίς να πάρουμε υπόψη την ανασφάλιστη εργασία και τους πολύ χαμηλούς μισθούς που παίρνουν οι εργαζόμενοι με τέτοιο καθεστώς, 486.608 μισθωτοί ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ (από τα 1,6 εκατομμύρια μισθωτούς) είχαν τον περασμένο Δεκέμβρη μισθό από μερικές δεκάδες ευρώ, μέχρι 600 ευρώ μεικτά!

Δηλαδή, το 30% των μισθωτών που ασφαλίζονται στο ΙΚΑ (σχεδόν τρεις στους δέκα) έχουν μηνιαίο εισόδημα αρκετά κάτω ή στα όρια περίπου ακόμα και αυτού του κατάπτυστου κατώτερου μισθού ενός ανειδίκευτου εργάτη (586 ευρώ μεικτά), που νομοθέτησε η κυβέρνηση για λογαριασμό των εργοδοτών. Μάλιστα, ένας στους δέκα μισθωτούς έχει μηνιαίο εισόδημα κάτω από τα 150 ευρώ μεικτά και ένας στους τέσσερις κάτω από τα 550 ευρώ.

Πέρα από τη γενική μείωση των μισθών, τόσο του κατώτερου, όσο και των κλαδικών, είναι φανερό ότι σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωσή τους έχει παίξει η εξάπλωση της μερικής απασχόλησης και της «εκ περιτροπής εργασίας», όπως και όλων των μορφών «ευελιξίας» στις μορφές απασχόλησης και στην οργάνωση του χρόνου εργασίας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία από το ΙΚΑ, το 2013 ένας στους τέσσερις ασφαλισμένους μισθωτούς εργαζόταν με μερική απασχόληση. Συγκεκριμένα, σε σύνολο 1,582 εκατ. μισθωτών οι 1.191.340 (75,3%) έχουν πλήρη απασχόληση και οι 390.740 (24,7%) εργάζονται με μερική απασχόληση, με μέρος τους να εργάζεται μόλις μία μέρα τη βδομάδα. Ετσι, συγκρίνοντας το μέσο μισθό μεταξύ αυτών που εργάζονται με πλήρη απασχόληση και αυτών που εργάζονται με μερική απασχόληση, προκύπτει μια τεράστια «ψαλίδα».

Συγκεκριμένα, ο μέσος μεικτός μισθός - όπως τον υπολογίζει το ΙΚΑ - για τους εργαζόμενους με πλήρη απασχόληση, διαμορφώθηκε στα 1.265,8 ευρώ (χωρίς να αφαιρεθούν οι ασφαλιστικές εισφορές και ο φόρος), ενώ ο μέσος μισθός για τους εργαζόμενους με μερική απασχόληση είναι μόλις 445,33 ευρώ μεικτά. Ετσι, ο μέσος μισθός με μερική απασχόληση είναι μόλις το 35,2% του μέσου μισθού με πλήρη απασχόληση!

Με υποαπασχόληση ένας στους πέντε

Ανάλογη εικόνα προκύπτει και από τα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος «Εργάνης». Σύμφωνα με αυτά, ένας στους πέντε εργαζόμενους με σχέση ιδιωτικού δικαίου στην Ελλάδα το 2013 είχε μισθό μέχρι 500 ευρώ μεικτά, ενώ ένα ανάλογο ποσοστό εργαζόταν από 1 έως 20 ώρες τη βδομάδα, με μερική απασχόληση ή «εκ περιτροπής» εργασία. Προκύπτει δηλαδή ευθεία συσχέτιση των πιο χαμηλών μισθών με την υποαπασχόληση και την «ευελιξία».

Συγκεκριμένα:

  • Σε σύνολο 1.371.450 εργαζομένων με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, οι 277.532, δηλαδή το 20,4%, λαμβάνουν μηνιαίο μισθό μέχρι 500 ευρώ μεικτά, που σημαίνει ότι τα «καθαρά» φτάνουν μέχρι 400 ευρώ, ενώ υπάρχουν μισθωτοί που ο μισθός τους δεν ξεπερνά τα 300 και 200 ευρώ!
  • Ταυτόχρονα, 272.816 εργαζόμενοι απασχολούνται το πολύ μέχρι 20 ώρες τη βδομάδα.

Και εδώ προκύπτει ότι η «ευελιξία» είναι συνώνυμο των πιο χαμηλών μισθών. Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, όταν, όπως δείχνουν και τα αναλυτικά στοιχεία της μερικής απασχόλησης από το σύστημα «Εργάνης», γι' αυτό το 20% έχουμε τα εξής δεδομένα: Το 2013, 15.472 εργαζόμενοι απασχολούνταν από 1 έως 2 ώρες τη βδομάδα! Ακόμα 11.076 εργαζόμενοι απασχολούνταν από 2,1 έως 4 ώρες τη βδομάδα, 51.126 εργαζόμενοι απασχολούνταν από 4,1 έως 10 ώρες τη βδομάδα και 195.142 εργαζόμενοι απασχολούνταν από 10,1 έως 20 ώρες τη βδομάδα.

Επιπλέον, 143.282 εργαζόμενοι (το 10,45% του συνόλου που καταγράφει το σύστημα «Εργάνης») απασχολούνταν από 20,1 έως 35 ώρες τη βδομάδα. Ετσι διαμορφώνεται ένα μεγάλο τμήμα, το 30%, που βρίσκεται σε καθεστώς μερικής απασχόλησης ή «εκ περιτροπής» εργασίας και το οποίο κατά βάση αντιστοιχεί σε εκείνο το τμήμα που βρίσκεται στον «πάτο του βαρελιού» και από την άποψη του μισθού.

Τι δείχνουν αυτά τα στοιχεία; Οτι, εκτός από το ύψος των μισθών καθαυτό, που καθορίζει το εργατικό εισόδημα, ένα σημαντικό τμήμα εργαζομένων στη χώρα μας απασχολείται πλέον σε τέτοιο καθεστώς, που καταδικάζεται σε εισόδημα ακόμα μικρότερο κι από τον εκάστοτε κατώτερο μισθό, ο οποίος σε καμιά περίπτωση δεν φτάνει για να καλυφθούν οι πραγματικές ανάγκες.

Το νήμα οδηγεί στη στρατηγική της ΕΕ

Ολα τα παραπάνω αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη σημασία για το μέλλον, καθώς όλο και μεγαλύτερο μέρος της εργατικής τάξης καταδικάζεται στην υποαπασχόληση. Είναι ενδεικτικό ότι με βάση τα τελευταία στοιχεία, οι μισές σχεδόν νέες θέσεις εργασίας είναι μερικής απασχόλησης και εκ περιτροπής εργασίας.

Ετσι, το 8μηνο του 2014 (Γενάρης - Αύγουστος) ενώ δημιουργήθηκαν 1.020.887 νέες θέσεις εργασίας (δεν υπολογίζονται αυτές που χάθηκαν), απ' αυτές μόνο 540.194 (52,9%) ήταν πλήρους απασχόλησης. Ταυτόχρονα, 348.061 (34,1%) νέες θέσεις ήταν μερικής απασχόλησης και 132.632 (13%) ήταν θέσεις εκ περιτροπής εργασίας. Συνολικά, το 47,1% των νέων θέσεων ήταν θέσεις «απασχολησιμότητας», οι οποίες σταδιακά αλλά σταθερά εκτοπίζουν τη σταθερή και πλήρη εργασία.

Το νομοθετικό πλαίσιο που επιτρέπει τη διαμόρφωση αυτής της άθλιας κατάστασης και αποδεικνύεται θηλιά στο λαιμό της εργατικής τάξης, περιέχεται σε όλες τις Συνθήκες και τις στρατηγικές της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως αυτές καθορίζονται ακόμα από την εποχή του Μάαστριχτ. Με άλλα λόγια, οι νόμοι 1892/90, 2639/98, 2874/2000 και άλλοι που ακολούθησαν, με τους οποίους διαμορφώθηκε το πλαίσιο της «ευελιξίας», δηλαδή, η μερική απασχόληση και η εκ περιτροπής εργασία, η διευθέτηση του χρόνου εργασίας, η αύξηση των ορίων στις ομαδικές απολύσεις, η ενοικίαση εργαζομένων, δεν είναι αποτέλεσμα «μνημονιακών πολιτικών».

Οι νόμοι αυτοί προϋπήρξαν των μνημονίων και η νομοθέτησή τους έγινε τουλάχιστον μια 20ετία πριν το μνημόνιο και την κρίση. Είναι, μάλιστα, αποτέλεσμα συμμόρφωσης της ελληνικής εργατικής νομοθεσίας στους «κοινούς ευρωπαϊκούς κανόνες», είναι προϊόν του «κοινού ευρωπαϊκού οράματος», το οποίο με τόσο σθένος υπερασπίστηκε τα προηγούμενα χρόνια ο ΣΥΝ και συνεχίζει ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ.

Γι' αυτό και ολόκληρη η αγορά εργασίας στην ΕΕ οδεύει στην ίδια κατεύθυνση, συρρίκνωσης της σταθερής και πλήρους απασχόλησης. Η χώρα μας δεν είναι εξαίρεση σε αυτή την πορεία. Η ανάλυση των στοιχείων της Γιούροστατ δείχνει ότι ενώ στην ΕΕ των 28, το 2008, με μερική απασχόληση εργαζόταν το 18% (40,152 εκατ.) των εργαζομένων, το 2013 το ποσοστό της μερικής απασχόλησης αυξήθηκε στο 20,2% και ο αριθμός των απασχολούμενων με μερική απασχόληση έφτασε στα 43,746 εκατομμύρια (ποσοστό αύξησης της μερικής απασχόλησης 12,2%).


Γιάννης ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ


Με ποια γραμμή πάλης;

Η διεκδίκηση της άμεσης αποκατάστασης των απωλειών των εργατικών - λαϊκών εισοδημάτων που υπέστησαν σε συνθήκες καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, της ουσιαστικής ανακούφισης των εργατικών - λαϊκών στρωμάτων περνάει μέσα από τη συνολική πάλη με κριτήριο τις σύγχρονες εργατικές - λαϊκές ανάγκες σε γραμμή σύγκρουσης με τη στρατηγική του κεφαλαίου και της ΕΕ.

Στη σημερινή φάση της καπιταλιστικής οικονομίας, χρειάζεται κατεύθυνση συνολικής σύγκρουσης με το πλαίσιο και τους κανόνες λειτουργίας του καπιταλισμού, των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, που βεβαίως αποτυπώνονται και σε συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί εδώ και πολλά χρόνια.

Οπως φαίνεται από τα στοιχεία που παρατίθενται στο διπλανό ρεπορτάζ, όταν μισό περίπου εκατομμύριο μισθωτοί δουλεύουν με μεικτά κάτω από 600 ευρώ, όταν «θεριεύουν» οι ελαστικές εργασιακές σχέσεις, τότε η πίεση για κατέβασμα των μισθών, για διατήρησή τους σε πολύ χαμηλά επίπεδα είναι πολύ μεγάλη. Εξηγείται επίσης και το γιατί το ζήτημα της επαναφοράς του κατώτατου μισθού αγγίζει χιλιάδες εργαζόμενους.

Οποιαδήποτε, όμως, πρόταση για τον κατώτερο μισθό, είτε μιλάει για «επαναφορά στα 751», είτε αφορά τους κλαδικούς μισθούς, όταν αφήνει στην «άκρη» το καθεστώς της ευελιξίας, του δικαιώματος δηλαδή που έχουν οι εργοδότες μονομερώς να επιβάλλουν μερική απασχόληση ορισμένων ωρών, «εκ περιτροπής» εργασία μέχρι και μία μέρα τη βδομάδα, επί της ουσίας σημαίνει αποδοχή της «ζούγκλας» που αυξάνει τα περιθώρια κέρδους για την εργοδοσία και εγκατάλειψη του πιο ευάλωτου και φθηνού εργατικού δυναμικού στην τύχη του.

Τέτοια είναι η πρόταση νόμου, που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ για τους μισθούς και τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας. Οχι μόνο δεν ορίζει ρητά την επαναφορά του κατώτερου μισθού στα 751 ευρώ, αλλά ταυτόχρονα αφήνει στο απυρόβλητο όλο το καθεστώς της ευελιξίας, το οποίο εξωθεί στη φτώχεια σημαντικά τμήματα της εργατικής τάξης. Αφήνει, δηλαδή, απ' έξω τις ομάδες των εργαζομένων που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη για ανακούφιση και οι οποίες σήμερα, εξαιτίας της ευελιξίας, δεν παίρνουν ούτε τα ψίχουλα του κατώτερου μισθού.

Κατά τον ίδιο τρόπο, οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την ανεργία αφήνουν χωρίς την παραμικρή προστασία τη συντριπτική πλειοψηφία των ανέργων. Επιπλέον, η πολιτική αυτή γραμμή αφήνει ανέγγιχτους τους νόμους για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας που οδηγεί σε απλήρωτες υπερωρίες και διαμορφώνουν τον ημερήσιο χρόνο εργασίας ανάλογα με τις ανάγκες των επιχειρήσεων, με ανυπολόγιστες ζημιές ακόμα και στην υγεία των εργαζομένων, στον οικογενειακό προγραμματισμό κ.λπ.

Το ίδιο ανέγγιχτο αφήνει η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ και το αίσχος της «ενοικίασης εργαζομένων», με συνέπειες δραματικές ακόμα και για τα στοιχειώδη εργασιακά δικαιώματα, στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα.

Ομως, χωρίς την κατάργηση όλου αυτού του επαχθούς πλαισίου, καμία «ανακούφιση» δεν μπορεί να προκύψει. Ακόμα και τυχόν επαναφορά του κατώτερου μισθού, θα εξανεμισθεί μέσα σε αυτό το δυσμενές εργασιακό περιβάλλον, θα συντριβεί στις συμπληγάδες της «απασχολησιμότητας» και του δικαιώματος που κατοχυρώνει στο κεφάλαιο να επιβάλλει τους κάθε λογής σφετερισμούς του σε βάρος των εργαζομένων.

Οι νόμοι για τους μισθούς και την ευελιξία στην αγορά εργασίας υπηρετούν τα συμφέροντα των επιχειρηματικών ομίλων. Είναι εργαλείο για τη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης, την κατάργηση βασικών εργατικών, λαϊκών δικαιωμάτων και έχουν οδηγήσει στην πτώχευση του λαού. Τα μέτρα αυτά δεν είναι προσωρινά. Ειδικά αυτά που αφορούν μισθούς κι εργασιακές σχέσεις, θα αναπροσαρμόζονται διαρκώς, για να επιτυγχάνεται η βαθύτερη εκμετάλλευση της εργατικής τάξης.

Από τη σκοπιά των λαϊκών συμφερόντων, η λύση δεν είναι ο συμβιβασμός με τη φτώχεια που μεγαλώνει, η υιοθέτηση αιτημάτων στα όρια των «αντοχών της οικονομίας». Χρειάζονται επιθετικοί ταξικοί αγώνες, με πλαίσιο που να ικανοποιεί τις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες. Χρειάζεται σύγκρουση με τη στρατηγική της πλουτοκρατίας, ξεμπέρδεμα με τη λογική του «μικρότερου κακού», της ανάθεσης, της προσμονής ότι η λύση θα προκύψει από άλλη κυβέρνηση, με άλλη διαχείριση.

Σ' αυτήν την προοπτική, το ταξικό κίνημα παλεύει για μέτρα ουσιαστικής ανακούφισης εργαζομένων και ανέργων, όπως είναι η επαναφορά της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας στα 751 ευρώ για όλους και των κλαδικών συμβάσεων στα όρια του 2009, ως βάση για νέες διαπραγματεύσεις και νέες αυξήσεις, παράλληλα με την κατάργηση όλων των νόμων της ευελιξίας στην εργασία.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ