ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 25 Φλεβάρη 2001
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΒΙΟΤΕΧΝΕΣ ΑΡΓΥΡΟΧΡΥΣΟΧΟΟΙ
Μεγάλα τα προβλήματα για 7.500 επιχειρήσεις

Η εισβολή μεγάλων επιχειρήσεων έχει οδηγήσει σε συρρίκνωση τον κλάδο. Μόνο τη διετία 1998-99 στη Θεσσαλονίκη έκλεισαν οριστικά 100 επιχειρήσεις αργυροχρυσοχοΐας, ενώ ακόμα χειρότερη είναι η εικόνα για την Αθήνα όπου παρουσιάζεται μεγάλη συγκέντρωση επιχειρήσεων του χώρου

Η αργυροχρυσοχοΐα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί συγγενής κλάδος προς τη βιοτεχνία καλλιτεχνικής χειροτεχνίας (είδη λαϊκής τέχνης) τόσο ως προς αυτή καθεαυτή την καλλιτεχνική της πλευρά όσο και ως προς το γεγονός ότι και οι δύο κλάδοι βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στον τουρισμό.

Πρόκειται για ένα χώρο που κουβαλάει μεγάλη παράδοση, που περνάει από πατέρα σε γιο, αφού η τέχνη κληροδοτείται από γενιά σε γενιά. Ενας χώρος, όμως, που τα τελευταία χρόνια πλήττεται από τα μεγάλα προβλήματα που δημιουργούν οι ασκούμενες πολιτικές, που έχει να αντιμετωπίσει μεγάλη πτώση του τζίρου εξαιτίας τόσο της αδυναμίας των καταναλωτών να διαθέσουν μέρος του εισοδήματός τους στο είδος που κατ' εξοχήν εμπορεύεται ο κλάδος, στο κόσμημα, όσο και από τις εισαγωγές από χώρες της ΕΕ και από τρίτες χώρες που εκτοπίζουν την ελληνική παραγωγή. Την ίδια στιγμή ο κλάδος βρίσκεται αντιμέτωπος με τον άνισο ανταγωνισμό που ασκούν μια χούφτα μεγάλες επιχειρήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο η γνωστή αλυσίδα καταστημάτων «Folie - Folie» κατέχει το 4% της αγοράς.

Ολα αυτά οδηγούν σε συρρίκνωση του κλάδου, σε κλείσιμο των επιχειρήσεων, αφού όπως δείχνουν τα στοιχεία, μόνο στη Θεσσαλονίκη στη διετία 1998-99 έκλεισαν 100 επιχειρήσεις αργυροχρυσοχοΐας, ενώ ανάλογη εικόνα υπάρχει και για την Αθήνα - όπου παρουσιάζεται μεγάλη συγκέντρωση επιχειρήσεων του χώρου - και αλλού. Ο «Ρ» επιχειρεί σήμερα μια πρώτη προσέγγιση του κλάδου παρουσιάζοντας μια σειρά από στοιχεία που προέκυψαν από την πιο πρόσφατη καταγραφή που πραγματοποίησε το Ελληνικό Κέντρο Αργυροχρυσοχοΐας (ΕΛΚΑ) και που θεώρησε αντιπροσωπευτικά της εικόνας που επικρατεί.

Ο κλάδος

Ο συνολικός αριθμός των επιχειρήσεων αργυροχρυσοχοΐας ανέρχεται σε 7.500 και στην πλειοψηφία τους είναι ατομικές επιχειρήσεις οικογενειακού χαρακτήρα με 2 εργαζόμενους. Σε σύνολο 2.341 επιχειρήσεων που ήταν καταγεγραμμένες στο Βιοτεχνικό Επιμελητήριο της Αθήνας, το 96,6% είναι ατομικές, ΟΕ και ΕΕ, ενώ μόνο το 3,3% είναι ΕΠΕ και ΑΕ. Πιο αναλυτικά, 1.851 επιχειρήσεις ή ποσοστό 79% είναι ατομικές, 351 ή ποσοστό 15% είναι ΟΕ, 62 επιχειρήσεις ή ποσοστό 2,6% είναι ΕΕ, 32 επιχειρήσεις ή ποσοστό 1,4% είναι ΕΠΕ και 45 ή ποσοστό 1,9% ΑΕ. Είναι φανερό ότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι βιοτεχνίες αρχυροχρυσοχοΐας είναι μικρές επιχειρήσεις αυτοαπασχολούμενων ή οικογενειακές που το πολύ - πολύ απασχολούν μέχρι 2 - 3 εργαζόμενους. Συγκεκριμένα, δε, καταγράφτηκε ότι στο 90% των βιοτεχνιών του κλάδου απασχολούνται 1 - 5 άτομα, στο 5% 6 - 10, σε ένα ακόμα 5% 11 - 20 άτομα, και κατά συνέπεια δεν καταγράφτηκαν επιχειρήσεις παραγωγής ειδών αργυροχρυσοχοΐας που να απασχολούν από 21 άτομα και πάνω.

Εισαγωγές και εξαγωγές

Η ζήτηση των προϊόντων αργυροχρυσοχοΐας όπως σημειώνεται στην έρευνα του ΕΛΚΑ, επηρεάζεται σημαντικά από το διαθέσιμο εισόδημα, τον τουρισμό, το γενικότερο επίπεδο διαβίωσης, το υφιστάμενο φορολογικό καθεστώς, τις τάσεις που επικρατούν στη μόδα, την προώθηση των προϊόντων, το δίκτυο διανομής και διάθεσης, και τις εισαγωγές προϊόντων αργυροχρυσοχοΐας. Είναι φανερό, επομένως, ότι η συρρίκνωση των λαϊκών εισοδημάτων έχει άμεσες επιπτώσεις στο εισόδημα του κλάδου των αργυροχρυσοχόων. Επιπλέον, ο τουρισμός, που απορροφά πάνω από το 50% της παραγωγής των επιχειρήσεων του κλάδου, παρουσίασε το 1996 μια πτώση της τάξης του 10%, ποσοστό που αντίστοιχα καταγράφτηκε στην πτώση των πωλήσεων, ενώ από εκεί και έπειτα μπορεί ο τουρισμός να παρουσιάζει αύξηση σε αριθμό επισκεπτών, όχι όμως και σε διαθέσιμο συνάλλαγμα.

Επίσης, η προώθηση, η διανομή και η διάθεση των προϊόντων, είναι λειτουργίες με μεγάλο κόστος για τις μικρές επιχειρήσεις όπως είναι η πλειοψηφία των επιχειρήσεων αργυροχρυσοχοΐας και η ελλιπής προώθηση, διανομή και διάθεση επηρεάζει αρνητικά τη ζήτηση των προϊόντων του κλάδου.

Οσον αφορά στη φορολογία, τα τελευταία χρόνια οι μικρές οικογενειακού χαρακτήρα επιχειρήσεις δέχονται απανωτά πλήγματα από τη μια με τα φορομπηχτικά «αντικειμενικά κριτήρια» που οδήγησαν σε απόγνωση πολλές επιχειρήσεις, από την άλλη με την «αντικειμενικοποίηση» του ΦΠΑ που ήρθε να «αντικαταστήσει» τα πρώτα. Παράλληλα, πρόβλημα για τους αργυροχρυσοχόους αποτελεί ο ΦΠΑ στην προμήθεια πρώτης ύλης, για την οποία ζητούν να καταργηθεί.

Σε ό,τι αφορά τη ζήτηση, διεθνώς, αξίζει να σημειωθεί ότι η ελληνική αργυροχρυσοχοΐα χάνει έδαφος σε σχέση με εκείνη άλλων χωρών της Ευρώπης, καθώς σύμφωνα με τη γενική γραμματεία χρυσού ανάμεσα στα έτη 1987 - 1996, το μερίδιό της έπεσε στο 2% από 4%, ενώ σε παγκόσμιο επίπεδο από 1% το 1987 έπεσε στο 0,5% το 1996.

Σύμφωνα με τις απαντήσεις που κατέγραψε το ΕΛΚΑ, μόλις το 17% των παραγωγικών επιχειρήσεων του κλάδου έχει εξάγει προϊόντα κατά την τελευταία τριετία, ενώ συνολικά η σχέση εισαγωγών - εξαγωγών είναι ιδιαίτερα αρνητική υπέρ των πρώτων. Το ποσοστό κάλυψης των εισαγωγών μειώνεται δραματικά. Οι εξαγωγές καλύπτουν μόνο το 30% - 35% των εισαγωγών, με αποτέλεσμα η συνολική εγχώρια κατανάλωση σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία να αποκλίνει από την παραγωγή κατά 20% - 25%, δηλαδή η παραγωγή είναι μικρότερη από την εγχώρια κατανάλωση κατά 20% - 25%. Για του λόγου το αληθές το 1993 οι εξαγωγές ειδών αργυροχρυσοχοΐας προς την Ευρώπη αντιστοιχούσαν σε 722,9 εκατ. δρχ. και το 1996 σε 6,7 δισ. Την ίδια στιγμή, όμως, είναι εξαιρετικά δυσανάλογες οι εισαγωγές καθώς το 1993 εισήχθησαν είδη αρχυροχρυσοχοΐας αξίας 5,2 δισ. δρχ. και το 1996 διπλασιάστηκαν, φτάνοντας σε αξία τα 10,1 δισ. δρχ. και το 1997 τα 12,6 δισ. δρχ.

Οξυμένα προβλήματα

Αξιολογώντας τα προβλήματα που τους απασχολούν οι αργυροχρυσοχόοι που απάντησαν στην έρευνα του ΕΛΚΑ, έβαλαν πρώτο αυτό της χρηματοδότησης και δεύτερο τα προβλήματα εκπαίδευσης και εξειδίκευσης προσωπικού. Ακολουθούν τα προβλήματα πληροφόρησης, ποιότητας προϊόντων, προμήθειας πρώτων υλών, συναλλαγών με συναδέλφους τους, θεσμικά προβλήματα, προβλήματα οργάνωσης και διοίκησης, παραγωγής και πωλήσεων. Ειδικά σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση, το 60% των αναγκών των επιχειρήσεων γίνεται με αυτοχρηματοδότηση, δηλαδή από ίδια κεφάλαια και κέρδη, το 33% από τις τράπεζες, το 3% από νέα χρηματοδοτικά εργαλεία και ένα ποσοστό 4% των επιχειρήσεων καλύπτει τις ανάγκες του με άλλους τρόπους, επιταγές, τρίτους κλπ. Οπως προέκυψε, οι επιχειρήσεις του κλάδου έχουν δύσκολα πρόσβαση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και σε πηγές κεφαλαίων, ενώ τα λεγόμενα νέα χρηματοοικονομικά εργαλεία καλύπτουν πολύ μικρό ποσοστό των χρηματοοικονομικών αναγκών των επιχειρήσεων. Επιπλέον, το 3% του δείγματος της έρευνας προσπάθησε να πάρει δάνειο χωρίς αποτέλεσμα, ενώ το 10% πήρε δάνειο με δυσκολία.

Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι λύση στα μεγάλα προβλήματα του κλάδου θα μπορούσε να αποτελέσει η συνεταιριστικοποίηση. Ωστόσο, όπως σημειώνουν οι ίδιοι οι εκπρόσωποί του, πέρα από τα ενδογενή εμπόδια που συναντάει κάτι τέτοιο λόγω της ιδιομορφίας του αντικειμένου του, η ίδια η πολιτική που ασκείται απέναντι στη συνεταιριστικοποίηση, την κάνει απαγορευτική.


ΚΕΙΜΕΝΑ:
Μελίνα ΖΙΑΓΚΟΥ


ΒΙΟΤΕΧΝΙΑ ΕΙΔΩΝ ΛΑΪΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
Μεγάλη ιστορία με αβέβαιο μέλλον

Βιοτεχνία ειδών λαϊκής τέχνης. Ενας κλάδος με παρελθόν αιώνων, από τους ελάχιστους που έχουν κοσμήσει και εξακολουθούν να γεμίζουν μουσεία με τα αριστουργήματά του, ένας κλάδος που άλλοτε συντηρούσε χιλιάδες οικογένειες από γενιά σε γενιά, αλλά ταυτόχρονα, με μέλλον εξαιρετικά δυσοίωνο, όπως δείχνει η πορεία της τελευταίας δεκαετίας. Κι αυτό, καθώς αυτές οι βιοτεχνίες, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι επιχειρήσεις αυτοαπασχολούμενων ή οικογενειακές, αντιμετωπίζουν όλα εκείνα τα προβλήματα που με ιδιαίτερη ένταση ταλανίζουν όλη την ελληνική βιοτεχνική παραγωγή και που γεννά και υποθάλπει η ασκούμενη φιλομονοπωλιακή πολιτική. Επιπλέον, ένα από τα πολλά προβλήματα στη λαϊκή τέχνη είναι ιδιαίτερα οξυμένο. Πρόκειται για την αθρόα ανεξέλεγκτη εισαγωγή προϊόντων από το εξωτερικό, που πλήττει καίρια την εγχώρια παραγωγή τέτοιων ειδών.

Στον κλάδο παραγωγής ειδών καλλιτεχνικής χειροτεχνίας, όπως ακριβέστερα θα έπρεπε να προσδιορίσουμε αυτό το χώρο, που με ευκολία προσδιορίζεται σαν παραγωγή ειδών λαϊκής τέχνης, δραστηριοποιούνται περί τις 3.000 επιχειρήσεις - 6.000 κατά τον ΕΟΜΜΕΧ - από τις οποίες περίπου το 50% βρίσκεται στο λεκανοπέδιο της Αττικής και οι υπόλοιπες σε άλλα γεωγραφικά διαμερίσματα. Πόλοι συγκέντρωσης τέτοιων επιχειρήσεων είναι, μετά την Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, το Ηράκλειο, τα Χανιά, η Ρόδος, τα Γιάννενα και ο Βόλος. Περιοχές, δηλαδή, όπου παρουσιάζεται αυξημένη τουριστική κίνηση, καθώς ο κύριος όγκος των προϊόντων αυτών διοχετεύονται μέσα από τις τουριστικές αγορές της χώρας προς τα καταστήματα που πωλούν αναμνηστικά για τους ξένους τουρίστες.

Ο κλάδος περιλαμβάνει την παραγωγή κυρίως κεραμικών - τα οποία αποτελούν και το 50% περίπου της βιοτεχνικής παραγωγής του κλάδου - ρούχων, μεταλλικών αντικειμένων, εικόνων, υφαντών, καθώς και άλλων ειδών από υλικά, που χρησιμοποιούνται για αντικείμενα διακοσμητικού κυρίως χαρακτήρα.

Σε ό,τι αφορά τη δυναμικότητα των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον κλάδο, είναι κυρίως επιχειρήσεις οικογενειακού χαρακτήρα, όπου απασχολείται ο ίδιος ο φορέας και μέλη της οικογένειάς του ή υπάρχουν το πολύ μέχρι τρεις εργαζόμενοι. Το 95%, δηλαδή, των επιχειρήσεων αποτελείται από πέντε απασχολούμενους συνολικά, ενώ ο ετήσιος τζίρος κινείται στα 20 - 70 εκατ. το χρόνο.

Επόμενο είναι ότι οι αδυναμίες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κλάδος, όπως τονίστηκε και σε πρόσφατη ημερίδα που οργανώθηκε από την Ενωση Βιοτεχνών Ειδών Λαϊκής Τέχνης, είναι όλα εκείνα που πηγάζουν από το πολύ μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σ' αυτόν, δηλαδή, έλλειψη εξειδικευμένου στελεχικού δυναμικού, αδυναμία πρόσβασης στα χρηματοδοτικά προγράμματα, η φορολογική αφαίμαξη, αδυναμία προώθησης των προϊόντων, με άμεσο αποτέλεσμα τη συνεχόμενη τα τελευταία χρόνια πτώση του τζίρου.

Η πορεία των τελευταίων ετών

Την τελευταία δεκαετία, ο κλάδος έχει μπει σε τροχιά βίαιης συρρίκνωσης. Οι εκπρόσωποί του εκτιμούν ότι αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό, πέρα από την ασκούμενη πολιτική που επιβάλλει αλυσιδωτά μέτρα που πλήττουν τη μικρή επιχείρηση, και στην έλλειψη σταθερότητας στην περιοχή των Βαλκανίων με τις αυτονόητες συνέπειες για τον τουρισμό, που είναι οι «πνεύμονες» του κλάδου, στην ποιότητα των ξένων τουριστών που αποτελείται από τουρίστες που δεν είναι διατεθειμένοι να διαθέσουν τόσα χρήματα για τον κλάδο ώστε να συντηρείται επαρκώς, καθώς και στην αθρόα εισαγωγή αντικειμένων καλλιτεχνικής χειροτεχνίας και βιοτεχνίας από χώρες φτηνού εργατικού δυναμικού, όπως η Κίνα, η Ταϊλάνδη, η Ταϊβάν, το Πακιστάν, η Ινδία κλπ. Προϊόντα που δεν είναι ανταγωνιστικά προς τα ελληνικά ως προς την ποιότητα, είναι, όμως, τόσο ανταγωνιστικές οι τιμές τους, που δημιουργούν τεράστιο πρόβλημα στην ελληνική παραγωγή.

Παράλληλα, από τη μεριά της κυβέρνησης δεν υπάρχει κανένας σχεδιασμός κλαδικής πολιτικής. Επιπλέον, εάν στο Β` ΚΠΣ προβλέπονταν κάποια κονδύλια για τη χειροτεχνία που διαχειρίστηκε ο ΕΟΜΜΕΧ, στο Γ` ΚΠΣ δεν προβλέπεται κάτι ανάλογο. Ταυτόχρονα, ο ΕΟΜΜΕΧ οδηγείται με επιλογή της κυβέρνησης σε σταδιακή απαξίωση. Ας σημειωθεί, δε, ότι κοντά σ' όλα αυτά, υπονομεύεται και η ίδια η ποιότητα των ελληνικών ειδών λαϊκής τέχνης με την έλλειψη σχετικής σχολής που θα μπορούσε να αποτελέσει έναν παράγοντα πιστοποίησης της ποιότητας.

Τέλος, πρόσφατα, οι χιλιάδες μικρές βιοτεχνίες του κλάδου της καλλιτεχνικής χειροτεχνίας δέχτηκαν από την κυβέρνηση ένα ακόμα πλήγμα, ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Συγκεκριμένα, πρόκειται για τους όρους που έθεσε, προκειμένου να επιλεγούν οι επιχειρήσεις που θα παράγουν τα προϊόντα που θα φέρουν το σήμα των Ολυμπιακών Αγώνων. Οπως καταγγέλλει η Ενωση Βιοτεχνών Ειδών Λαϊκής Τέχνης, η κυβέρνηση με τους όρους που έθεσε αποκλείει τις μικρές επιχειρήσεις και την πίτα των εσόδων από αυτά τα είδη θα καρπωθούν μεγάλες επιχειρήσεις και, μάλιστα, εμπορικές, που είναι αμφίβολο εάν τα είδη που θα εμπορευτούν θα κατασκευαστούν από ελληνικά χέρια. Οπως προέβλεψε χαρακτηριστικά, σε πρόσφατη συνέντευξή του, ο πρόεδρος της Ενωσης Οδ. Κουμάτος, «τελικά από αυτούς που θα πάρουν, οι περισσότεροι θα είναι άνθρωποι, που ενδεχομένως δεν έχουν καμία σχέση με τον κλάδο και απλώς θα πληρούν τις οικονομικές προϋποθέσεις». Να είστε σίγουροι», τόνιζε, «ότι πολλά από αυτά τα αντικείμενα θα φτιαχτούν σε άλλες χώρες».



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ