Το νεότευκτο σχήμα μπορεί να μην κατάφερε την είσοδό του στη Βουλή, διεκδικεί ωστόσο παρουσία και ρόλο στο αστικό πολιτικό σύστημα και κυρίως διεκδικεί το ρόλο που εγκαταλείπει ο ΣΥΡΙΖΑ ολοκληρώνοντας τη σοσιαλδημοκρατικοποίησή του. Οι φιλοδοξίες του πάνε πέρα απ' τη λειτουργία του ως ενός χώρου υποδοχής της δυσαρέσκειας, που θα μεγαλώνει όσο η κυβέρνηση υλοποιεί το τρίτο μνημόνιο. Τηρουμένων των αναλογιών, το ρόλο αυτό έπαιξε και ως «Αριστερή Πλατφόρμα» στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Οσο πιο μεγάλη η «στροφή στο ρεαλισμό» της ηγεσίας του, τόσο πιο ηχηρή ήταν η κάλπικη ριζοσπαστική συνθηματολογία της «Αριστερής Πλατφόρμας».
Η ηγεσία της δεν κρύβει ότι υιοθετεί το στόχο της καπιταλιστικής ανάκαμψης, που αποτελεί στόχο της αστικής τάξης της χώρας. Αλλωστε, κριτική της στο μνημόνιο γίνεται με αυτή την αφετηρία ως αντιαναπτυξιακό, υφεσιακό και αναποτελεσματικό. Για να ακριβολογούμε, πλάτη σ' αυτή την κατεύθυνση έβαζε κι απ' τους κομματικούς και υπουργικούς θώκους που διατηρούσε, όσο ακόμα ήταν οργανικό κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ. Γι' αυτό το λόγο, έδωσε ανοχή στη συμφωνία της 20ής Φλεβάρη για παράταση του μνημονίου, για τον ίδιο λόγο κορόιδευαν το λαό και τον εφησύχαζαν ότι η κυβέρνηση δε θα υπογράψει νέο μνημόνιο, την ώρα που αυτό βρισκόταν στο στάδιο της συγγραφής με την ενεργή συμμετοχή της κυβέρνησης, που εισηγούντο 47 σελίδες αντιλαϊκά μέτρα. Γι' αυτό επίσης σφύριζαν αδιάφορα και καταψήφιζαν φιλολαϊκές προτάσεις νόμου του ΚΚΕ στη Βουλή, καθώς γνωρίζουν ότι φιλολαϊκά μέτρα και μέτρα στήριξης της καπιταλιστικής κερδοφορίας δεν μπορούν να συνυπάρξουν.
Κρύβει, βεβαίως, ότι η φιλομονοπωλιακή και βαθιά αντιλαϊκή στρατηγική της ΕΕ ισχύει στο ακέραιο και για τα κράτη δίχως ευρώ, όπως άλλωστε επιβεβαιώνει η επίθεση στους λαούς και τα δικαιώματά τους, παρότι αυτή δεν ενορχηστρώνεται από τρόικες στο πλαίσιο υλοποίησης μνημονιακών προγραμμάτων. Οτι ίδια πάνω - κάτω στρατηγική, τόνωσης των κερδών και της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλίων, εφαρμόζουν όλα τα καπιταλιστικά κράτη.
Είναι τέτοια η πρεμούρα της ΛΑΕ να εξηγήσει στην αστική τάξη ότι η πρότασή της είναι προς το δικό της συμφέρον, που διαβεβαιώνει με κάθε ευκαιρία ότι η πρόταση για έξοδο απ' την Ευρωζώνη δεν ανοίγει το δρόμο προς το ...σοσιαλισμό! Αναφέρεται συχνά - πυκνά σε ντοκουμέντα της, αλλά και παρεμβάσεις στελεχών της: «Πολλοί κι από πολλές πλευρές επιχειρούν να διακωμωδήσουν την επιμονή μας για έξοδο απ' το ευρώ και περίπου μας κατηγορούν πως παρουσιάζουμε αυτή την έξοδο ότι, τάχα, ανοίγει το δρόμο για το ...σοσιαλισμό - αν δεν τον εγκαθιδρύει κιόλας! Φυσικά η παραποίηση και η διαστρέβλωση είναι κάτι παραπάνω από χονδροειδής (...) Δεν είναι δυνατόν να ισχυριστεί κανένας με στοιχειώδη κοινή λογική ότι αν βγει η Ελλάδα, για παράδειγμα, από το ευρώ, τότε αυτόματα θα βαδίσει πλησίστια νέους προοδευτικούς και σοσιαλιστικούς δρόμους. Αλλωστε, ο πλανήτης είναι γεμάτος από χώρες με εθνικά νομίσματα, στις οποίες "ανθεί" ο καπιταλισμός...».
Εννοείται ότι προσπερνά το αναντίρρητο γεγονός πως για να ανακάμψει η κερδοφορία του κεφαλαίου στην Ελλάδα, πρέπει να συνεχίσει να κατρακυλά η τιμή της εργατικής δύναμης, να συνεχιστεί η σφαγή εργασιακών - ασφαλιστικών δικαιωμάτων, η φορολεηλασία κ.λπ.
Η ΛΑΕ, λοιπόν, σε αυτές τις συνθήκες επιδιώκει να παίξει ρόλο αντιπολίτευσης, να αναπτύξει δράση στο κίνημα, με στόχο να διατηρήσει ζωντανή τη θολή «αντιμνημονιακή γραμμή», τις αυταπάτες και τις ψευδαισθήσεις, να συρθεί για άλλη μια φορά κάθε τάση χειραφέτησης και ριζοσπαστικοποίησης σε αδιέξοδους και χρεοκοπημένος δρόμους.
Σε αυτές τις προθέσεις αναφέρεται ο Π. Παπακωνσταντίνου - πρώην στέλεχος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που προσχώρησε στη ΛΑΕ - σε άρθρο του στην «Ισκρα», όταν αναφέρει:
«...ένα σημαντικό μέρος της αποχής (όχι όλο βέβαια) αναζητά ριζοσπαστικές, αριστερές λύσεις. Αλλά και ένα μεγάλο τμήμα των μελών και των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ κάθε άλλο παρά βλέπει με καλό μάτι τη μνημονιακή, σοσιαλδημοκρατική του μετάλλαξη, ούτε εννοεί να δώσει λευκή επιταγή στην προώθηση των μνημονιακών μέτρων. Οταν πέσει η σκόνη και ξεχαστούν οι μνησικακίες της εκλογικής αναμέτρησης, όταν αρχίσει η αναπόφευκτη φθορά της κυβέρνησης με την προώθηση των αντιλαϊκών μέτρων, ο κόσμος αυτός θα ακούσει με προσοχή τις εναλλακτικές προτάσεις της Λαϊκής Ενότητας και θα αξιολογήσει αυστηρά αλλά δίκαια την προσφορά της στα κοινωνικά μέτωπα και τους δημοκρατικούς αγώνες. Αυτό που προέχει σήμερα, είναι να ξεκινήσουν ανοιχτές διαδικασίες βάσης για την προγραμματική και οργανωτική μας συγκρότηση, που θα δώσει σταθερή μορφή και σχήμα στην προσπάθειά μας».
Οπως ο ΣΥΡΙΖΑ πριν, έτσι και η ΛΑΕ σήμερα θέτει ως στόχο το σχηματισμό μιας νέας «αντιμνημονιακής κυβέρνησης», που θα εφαρμόσει όσα διακήρυττε ο ΣΥΡΙΖΑ περί κατάργησης μνημονίων, διαγραφής μεγάλου μέρους του κρατικού χρέους, εθνικοποίησης των τραπεζών και κοινωνικού ελέγχου τομέων στρατηγικής σημασίας, περί μιας ακαθόριστης «νέας σχέσης» δημόσιου και ιδιωτικού τομέα με έμφαση στις κρατικές επενδύσεις, αλλά και στην προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων.
Οπως έκανε και κάνει ακόμα ο ΣΥΡΙΖΑ, η υπόσχεση με την οποία η ΛΑΕ προσπαθεί να συνεγείρει το λαό, στην πραγματικότητα να τον στρατεύσει κάτω απ' τις σημαίες του κεφαλαίου, είναι αυτή για επιστροφή στην ανάπτυξη, όπου τάχα θα υπάρξει κοινωνικά δίκαιη κατανομή του πλούτου. Στη διακήρυξή της για τις εκλογές αναφέρεται: «Σταδιακή αύξηση κατώτερων μισθών και συντάξεων (...) Θα στηριχθούν οι μισθοί, οι συντάξεις και οι κοινωνικές δαπάνες για τη δημόσια δωρεάν Παιδεία, τη λαϊκή Υγεία, τον Πολιτισμό. Θα ενθαρρυνθεί η σταδιακή αύξησή τους σε συνάρτηση με τους αναπτυξιακούς ρυθμούς...»!
Πρόκειται για υπόσχεση ξεθωριασμένη, που την αναμασούν όλες οι αστικές πολιτικές δυνάμεις και που αποσκοπεί στο να αμβλύνει τη δυσαρέσκεια και τις αντιδράσεις για την αντιλαϊκή πολιτική και να εξασφαλίσει τη λαϊκή συναίνεση με τη μάταιη προσδοκία μιας ανταμοιβής, όταν οι ρυθμοί ανάπτυξης της καπιταλιστικής οικονομίας πάρουν την άγουσα.
Πρόκειται για θέση πολλαπλά επιζήμια, καθώς αποπροσανατολίζει και εφησυχάζει το λαό, την ώρα που χρειάζεται να οργανώσει την αντίστασή του, τον κοροϊδεύει ότι μπορεί να έχει κοινούς στόχους με τους εκμεταλλευτές του, του κρύβει ότι για το κεφάλαιο είναι μονόδρομος η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης, η διασφάλιση φτηνής εργατικής δύναμης, η αύξηση της ψαλίδας ανάμεσα στο επίπεδο παραγωγικότητας και σε αυτό του μισθού, ώστε το κεφάλαιο να συγκρατεί την τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους. Συγκαλύπτει δε ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη είναι προάγγελος της επόμενης καπιταλιστικής κρίσης, όπου ο λαός θα βρεθεί σε ακόμα χειρότερη θέση.
Ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί η Ζωή Κωνσταντοπούλου, που ναι μεν συμπορεύτηκε με τη ΛΑΕ σε μια πρώτη φάση, φρόντισε όμως να διατηρήσει και να κάνει αισθητή την αυτοτέλειά της, όπως άλλωστε έκανε κι όσο ακόμα ήταν στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ. Η πρώην πρόεδρος της Βουλής επιμένει να εστιάζει σε δύο ζητήματα, το ένα είναι αυτό του χρέους, που χαρακτηρίζεται «επαχθές», «επονείδιστο» και «μη βιώσιμο» και το δεύτερο το μνημόνιο, ως αποτέλεσμα επιβολής, «πραξικοπήματος» και «εκτροπής», που αναιρεί την «εθνική κυριαρχία και ανεξαρτησία».
Η ρητορική της, διανθισμένη με λαϊκίστικες, εθνικοανεξαρτησιακές ακόμα και συνωμοσιολογικές κορόνες, καταλήγει στον ισχυρισμό προς το λαό ότι αν το χρέος διευθετηθεί και τα μνημόνια πάψουν να ισχύουν, τότε θα φάει με «χρυσά κουτάλια». Οτι, βεβαίως, δεν ευθύνεται η αστική τάξη, που απομυζεί το λαό και καρπώνεται το αποτέλεσμα του μόχθου του, ούτε για το χρέος, ούτε για την πολιτική τσακίσματος των εργασιακών δικαιωμάτων που υπαγορεύει η ανάγκη της για κέρδη, αλλά είναι κι αυτή «θύμα» ιμπεριαλιστικών οργανισμών και συμμαχιών. Η πραγματικότητα μακράν απέχει απ' τις μυθοπλασίες που αφηγείται η κ. Κωνσταντοπούλου για τους δικούς της λόγους και φιλοδοξίες.
Οι υπηρεσίες της στην αστική τάξη, η απόχρωση της ρητορικής της, που εννοείται ότι αποφεύγει όπως «ο διάολος το λιβάνι» κάθε ταξική αναφορά, το «φλερτ» της με τη Χρυσή Αυγή, όπου με πρόσχημα την τήρηση των κανονισμών και των διαδικασιών, άνοιξε η ίδια θέμα ανοχής και αποδοχής του φασιστικού μορφώματος, γεννούν πολλά ερωτηματικά για το ποιο ρόλο θα διεκδικήσει ή θα της ανατεθεί, για να προσφέρει αποτελεσματικότερα τις υπηρεσίες της στο σύστημα.