Αφιέρωμα της ΚΕ του ΚΚΕ στον κομμουνιστή χαράκτη
Στα παραπάνω λόγια του κομμουνιστή χαράκτη Τάσσου Αλεβίζου, που έμεινε γνωστός ως «Α. Τάσσος» (ψευδώνυμο με το οποίο υπέγραψε ένα σπουδαστικό σχέδιό του), συμπυκνώνονται η δύναμη και η ουσία του έργου του. Το έργο του είναι μεγάλο, όπως μεγάλος είναι και ο ίδιος, γιατί αφουγκράστηκε, συνδέθηκε κι εξέφρασε τις αγωνίες, τις ελπίδες, τους αγώνες, την προοπτική του λαού μας.
Η ΚΕ του ΚΚΕ διοργανώνει αφιέρωμα στον χαράκτη Α. Τάσσο και την πολύτιμη προσφορά του στην Τέχνη και τη λαϊκή πάλη για την κοινωνική απελευθέρωση, με αφορμή τη συμπλήρωση 30 χρόνων από το θάνατό του.
Στις 25 Μάρτη του 1914 στη Λευκοχώρα Μεσσηνίας γεννιέται ο Τάσσος. Το 1919 η οικογένεια Αλεβίζου έρχεται στην Αθήνα. Εγκαθίσταται στο αραιοκατοικημένο τότε Δουργούτι, σημερινό Νέο Κόσμο. Το 1922 πρόσφυγες Μικρασιάτες βρίσκουν καταφύγιο και σε αυτή τη γειτονιά. Ο πόνος, αλλά και η αξιοπρέπεια, ο άνθρωπος του μόχθου και ο αγώνας του για επιβίωση τον σημαδεύουν. «Εβλεπα παράγκες, έφτιαχνα παράγκες... Εβλεπα φτώχεια, έφτιαχνα φτώχεια. Εκφραζόμουν σύμφωνα με τον περίγυρό μου, που με συγκινούσε, με αναστάτωνε...».
Ηταν ακόμα μαθητής, όταν άρχισε να δραστηριοποιείται στην Εργατική Λέσχη Δουργουτίου. Παραμονές της Πρωτομαγιάς του 1930, ο Τάσσος συλλαμβάνεται από την αστυνομία «προληπτικά». Μετά από μιάμιση μέρα παραδίδεται στον πατέρα του, με τη σύσταση να συμμορφωθεί. «Και συμμορφώθηκα. Την άλλη μέρα κιόλας έγινα μέλος της ΟΚΝΕ...», ανέφερε χαρακτηριστικά. Λίγα χρόνια αργότερα γίνεται μέλος του ΚΚΕ. Το 1930, όντας ακόμη έφηβος, δίνει εξετάσεις και μπαίνει στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Δάσκαλοί του στη ζωγραφική οι Κ. Παρθένης, Θ. Θωμόπουλος και Ο. Αργυρός. Χαρακτική διδάχθηκε από τον Γιάννη Κεφαλληνό.
Πριν τελειώσει τις σπουδές του, το Μάρτη του 1936, ο Α. Τάσσος παρουσιάζει στο βιβλιοπωλείο «Ελευθερουδάκη» την πρώτη του ατομική έκθεση που εντυπωσιάζει. Την ίδια χρονιά η έκθεση αυτή παρουσιάζεται στην Πράγα και στο Κόζιτσε. Συνεχίζει τις σπουδές του στο Παρίσι, στη Ρώμη και τη Φλωρεντία. Εκεί έρχεται σε επαφή με τις πιο προοδευτικές αισθητικές τάσεις, όπως τη χαρακτική του Ε. Μουνκ, της Κ. Κόλβιτς και των Γερμανών εξπρεσιονιστών. Το 1938 επιστρέφει στην Αθήνα και παρουσιάζει 6 συνθετικές ξυλογραφίες στην Πανελλήνια Εκθεση Κλασικών Τεχνών. Αποσπά το Α' Βραβείο Χαρακτικής. Συλλαμβάνεται από τη μεταξική δικτατορία. Το 1940 ο καλλιτέχνης εκθέτει νέα έργα του και αποσπά το Α' Κρατικό Βραβείο Χαρακτικής.
Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου ο Τάσσος συμμετέχει στην ομάδα των εικαστικών - επίλεκτων μαθητών του Γ. Κεφαλληνού. «Τι έδωσες εσύ;», τιτλοφορείται μια αφίσα του Τάσσου εκείνη την περίοδο.
Σε συνέντευξή του το 1981 στο περιοδικό «Τέχνη και πολιτισμός», αναφέρει χαρακτηριστικά για τα χρόνια της Κατοχής: «Εμείς παίρναμε από την ΚΕ του ΕΑΜ το θέμα της δουλειάς και τα συνθήματα. Ομως τα τσιγκογραφεία ήταν απροσπέλαστα, δουλεύαμε με ξύλα και λινόλεουμ. Συχνά η δουλειά ήταν ομαδική (...) Οταν τελειώναμε, παραδίδαμε τα χαραγμένα ξύλα στο καθορισμένο ραντεβού... κι ύστερα χάναμε τα ίχνη τους. Ηταν μια δουλειά αρκετά παράτολμη κι επικίνδυνη. Τσάντες με προεξέχουσες τις ιστορικές λαχανίδες της Κατοχής καμουφλάριζαν τα πιο φλογερά μηνύματα ελευθερίας. Διασχίζαμε την Αθήνα, τις μέρες ανάμεσα σε μπλόκα, τραμ, γκαζόζεν, τις νύχτες με την απόλυτη αντιαεροπορική συσκότιση, ανάμεσα σε χαφιέδες, τάγματα ασφαλείας και τους Γερμανούς (...) Υστερα, κάποιο πρωί, βλέπαμε ταυτόχρονα με τους άλλους Αθηναίους, το έργο μας κολλημένο παντού στους τοίχους, στις μάντρες...».
Το 1944 το ΕΑΜ Εικαστικών Καλλιτεχνών αποφασίζει, ως μια μορφή αντίστασης, να συμμετάσχει στην Πανελλήνια Εκθεση, παρότι η διοργάνωσή της εποπτευόταν από τους κατακτητές. Οι Γερμανοί έκλεισαν την έκθεση, συνέλαβαν και κράτησαν για 40 μέρες στις φυλακές Αβέρωφ τους Τάσσο, Κεφαλληνό, Κορογιαννάκη και Κανά, οι οποίοι απελευθερώθηκαν χάρη στις έντονες διαμαρτυρίες.
Το 1945 ιδρύεται από το ΚΚΕ η εκδοτική εταιρεία «Τα Νέα Βιβλία». Ο Τάσσος αναλαμβάνει καλλιτεχνικός υπεύθυνος.
Τα χρόνια αυτά, γενικότερα, δίνουν ώθηση και στην καλλιτεχνική παραγωγή, για να αποτυπώσει αυτές τις ιστορικές στιγμές. Ηρωες, μάχες, μπλόκα, εκτελέσεις, μεγάλες διαδηλώσεις αποτυπώνονται σε πλήθος έργων. Πολλές φορές δανείζονται στοιχεία από τη Βυζαντινή Τέχνη και την αγιογραφία κι άλλες φορές αξιοποιούν το μοντερνισμό, για να αποτυπώσουν τη μεγαλειώδη δράση του λαού, του ΕΑΜ, του ΚΚΕ.
Το 1950 είναι ένα από τα ιδρυτικά μέλη της ομάδας «Στάθμη». Η ομάδα με εκθέσεις, κυρίως στην επαρχία, αλλά και στο εξωτερικό προσπαθεί να φέρει σε επαφή τους εργαζόμενους με την Τέχνη. Την περίοδο 1952 - 1960 δουλεύει κυρίως σε έγχρωμες ξυλογραφίες, λυρικά τοπία και σκηνές από την αγροτική ζωή, από τα χωράφια και τους ελαιώνες της ιδιαίτερης πατρίδας του της Μεσσηνίας.
Τη δεκαετία του 1960 η θεματογραφία του άρχισε να επικεντρώνεται στην απόδοση της ανθρώπινης μορφής με σταδιακή εγκατάλειψη του χρώματος και στροφή στο ασπρόμαυρο, που από τότε και μετά δεν το εγκαταλείπει.
Στα χρόνια της δικτατορίας ο Τάσσος, με την ασπρόμαυρη ξυλογραφία του, χαράζει σε πίνακες που φτάνουν το μήκος ενός μέτρου. Ξαναγυρνά στα γεγονότα που τον συγκλόνισαν. Μέσα από τις μορφές και τα σύνολα που χαράζει, φιλοτεχνεί έργα κοινωνικής διαμαρτυρίας. Οπως είχε αναφέρει σε συνέντευξή της στον «Ριζοσπάστη» η σύζυγός του, Λουκία Μαγγιώρου, για εκείνη την περίοδο, «δουλεύοντας το τεράστιο σχήμα άρχισε να βλέπει τη μεγάλη σύνθεση. Αυτά τα χρόνια θα μπορούσαμε να πούμε ότι έκανε ένα εικαστικό ρεπορτάζ. Κάθε φορά που έβλεπε σε μια εφημερίδα ένα γεγονός, το μετέφερε αμέσως στο ξύλο. Τα γεγονότα βέβαια που συνέβαιναν γύρω μας, επηρέασαν το έργο του σε όλες τις εποχές. Και πάντα με σημείο αναφοράς τον άνθρωπο».
Στο εργαστήρι του φτάνουν συνεχώς μηνύματα για νέους φυλακισμένους. Από το Δεκέμβρη του 1967 έως το Γενάρη του 1968 χαράζει 3 «Αφιερώματα» σε 3 κρατούμενους συντρόφους τους. Στην Βάσω Κατράκη, στον Μίκη Θεοδωράκη και στον Γιάννη Ρίτσο. Επόμενα έργα αυτής της περιόδου είναι η «Μνήμη Τσε Γκεβάρα: Οργή και Περισυλλογή», οι «Αρχαγγέλοι», σύμβολα της Αντίστασης, η «Ελευθερία στη φωτιά», ο «Μαύρος Ηλιος», το «Επιτύμβιο για τον Γκρέηκ και την Τζόαν». Και φτάνουμε στην εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973. Ο Τάσσος από τις 20 Νοέμβρη του 1973 ξεκινά τη μεγάλη σύνθεση «17 Νοέμβρης 1973» και την ολοκληρώνει το Σεπτέμβρη του 1975. Πρόκειται για μια μνημειακή σύνθεση, 5,2 μέτρων, χαραγμένη σε τρία τμήματα και παραμένει στην αρχική της μορφή πάνω στις ξύλινες πλάκες.
Σε ένα από τα τελευταία του κείμενα, στις 29 Μάρτη του 1985, για το πώς εκτιμούσε ο ίδιος την πορεία του και τη ζωή του ανάμεσα σε άλλα έγραφε: «Και τώρα σε πλήρη ωριμότητα συνεχίζουμε με τον ίδιο ενθουσιασμό, τα ίδια ιδανικά, την αλληλοεκτίμηση και την αγάπη για να πορευόμαστε στη ζωή, στους κοινωνικούς αγώνες και την τέχνη. Τι θα ήθελα αναλογιζόμενος την πορεία μου στη ζωή και στην τέχνη, να 'ρχιζα τώρα από την αρχή με τις γνώσεις που έχω συσσωρεύσει και με την τεράστια πείρα μου, με το ταλέντο αυτό που διαθέτω. Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι η τροχιά μου θα ήταν μακρύτερη και πολλά περισσότερα θα πρόσφερα στη ζωή και στην τέχνη και στην ειρήνη κι όμως για όλα αυτά ο αγώνας συνεχίζεται».
Το 1977, ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης, ενώ διετέλεσε και επικεφαλής της.
Το 1978, με αφορμή τη σύγκληση του 10ου Συνεδρίου του ΚΚΕ, το πρώτο νόμιμο Συνέδριο του ΚΚΕ μετά από το 1945, ο Τάσσος κυκλοφορεί χαρακτικό προς τιμήν του.
Ο Τάσσος ακόμα και σήμερα δίνει καθημερινά το «παρών» στο Κόμμα του με την αναδημιουργία του έργου του «Τα παιδιά της ασφάλτου», στην έδρα της ΚΕ του ΚΚΕ στον Περισσό. Στον Τάσσο είχε πέσει ο «κλήρος» για να κατασκευάσει ένα μνημειώδες έργο στα γραφεία του Κόμματος, που θα εξέφραζε σταθμούς από την πορεία, τη δράση και την προοπτική του λαϊκού κινήματος και του ΚΚΕ. Οταν ο Τάσσος άκουσε την πρόταση του Κόμματος είπε διστάζοντας: «Μα ένα τέτοιο ψηφιδωτό είναι πολύ μεγάλο». Μια φράση, όμως, απλή κι αληθινή, «μεγάλο είναι και το Κόμμα μας», τον έκανε να πει το ναι. Οπως περιγράφει ο γλύπτης Μέμος Μακρής στον «Ριζοσπάστη», «ο Τάσσος είχε κάνει κάποια προσχέδια για ψηφιδωτό, που τα συζητούσαμε. Μεσολάβησε όμως ο θάνατός του. Ετσι η επιτροπή επέλεξε ανάμεσα από τα ξυλογραφικά του έργα "Τα παιδιά της ασφάλτου", που εκφράζει κι αυτό τη μαχόμενη πορεία του λαού και του Κόμματος. Ζούσε ακόμα όταν γίνανε οι πρώτες δοκιμές για ψηφιδωτό».
Επιλέγουμε να κλείσουμε αυτό το μικρό αφιέρωμα με ένα απόσπασμα από τα λόγια του Γιάννη Ρίτσου, μετά το θάνατο του χαράκτη. «Ο Τάσσος μας, με το μεγάλο έργο του, έδωσε όσο ίσως κανένας άλλος καλλιτέχνης του καιρού μας, την ιστορική πραγματικότητα της σύγχρονης Ελλάδας, που αποθανάτισε τους αγώνες του ελληνικού λαού, την ηρωική Αντίσταση, τις μέρες του Πολυτεχνείου. Τροφοδότησε τη μνήμη όλων μας κι εκείνων που έζησαν αυτές τις μεγάλες ώρες κι εκείνων που ήρθαν πολύ αργότερα. Ο Τάσσος δεν αποθανάτισε μόνο τις μεγάλες ώρες της Ελλάδας. Αλλά μαζί μ' αυτό, αποθανατίστηκε ο ίδιος κι έτσι μπροστά του σκύβουμε το κεφάλι με σεβασμό και θαυμασμό, γιατί μας έμαθε να μη σκύβουμε ποτέ το κεφάλι μπροστά στον εχθρό».
Στην εκδήλωση θα μιλήσουν οι:
Ελένη Μηλιαρονικολάκη, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνη του Τμήματος Πολιτισμού, με θέμα τη στράτευση της ζωής και της τέχνης του Α. Τάσσου στα κομμουνιστικά ιδανικά.
Ειρήνη Οράτη, Ιστορικός Τέχνης και Πρόεδρος της «Εταιρίας Εικαστικών Τεχνών Α. Τάσσος», που θα παρουσιάσει το έργο του μεγάλου χαράκτη μέσα από αντιπροσωπευτικά δείγματα.
Στην εκδήλωση θα χαιρετίσει η Αντα Γόντικα, σπουδάστρια της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών.
Η εκδήλωση θα ολοκληρωθεί με την προβολή της ταινίας «Χαράκτης Α. Τάσσος» του Τάκη Παπαγιαννίδη, μέσα από την οποία ο Τάσσος μιλά για τη ζωή και το έργο του.
Η έκθεση θα πραγματοποιηθεί στο Πολιτιστικό Κέντρο «Μελίνα» του Δήμου Αθηναίων (Ηρακλειδών 66, Θησείο - στάση μετρό «Κεραμεικός»).
Τα εγκαίνια θα πραγματοποιηθούν την Παρασκευή 20 Μάρτη στις 19.30.
Ωρες και μέρες λειτουργίας: Τρίτη - Σάββατο 10.00 - 20.00, Κυριακή 10.00 - 14.00.