Διατηρείται ανέγγιχτος ο πυρήνας του αντεργατικού πλαισίου και ανοίγουν χαραμάδες για νέα μέτρα
Η συμφωνία της κυβέρνησης στο Γιούρογκρουπ, σε ό,τι αφορά τα εργασιακά, από τη μια παγιώνει τη ζούγκλα που διαμορφώθηκε στην αγορά εργασίας, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, και από την άλλη δημιουργεί τις προϋποθέσεις για νέες ανατροπές, στην πεπατημένη αυτών που ζήσαμε έως τώρα.
Για παράδειγμα, η ελληνική κυβέρνηση δεσμεύεται «να υιοθετήσει την βέλτιστη πρακτική της ΕΕ σε όλο το εύρος της νομοθεσίας που αφορά την αγορά εργασίας μέσω διαβουλεύσεων με τους κοινωνικούς εταίρους, ενώ θα ωφεληθεί από την τεχνογνωσία των ILO, ΟΟΣΑ και της υπόλοιπης τεχνικής συνδρομής».
Η επίκληση και μόνο της ΕΕ, του ILO και του ΟΟΣΑ σαν «θεματοφυλάκων» των αλλαγών που σχεδιάζει η κυβέρνηση στα εργασιακά, πρέπει να κάνει τους εργαζόμενους να διπλοκουμπώνονται.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ένα από τα τελευταία «επιτεύγματα» της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO) είναι η ευθεία υπονόμευση του δικαιώματος της απεργίας, καθώς αποδέχτηκε τις αιτιάσεις των εργοδοτών που το αμφισβητούν και παρέπεμψε το όλο θέμα στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης! Τέτοια «τεχνογνωσία» θα προσφέρει στην κυβέρνηση ο συγκεκριμένος οργανισμός, για να μη μιλήσουμε για τον γνωστό και «δοκιμασμένο» ΟΟΣΑ.
Σε ό,τι αφορά το Ασφαλιστικό, και μόνο η παραδοχή της κυβέρνησης ότι «δεσμεύεται να συνεχίσει τον εκσυγχρονισμό του συνταξιοδοτικού συστήματος», αρκεί για να βγάλει κανείς το συμπέρασμα ότι ενταφιάζονται για τα καλά τα ασφαλιστικά δικαιώματα εκατομμυρίων ασφαλισμένων και συνταξιούχων. Οι αντιασφαλιστικές ανατροπές που επιβλήθηκαν με μια σειρά νόμους από το 2010, όχι μόνο δεν καταργούνται, αλλά νομιμοποιούνται πέρα για πέρα.
Στη συμφωνία της κυβέρνησης στο Γιούρογκρουπ σημειώνεται:
«Οι αρχές θα:
Η φράση της κυβέρνησης ότι «η Ελλάδα δεσμεύεται να συνεχίσει τον εκσυγχρονισμό του συνταξιοδοτικού συστήματος» έχει ιδιαίτερο βάρος, αφού δεν αφορά κάποια επιμέρους ρύθμιση αλλά συνιστά άνευ όρων αποδοχή όλου του αντιασφαλιστικού οικοδομήματος που στήθηκε τα πέντε προηγούμενα χρόνια. Δηλαδή, οι μέχρι τώρα ανατροπές βαφτίζονται, χωρίς αιδώ, ως «εκσυγχρονισμός του συνταξιοδοτικού συστήματος», ο οποίος μάλιστα πρέπει να συνεχιστεί.
Αλλά τι αναγνωρίζει ως εκσυγχρονισμό που πρέπει να συνεχιστεί και άρα δεν αμφισβητεί, ούτε σκοπεύει να αλλάξει η σημερινή κυβέρνηση; Δε θα αναφερθούμε εδώ στα δεκάδες χαράτσια που αυθαίρετα επιβλήθηκαν στις συντάξεις που ήδη αποδίδονται, κύριες και επικουρικές, και πετσόκοψαν εισοδήματα για τα οποία είχαν πληρωθεί εισφορές και ιδρώτας δεκαετιών και στις «εισφορές αλληλεγγύης», όπως προκλητικά ονομάστηκαν. Χαράτσια, μάλιστα, που έφτασαν μέχρι και την κατάργηση της 13ης και 14ης σύνταξης σε όλα τα ταμεία.
Θα σταθούμε, όμως, στο γεγονός ότι, την ώρα που επιβάλλονταν αυτά τα χαράτσια, στον αντίποδα νομοθετήθηκαν απαλλαγές προς τις επιχειρήσεις με μείωση των λεγόμενων εργοδοτικών εισφορών προς το ΙΚΑ, από το οποίο το κεφάλαιο ωφελείται ετησίως πάνω από 1 δισ. ευρώ, όταν κάθε μήνα ο μεγαλύτερος ασφαλιστικός Οργανισμός αναζητά να εξασφαλίσει την καταβολή των συντάξεων. Ομως η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ όχι μόνο δε δεσμεύεται για την κατάργηση αυτών των προκλητικών απαλλαγών προς τις επιχειρήσεις αλλά ήδη εξετάζει και την απόδοση νέων προνομίων, προκειμένου -όπως λέει- να αποδεχτούν τη σταδιακή αύξηση του κατώτερου μισθού!
Με ανάλογα κόλπα, του τύπου ότι δε θα υπάρξουν «νέες μειώσεις συντάξεων» και «νέες αυξήσεις στα όρια ηλικίας», η κυβέρνηση επιχειρεί να «ξεχαστούν» και οι μειώσεις που επιβλήθηκαν αλλά και οι αυξήσεις στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης και μάλιστα ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων. Οπως οι γυναίκες, που τους φορτώθηκε επιπλέον 5 χρόνια, για να «εξισωθούν» έτσι με τους άντρες, προς δόξαν του ευρωπαϊκού κοινωνικού κεκτημένου, οι μητέρες με ανήλικα, που έχασαν πλέον το δικαίωμα να βγαίνουν στη σύνταξη με τα ειδικά ηλικιακά όρια, φορτώνοντάς τες μέχρι και 17 χρόνια επιπλέον εργασίας, οι εργαζόμενοι στα ΒΑΕ, για τους οποίους αυξήθηκαν τα ηλικιακά όρια, ενώ δεκάδες χιλιάδες έχασαν εξολοκλήρου τη δυνατότητα αυτή, αφού από το καθεστώς των ΒΑΕ αποχαρακτηρίστηκαν μια σειρά κλάδοι, επαγγέλματα και ειδικότητες.
Ακόμα, όμως, ποιο σημαντική είναι η δέσμευση της συγκυβέρνησης ότι αποδέχεται τις μεγάλες ανατροπές που έγιναν με τους νόμους 3863 και 3865 του 2010, που καθορίζουν το «νέο ασφαλιστικό» για τον επόμενο μισό αιώνα και αφορούν όλους τους σημερινούς εργαζόμενους τουλάχιστον κάτω των 55 ετών αλλά και τις νέες γενιές που θα μπαίνουν στην παραγωγή. Το νέο αυτό μοντέλο, για το οποίο τόσο λαλίστατος ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ όταν ήταν στην αντιπολίτευση αλλά σήμερα δε βγάζει τσιμουδιά, προβλέπει: Σύνταξη στα 67 χρόνια ή μειωμένη (με μείωση 30%) στα 62 χρόνια. Δικαίωμα στην πλήρη σύνταξη μόνο με 12.000 ημέρες ασφάλισης ή 40 ολόκληρα χρόνια συνεχούς και ασφαλισμένης εργασίας, αντί της 35ετίας που ίσχυε πριν.
Ταυτόχρονα, ο νέος τρόπος υπολογισμού της σύνταξης οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια όχι σε συντάξεις αλλά σε προνοιακά βοηθήματα. Σύμφωνα με στοιχεία που είχε δώσει το ίδιο το υπουργείο Εργασίας, προκύπτει ότι σε κάθε 100 ευρώ σύνταξη που δίνονται σύμφωνα με αυτά που ίσχυαν μέχρι το 2010, στο νέο σύστημα θα χάνονται από 35 (στην καλύτερη περίπτωση) έως και 63 ευρώ!
Οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι από αυτούς που χαντακώθηκαν περισσότερο στη διάρκεια της κρίσης, με νόμους που περιλήφθηκαν σε όλα τα μνημόνια και σε όλους τους εφαρμοστικούς.
Η μειώσεις στους μισθούς τους ήταν απανωτές, καταργήθηκε ο 13ος και 14ος μισθός, μειώθηκαν δραστικά όλα τα επιδόματα, νομιμοποιήθηκε η εργασία στο Δημόσιο μέσω «δουλεμπορικών» για άνεργους ηλικίας 55 - 64 ετών, με επιχορήγηση από το κράτος, αυξήθηκε ο εβδομαδιαίος χρόνος εργασίας και ο ενιαίος ορισμός του σε 40 ώρες, χωρίς αντίστοιχη αύξηση του μισθού, ήρθαν αντιμέτωποι με την εφεδρεία και τη διαθεσιμότητα, τους επιβλήθηκε νέο μισθολόγιο (από 1/11/2011), που εκτός της τεράστιας μείωσης στους μισθούς, έφερε και τη σύνδεση του μισθού με το νέο βαθμολόγιο, μπήκε στόχος για μείωση του προσωπικού κατά 100.000 περίπου υπαλλήλους, μειώθηκαν οι δαπάνες για υπερωρίες και άλλες πρόσθετες αμοιβές, αυξήθηκαν τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης κατά δύο χρόνια (από το 65ο στο 67ο) και άλλα.
Ολα αυτά είχαν ως συνέπεια οι δημόσιοι υπάλληλοι να χάσουν 5,5 μισθούς από το 2009 και σήμερα ο εισαγωγικός μισθός στο δημόσιο είναι στα 780 ευρώ μεικτά. Απέναντι σε όλα αυτά, η κυβέρνηση το μόνο που εγγυάται για τους δημόσιους υπάλληλους είναι τα σημερινά κατώτατα όρια στους μισθούς και ταυτόχρονα δεσμεύεται για στενότερη σύνδεση του μισθού με την παραγωγικότητα.
Γράφει, μεταξύ άλλων, η συμφωνία στο Γιούρογκρουπ, στο κεφάλαιο «Δημόσια Διοίκηση και διαφθορά»: «(Δεσμεύεται να) μεταρρυθμίσει το πλέγμα των μισθών του δημοσίου τομέα με σκοπό να αποσυμπιέσει την κατανομή των μισθών μέσω αύξησης της παραγωγής και κατάλληλων πολιτικών προσλήψεων χωρίς να μειώνονται τα τρέχοντα κατώτατα επίπεδα μισθών».
Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση δεσμεύεται ότι από τις όποιες προσλήψεις γίνουν και την αναδιάρθρωση στο μισθολόγιο «δε θα αυξηθεί ο λογαριασμός των μισθών του δημοσίου», που σημαίνει συνέχιση των προσλήψεων με το σταγονόμετρο. Ηδη, όπως αποκάλυψε την Παρασκευή ο «Ριζοσπάστης», μειώνονται κατά 10% οι προσλήψεις συμβασιούχων στην Τοπική Διοίκηση.
Κατά τα άλλα, η κυβέρνηση δεσμεύεται να «εξορθολογήσει τα μη μισθολογικά επιδόματα, για να μειωθούν οι συνολικές δαπάνες, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η λειτουργία του δημοσίου τομέα, σε συμμόρφωση προς τις βέλτιστες πρακτικές της ΕΕ», που σημαίνει παραπέρα μειώσεις στις αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων.
Δεσμεύεται, επίσης, να προωθήσει μέτρα που «θα βελτιώνουν τους μηχανισμούς προσλήψεων, θα ενθαρρύνουν τους αξιοκρατικούς διορισμούς σε διοικητικές θέσεις, θα παρέχουν πραγματική αξιολόγηση των υπαλλήλων και θα καθιερώνουν δίκαιες διαδικασίες για τη μεγιστοποίηση της κινητικότητας ανθρώπινων και άλλων πόρων εντός του δημόσιου τομέα». Δηλαδή, δύο από τους πυλώνες της «μνημονιακής» πολιτικής στο Δημόσιο, «αξιολόγηση» και κινητικότητα, διατηρούνται αυτούσιοι.