ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 11 Φλεβάρη 2001
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΡΟΔΟ
Βλέπε Φράνσις Μπέικον, άκου Σοστοκόβιτς

Μεσάνυχτα, γύριζα στην άδεια Αθήνα. Μόλις είχα δει, μαζί με φίλους, μια ταινία με τη ζωή του ζωγράφου Φράνσις Μπέικον και σκεφτόμουν πόσο δίκιο είχε όταν έλεγε: «Η τέχνη σήμερα έχει γίνει ένα είδος παιχνιδιού, με το οποίο ξεχνιέται κανείς. Βέβαια, μπορείς να πεις πως πάντα ήταν έτσι, όμως σήμερα είναι αποκλειστικά έτσι. Και νομίζω ότι ως προς αυτό έχουν αλλάξει τα πράγματα κι ότι το συναρπαστικό τώρα είναι ότι θα γίνουν πιο δύσκολα για τον καλλιτέχνη, γιατί, για να είναι καλός, θα πρέπει να εμβαθύνει πραγματικά στο παιχνίδι».

Από κάπου ακούστηκε ένα μουσικό κομμάτι του Σοστακόβιτς, που ταίριαζε τόσο πολύ με τα λόγια του Μπέικον, ώστε δεν ξέρεις αν πρέπει να λυπηθείς που δε συναντήθηκαν ποτέ οι δυο τους.

Αυτό συμβαίνει συχνά μέσα στα όρια της Ιστορίας: Πρόσφατα οι ιστορικοί ανακάλυψαν ότι την εποχή που ο Αρθούρος Ρεμπώ διάβαζε στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Λονδίνου, ο Κάρολος Μαρξ μελετούσε απέναντί του...

Τώρα η μουσική του Σοστακόβιτς δυναμώνει. Θυμάμαι, όταν διάβαζα τα Απομνημονεύματά του, πόσο καλά φώτιζε, στο σκηνικό της ζωής του, τις καταστάσεις που είχαν σημαδέψει την ψυχή του. Δεν περιγράφει τα πράγματα με τον τρόπο που θα τα πλησίαζε ένας ιστορικός, ο οποίος μπορεί να μας δώσει από το χειρουργείο του τα κομμάτια μιας ζωής και να είναι έτσι. Οχι. Εδώ η ζωή προσεγγίζεται με άλλο τρόπο. Καλύτερα όμως μισή αλήθεια, η οποία να είναι πληρωμένη με τη γεύση της, με τις αντιφάσεις της, όπως ακριβώς η ίδια η ζωή. Απομονωμένος μέσα στη φύση, ο Σοστακόβιτς εκμυστηρεύτηκε στους αναγνώστες του τις πιο μύχιες σκέψεις, και με αξεπέραστη λυρική ειλικρίνεια εκθείασε τα απλά ανθρώπινα αισθήματα, χωρίς να ξεχνάει και τις δυσκολίες της εποχής.

Ενας από τους βιογράφους του παρατήρησε κάποτε πως στον Σοστακόβιτς δεν άρεσε να μιλά για τον εαυτό του ή για τα έργα του, γιατί θεωρούσε ότι τα πάντα είχαν ήδη ειπωθεί στη μουσική του. Γι' αυτό ίσως κι ο ίδιος μιλάει περισσότερο για τις αγάπες του παρά για τον εαυτό του: «Αγαπώ πολύ τον Τσέχοφ. Διαβάζω και ξαναδιαβάζω όχι μόνο τα διηγήματα και τα θεατρικά του, αλλά και τις σημειώσεις και τα γράμματά του. Αν ήμουν υποχρεωμένος να γράψω μια διατριβή για κάποιον συγγραφέα, θα διάλεγα τον Τσέχοφ. (...) Ποιοι είναι οι πιο αξιόλογοι συνθέτες και ποια τα καλύτερα έργα σοβαρής μουσικής: Αυτές οι ερωτήσεις με προβληματίζουν πάντοτε. Κάποτε με είχε ρωτήσει ένας Γάλλος δημοσιογράφος: Αν ήταν να πάτε σ' ένα ερημονήσι και μπορούσατε να πάρετε μαζί σας ένα πικάπ και έξι μονάχα δίσκους, ποιους θα διαλέγατε; Δεν μπόρεσα να του απαντήσω. Η μουσική έχει μεγάλη ποικιλία, αντανακλά, κάθε φορά, διαφορετικές σκέψεις και συναισθήματα. Ο Μούσοργκσκι διαφέρει εντελώς από τον Σοπέν, το ίδιο και ο Κόρσακοφ από τον Μπετόβεν. Αλλά εκτιμούμε και τον ηρωικό στωικισμό του Μπετόβεν και τη δύναμη του Μούσοργκσκι και τις λυσίπονες ανάλαφρες μπαλάντες και πολωνέζες του Σοπέν».

Είχα φτάσει στην αγορά της οδού Αθηνάς. Σκεφτόμουν ότι ο πολιτισμός της Δύσης μοιάζει πια μ' ένα απέραντο κρεοπωλείο. Κοιτούσα τη φωτογραφία με το έργο του Μπέικον και θυμήθηκα πάλι τα λόγια του: «Είναι γεγονός πως είμαστε από κρέας και επίσης πως είμαστε δυνάμει σφαχτάρια. Πάντοτε μπαίνοντας μέσα σ' ένα κρεοπωλείο, με εκπλήσσει το γεγονός ότι δεν είμαι εγώ στη θέση ενός από τα σφαγμένα ζώα».

Η φωτογραφία αρχίζει να βγάζει μουσική. Είναι η Εβδομη συμφωνία του Σοστακόβιτς, στην πρώτη παγκόσμια, στην αίθουσα του Οίκου των Συνδικάτων της Μόσχας, με την Ορχήστρα του Θεάτρου Μπολσόι και της Ραδιοφωνίας. Είμαστε στα 1942. Ακριβώς όπως σήμερα.


Του
Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ


Ενας κόσμος χωριστά

Επιμένοντας στην ποιότητα της διασκέδασης

Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου στη «Σφεντόνα»
Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου στη «Σφεντόνα»
Πολλοί λένε ότι ο τρόπος διασκέδασης είναι ένας μονόδρομος, ότι οι επιλογές είναι περιορισμένες, ίδιες ή παρόμοιες. Η «παραλία» γεμίζει, τα ξεφαντώματα στα νυχτερινά κέντρα δίνουν το σύνθημα για τις «πληθωριστικές» αυλαίες παρόμοιων κέντρων, που θα ανταγωνιστούν μεταξύ τους για μεγαλύτερες υπερβολές, με ιπτάμενα, φωτιές, καταρράκτες και οτιδήποτε βάζει ανθρώπινος νους ή, καλύτερα, δε χωράει ο νους του ανθρώπου. Οποιος, όμως, ισχυρίζεται ότι μόνο αυτό υπάρχει και δεν έχει άλλη επιλογή, ή ψεύδεται ή αγνοεί, ή απλά ψάχνει για άλλοθι. Από καταβολής κόσμου υπάρχει το κακό, όπως και το καλό. Το τι επιλέγει ο άνθρωπος είναι, πολλές φορές, αποκλειστική του ευθύνη. Κι αυτό γιατί τις περισσότερες φορές η επιλογή είναι καθοδηγούμενη. Υπαγορεύεται με τέτοιο τρόπο, που μοιάζει να είναι η μόνη λύση στη διασκέδαση. Οταν κάθε βράδυ στα δελτία ειδήσεων υπάρχουν δύο και περισσότερες ειδήσεις για τις κόντρες και τις φιλίες, ή τους «φαν κλαμπ» των κατασκευασμένων σόου σταρς, πώς και από πού να πληροφορηθεί ο κόσμος για τα όσα καλά συμβαίνουν στην Αθήνα; Η πλύση εγκεφάλου, σε όλα τα επίπεδα, δεν είναι τελικά καθόλου αστεία υπόθεση.

Αλλοι πάλι λένε ότι ο τρόπος διασκέδασης καθορίζεται από τις απαιτήσεις του κόσμου. Το λιγότερο αστεία πράγματα. Μπορεί η προσέλευση σε κάποια φτηνά στο θέαμα, ακριβά στην τσέπη μαγαζιά να ενθαρρύνει και άλλα, όμως σε καμιά περίπτωση δεν υπαγορεύει ο κόσμος το θέαμα. Μπορεί να το ενισχύει, κι αυτό είναι λάθος, όμως δεν το δημιουργεί. Δημιουργοί της κατάστασης είναι οι ίδιοι οι καλλιτέχνες, που προσπαθώντας να καλύψουν τη γύμνια τους την καλλιτεχνική επενδύουν σε φαντασμαγορικά τερτίπια.

Η μέρα με τη νύχτα

Αφορμή για τις σκέψεις αυτές στάθηκε η εμφάνιση του Βασίλη Παπακωνσταντίνου στη «Σφεντόνα». Οχι, δεν ανακαλύψαμε την «Αμερική», ούτε το θέλουμε άλλωστε. Αφορμές ψάχνει ο άνθρωπος για να κρατηθεί από την ελπίδα. Ποιες είναι οι διαφορές; Η μέρα με τη νύχτα.

Εντάξει, ο Βασίλης είναι χαρισματικός. Βγαίνει στη σκηνή, ανοίγει τα χέρια, αγγίζει την κιθάρα του, η φωνή του βασιλεύει στο χώρο και οι φίλοι του ενώνονται και «φεύγουν» όλοι μαζί για το όνειρο, την ανάταση, το θάρρος, την ελπίδα. Υπάρχουν πολλοί σαν τον Παπακωνσταντίνου; Ο καθένας έχει κάτι ξεχωριστό, κάτι μοναδικό. Ο Βασίλης είναι ξεχωριστός. Αλλά δεν είναι αυτό που τον κάνει μοναδικό. Είναι αυτό το διαφορετικό που προτείνει, γιατί είναι αυτό που αισθάνεται και το μοιράζεται με όλους εκείνους που έχουν ανάγκη το διαφορετικό, που έχουν ανάγκη από δικούς τους ανθρώπους, που έχουν ανάγκη από τα μάτια που θα βλέπουν μπροστά και βαθιά στην ψυχή και την επιθυμία. Χωρίς λαμπάκια και ουρανοκατέβατες εμφανίσεις, χωρίς φωτιές και βεγγαλικά, χωρίς φτερά και πούπουλα, μόνο με το άνοιγμα των χεριών του, την αλήθεια των συναισθημάτων και των ειλικρινών προθέσεων, επιτυγχάνεται το «πέταγμα» προς την ψυχαγωγία.

Χωρίς υστερίες και «κουνημένα» ξεσπάσματα ο κόσμος μπορεί να διασκεδάσει. Οι φωνές ενώνονται, οι ματιές δεν κοιτούν το δάκτυλο, αλλά τον κόσμο, και το τραγούδι καλά κρατεί. Η οικειότητα κατακτάται επί τη εμφανίσει του Βασίλη. «Παλιέ μου φίλε γνώριμε / ετούτο το χειμώνα / αγάπες που χαθήκανε / θα βρούμε στη Σφεντόνα», θα πει, κι ο κόσμος θα συμφωνήσει, θα τραγουδήσει, όχι μόνο ροκ (βράχος), αλλά και μπαλάντες και λαϊκά και ερωτικά και επαναστατικά. Μήπως το ζεϊμπέκικο, το ρεμπέτικο, το λαϊκό δεν είναι «βράχος»; Ολα είναι «βράχος» όταν περιέχουν αλήθεια, κατάθεση ψυχής. Με το πρόγραμμα της «Σφεντόνας» οι παρέες θα νιώσουν τρυφερότητα, αγάπη, θα ονειρευτούν και θα διαμαρτυρηθούν. Οπως λέει και ο Β. Παπακωνσταντίνου, τραγουδάει και παράλληλα διαμαρτύρεται, γιατί είναι ενεργός πολίτης. Τέτοιους πολίτες έχει ανάγκη ο τόπος. Ενεργούς, που διαμαρτύρονται και απαιτούν, που αγωνίζονται και ελπίζουν. Το αύριο ανήκει σ' αυτούς.

Οι βολεμένοι, οι απαθείς θα σπάνε πιάτα, θα καίνε χαρτονομίσματα, θα λικνίζονται, θα τσαλαπατούν τις γαρδένιες και τα γαρίφαλα και θα 'ναι οπαδοί του εφήμερου, υποχείρια του συστήματος, που γιγαντώνεται από το χειροκρότημά τους.

Πολλαπλός ο ρόλος του καλλιτέχνη

Ας μην ξεχνάμε, επίσης, ότι ο ρόλος του καλλιτέχνη είναι πολλαπλός, έστω κι αν κάποιοι από αυτούς το ξεχνάνε. Εμείς ως δέκτες της τέχνης πρέπει να το απαιτούμε και να ανταμείβουμε με την αγάπη και το χειροκρότημά μας αυτούς που υπερασπίζονται τον προορισμό της τέχνης τους. Η τέχνη δεν είναι εμπόρευμα με την έννοια που προσπαθούν να επιβάλουν. Αλλο να ζεις από την τέχνη σου και άλλο να κάνεις τέχνη για να γίνεις πλούσιος, εσύ και οι μεσάζοντες - καλλιτεχνικοί πράκτορες ή ιδιοκτήτες νυκτερινών κέντρων.

Τελικά, στην πράξη αποδεικνύεται ότι το «φτηνό» στοιχίζει πανάκριβα, ενώ το «ακριβό» μπορεί να είναι φτηνό για τις «ανήμπορες» τσέπες του σημερινού ανθρώπου, και ιδιαίτερα του νέου. Η «Σφεντόνα», αντιλαμβανόμενη από τη μια την ανάγκη για ψυχαγωγία και από την άλλη την οικονομική «στενότητα», προσφέρει εισιτήρια σε προσιτές τιμές: 3.500 (από Πέμπτη έως Σάββατο, 10.30 μ.μ.) και στις 3.000 την Κυριακή (8 μ.μ.), ενώ το ποτό στο μπαρ κοστίζει 1.500 δραχμές.

Το πρόγραμμα της «Σφεντόνας» είναι ένα καλό παράδειγμα. Ευτυχώς δεν είναι το μοναδικό. Υπάρχουν αρκετές σκηνές - και τα τελευταία χρόνια αυξάνονται - που σε δύσκολους και γι' αυτές καιρούς επιμένουν στην ποιότητα της διασκέδασης, φιλοξενώντας καλλιτέχνες και σχήματα, που μέχρι χτες η μόνη δυνατότητα επικοινωνίας με το κοινό ήταν οι δίσκοι και οι συναυλίες το καλοκαίρι. Τώρα, η πιο συχνή και σε «καθημερινή» βάση επαφή αυτών των καλλιτεχνών με το κοινό αναβαθμίζει την ποιότητα της διασκέδασης στην Αθήνα.

Αυτούς τους χώρους, όμως, δε θα τους συναντήσουμε ούτε στα δελτία ειδήσεων, ούτε στα πρωτοσέλιδα των λάιβ στάιλ περιοδικών, αλλά στις στήλες θεαμάτων των εφημερίδων και περιοδικών. Στον καθρέφτη της ψυχής μας και των αιτημάτων μας θα βρούμε την αληθινή ψυχαγωγία.


Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ