ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 11 Φλεβάρη 2001
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΝΕΟΣ ΔΕΙΚΤΗΣ ΤΙΜΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ
Μακριά από την καθημερινότητα των εργαζομένων
  • Ολοκληρώθηκε η κατάρτιση του νέου δείκτη από τη Στατιστική Υπηρεσία
  • Υποεκτιμά τις δαπάνες για πετρέλαιο, συμπαρασύροντας προς τα κάτω και τον πληθωρισμό
  • Οι οικογενειακοί προϋπολογισμοί αποκαλύπτουν τη ραγδαία συρρίκνωση των κοινωνικών δαπανών
  • Αυξήθηκαν οι δαπάνες των νοικοκυριών για Εκπαίδευση, Υγεία, Επικοινωνίες

Η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία μετά την έρευνα των οικογενειακών προϋπολογισμών που πραγματώθηκε στη διετία 1998-'99 και αφού διαπίστωσε αλλαγές στον τρόπο που μοιράζονται οι δαπάνες των νοικοκυριών σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα του 1994, αναμόρφωσε τους δείκτες για τον πληθωρισμό. Οσο και αν δεν είναι στις προθέσεις μας να αμφισβητήσουμε τα ευρήματα της στατιστικής έρευνας, είναι φανερό ότι αυτά προκύπτουν από τη λογική των «μέσων όρων». Μια λογική που βολεύει πάντα τους ισχυρούς και αδικεί πάντα τους αδύνατους. Τους εργαζόμενους, που με την καθημερινή δουλιά τους παράγουν ολόκληρο τον πλούτο της κοινωνίας, που θα τον καρπωθούν οι λίγοι. Το ζήτημα όμως είναι πολύ συγκεκριμένο: Οι ισχυροί -κυβέρνηση και πλουτοκράτες- θα πετάξουν κατάμουτρα στους πολλούς τους δείκτες που ανακοινώνουν για τον πληθωρισμό, υποστηρίζοντας ότι όλες οι κοινωνικές ομάδες είναι κερδισμένες από τη μείωση του πληθωρισμού, ενώ παράλληλα θα αξιοποιήσουν το νέο δείκτη για να σηματοδοτήσουν τη συνέχιση της πολιτικής μισθολογικής λιτότητας.

Η πραγματικότητα όμως για τα λαϊκά νοικοκυριά της χώρας απέχει, για πολλούς λόγους, από τους αριθμούς της Στατιστικής Υπηρεσίας. Το εύρος της διάστασης εξαρτάται. Για παράδειγμα, η Στατιστική υπολόγισε τη δαπάνη ενός νοικοκυριού για το μηνιάτικο νοίκι μόνον στο 3,9% των μηνιαίων δαπανών. Εάν λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα τότε ένα νοικοκυριό με μηνιαίες δαπάνες που φτάνουν τις 500 χιλιάδες δραχμές, θα έπρεπε να πληρώνει για νοίκι μόνον 19.500 δραχμές.

Να επισημάνουμε ότι ο δείκτης για τη Στέγαση που εμπεριέχει και τις δαπάνες για τα νοίκια, σε καμιά περίπτωση δεν απηχεί τη σημερινή κατάσταση. Εμφανίζεται μειωμένος μόνο και μόνο γιατί το 1999, όταν τελείωσε η τελευταία Ερευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών, η τιμή του πετρελαίου ήταν στα «πολύ κάτω της». Ετσι η δαπάνη των νοικοκυριών για πετρέλαιο εμφανίζεται μειωμένη συμπαρασύροντας προς τα κάτω και τον πληθωρισμό που θα ανακοινώνεται στα επόμενα χρόνια. Ο νέος δείκτης τιμών καταναλωτή είναι ήδη παρωχημένος καθώς σταθμίζει τη δαπάνη για το πετρέλαιο των νοικοκυριών σε 14,67 δρχ. για κάθε χιλιάρικο δαπάνης από 21,73 δρχ. το 1994. Την περίοδο που διεξαγόταν η έρευνα για τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς οι τιμές του πετρελαίου στη διεθνή αγορά κυμαίνονταν περί τα 13 δολάρια το βαρέλι. Σήμερα, το πετρέλαιο έχει σημειώσει ραγδαία άνοδο στο επίπεδο των 30 δολαρίων, εξέλιξη που δεν πρόκειται να αποτυπωθεί στο δείκτη και κατά συνέπεια θα συμπαρασύρει προς τα κάτω και το όριο των αυξήσεων που δικαιούνται, ακόμη και με τα μέτρα της πλουτοκρατίας, οι εργαζόμενοι της χώρας. Αλλωστε, ακόμη και το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας εκτιμά τη μέση τιμή του πετρελαίου για το 2001 στα 25 δολάρια.

Η λογική των «μέσων όρων» διέπει και τις δαπάνες για τη Διατροφή, την Εκπαίδευση, την Ψυχαγωγία, εν ολίγοις τα απολύτως χρειαζούμενα στη λαϊκή οικογένεια. Με άλλα λόγια οι ισχυροί υπολογίζουν την αξία αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης με τα δικά τους μέτρα και τα δικά τους σταθμά.

Ετσι, ακόμα και στην περίπτωση που στη σχετική έρευνα τηρούνται τα διάφορα δεδομένα που πρέπει να ακολουθούν οι έρευνες της Στατιστικής Υπηρεσίας, τα αποτελέσματά της μπορεί να είναι σωστά μόνο σε θεωρητικό επίπεδο. Γιατί σε ό,τι αφορά το επίπεδο που αφορά την καθημερινότητα των εργαζομένων, μοιάζει να... τηγανίζει μαζί το γαύρο με το μπαρμπούνι.

Παρ' όλα αυτά η έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών του 1999 κατέδειξε τη συρρίκνωση των κρατικών δαπανών για τις στοιχειώδεις κοινωνικές δαπάνες με αποτέλεσμα τη ραγδαία αύξηση της αντίστοιχης δαπάνης των νοικοκυριών για εκπαίδευση και υγεία.

  • Ετσι στο νέο δείκτη οι δαπάνες για την Υγεία συμμετέχουν με ποσοστό 69 τοις χιλίοις, δηλαδή με δέκα μονάδες πάνω από τη στάθμιση του προηγούμενου δείκτη του 1994. Με άλλα λόγια ένα «μέσο» νοικοκυριό δαπανά το 6,9% του εισοδήματός του για Υγεία από περίπου 5,9% το 1994. Σε πραγματικούς όρους η δαπάνη αυτή είναι πολύ μεγαλύτερη, καθώς στο μεταξύ, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, υπάρχει και αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος. Είναι μάλιστα πολύ χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η αύξηση των δαπανών για την Υγεία προέρχεται κατά κύριο λόγο από την κατηγορία «ιατρικές, οδοντιατρικές και παραϊατρικές υπηρεσίες», που έφτασαν σε 44 τοις χιλίοις από 37 το 1994. Η πολιτική που ακολουθήθηκε τα τελευταία χρόνια αποκαλύπτεται εύγλωττα και από το γεγονός ότι η δαπάνη για νοσοκομειακή περίθαλψη απαιτεί 11,54 δρχ. σε κάθε χιλιάρικο εισοδήματος από 9,67 το 1994 και καταμαρτυρά την κατάσταση των δημόσιων νοσοκομείων της χώρας.
  • Το ίδιο ισχύει και για τις δαπάνες στην Εκπαίδευση. Το 1994 σταθμίζονταν με ποσοστό 23,7 τοις χιλίοις στο Γενικό Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, σήμερα το ποσοστό αυτό φτάνει σε 27,43, εξέλιξη που οφείλεται στις νέες αυξημένες δαπάνες των νοικοκυριών για φροντιστήρια και στην καρατόμηση των κρατικών δαπανών από τις... εκσυγχρονιστικές κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ. Ετσι: Τα ποσοστά δαπανών για πρωτοβάθμια εκπαίδευση υπερδιπλασιάστηκαν σε 3,31 τοις χιλίοις, από 1,74, και για τη δευτεροβάθμια 2,16 από 1,74. Για «δίδακτρα φροντιστηρίων» καταναλώνονται σήμερα 9,14 δρχ. από 7,89 δρχ. (ανά χιλιάρικο) και για «επαγγελματικές και τεχνικές σχολές» 27,43 δρχ. από 23,76. Εννοείται ότι τα νούμερα αυτά ισχύουν κατά μέσο όρο, που σημαίνει ότι η επιβάρυνση των νοικοκυριών με παιδιά που σπουδάζουν είναι πολύ μεγαλύτερη και δυσβάστακτη. Μείωση ωστόσο σημείωσαν τα δίδακτρα για ξένες γλώσσες (9,01 τοις χιλίοις από 10,05 το 1994).
  • Ενα ακόμη δείγμα της λεηλασίας των εργαζομένων νοικοκυριών της χώρας δίνει και η πολιτική που ακολουθήθηκε στις Επικοινωνίες. Μέσα στην πενταετία 1994-1999 η σχετική δαπάνη υπερδιπλασιάστηκε και έφτασε στο 37,55 τοις χιλίοις από 18,4. Εδώ τον πρώτο λόγο έχει η ραγδαία αύξηση της δαπάνης για «τηλεφωνικές υπηρεσίες» (37,3 από 18,13) και βέβαια οφείλεται στα τέλη για τον ΟΤΕ, η μετοχή του οποίου βρέθηκε στο μεταξύ στα χρηματιστήρια της Σοφοκλέους και της Νέας Υόρκης, καθώς και στα ληστρικά τιμολόγια των εταιριών κινητής τηλεφωνίας, που το 1994 ήταν ακόμη στα σπάργανα.
  • Από την εξέταση των δαπανών, συνακόλουθα και της στάθμισης του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή για την κατηγορία «Αναψυχή -Πολιτιστικές Δραστηριότητες» προκύπτουν ορισμένες παρατηρήσεις ενδεικτικές για την αλλαγή του κλίματος που επέβαλαν στην κοινωνία οι «εκσυγχρονιστές» και τα φερέφωνά τους. Ετσι, σήμερα καταναλώνουμε λιγότερα για το θέατρο (το 0,73 τοις χιλίοις επί του εισοδήματος του 1994 έπεσε το 1999 σε 0,60). Καταναλώνουμε λιγότερα για διακοπές (2,44 από 2,68). Η «μπάλα» πήρε και τον Τύπο «εφημερίδες -περιοδικά» (6,98 από 7,24) αλλά τα αίτια εδώ μάλλον αλλού θα πρέπει να αναζητηθούν. Η αύξηση της δαπάνης για το σύνολο της κατηγορίας (βλ. το σχετικό πίνακα) οφείλεται κυρίως στην «εισφορά ραδιοφώνου και τηλεόρασης» που υπερδιπλασιάστηκε και προέρχεται κυρίως από το δεύτερο συστατικό της κατηγορίας, καθώς και σε άλλα πράγματα (υπολογιστές, ηλεκτρονικά παιχνίδια κλπ). Να σημειώσουμε ότι στο νέο τιμάριθμο προστέθηκαν και τα «εισιτήρια Μουσείων» που δεν υπήρχαν στο δείκτη του 1994, μια και τότε η είσοδος ήταν δωρεάν. Και εάν κάποιος νομίσει ότι ίσως «κόβουμε» για να καταναλώνουμε περισσότερα σε «αθλητικές δραστηριότητες», πλανάται πλάνη οικτράν. Ο σχετικός δείκτης έχει στην κυριολεξία συρρικνωθεί (μόλις 0,63 τοις χιλίοις, από 2,58 στην προηγούμενη έρευνα), ίσως γιατί περιμένουμε την Ολυμπιάδα του 2004 για την οποία έχουν ειδικό ενδιαφέρον οι σπόνσορες και οι άλλοι ταγοί...
  • Στην κατηγορία «Διάφορα αγαθά και υπηρεσίες» το πλέον χαρακτηριστικό γεγονός είναι η αύξηση που έχει συντελεστεί στα «ασφάλιστρα», για τα οποία πληρώνουμε 14,03 δρχ. σε κάθε χιλιάρικο εισοδήματος από 8,04 δρχ. το 1994, εξέλιξη που δείχνει την... «ποιότητα» των υπηρεσιών κοινωνικής προστασίας που παρέχουν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και του Σημίτη ιδιαίτερα... Στην κατηγορία έχουν υπαχθεί και δυο δαπάνες που δεν υπήρχαν το 1994. Αφορούν «υπηρεσίες κοινωνικής προστασίας» και «οικονομικές υπηρεσίες»...

Ανδρέας ΣΑΚΑΡΕΛΟΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ