ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 3 Οχτώβρη 2015
Σελ. /20
ΙΤΑΛΙΑ
Διεκδικεί πρωταγωνιστική θέση στο διεθνή ανταγωνισμό

Ο πρωθυπουργός Μ. Ρέντσι ...βλέπει ηγεσία στην ΕΕ μετά από 10 χρόνια μεταρρυθμίσεων, δηλαδή αντιλαϊκών μέτρων

Η κυβέρνηση Ρέντσι δηλώνει πανέτοιμη να κάνει ό,τι χρειάζονται τα μονοπώλια (φωτ. από τη ΓΣ του ΟΗΕ)
Η κυβέρνηση Ρέντσι δηλώνει πανέτοιμη να κάνει ό,τι χρειάζονται τα μονοπώλια (φωτ. από τη ΓΣ του ΟΗΕ)
Με νέα ορμή αναμένεται να ενταθεί η αντιλαϊκή επίθεση στην Ιταλία, καθώς η κυβέρνηση του «προοδευτικού» (κατά πολλές δυνάμεις όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ) Ματέο Ρέντσι καθορίζει τα βήματα με τα οποία διεκδικεί το έδαφος που το ιταλικό κεφάλαιο έχασε λόγω της κρίσης, από ανταγωνιστές του όπως π.χ. το γερμανικό.

Μόνο τον τελευταίο χρόνο, η ιταλική κυβέρνηση έχει προχωρήσει και εξαγγείλει σειρά μέτρων που χτυπούν την εργατική - λαϊκή οικογένεια: ιδιωτικοποιήσεις εταιρειών στρατηγικής σημασίας όπως τα ταχυδρομεία (Poste Italiane), οι σιδηρόδρομοι (FS), ENEL (παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος) και ΕΝΙ (φυσικό αέριο). Την καθημερινότητα των ιταλικών λαϊκών στρωμάτων επιδεινώνει η μείωση των δαπανών σε τομείς όπως Υγεία και συντάξεις (συνολικά η μείωση των δημοσίων δαπανών θα φτάσει τα 34 δισ. ευρώ μόνο μέχρι το 2016), αλλά και οι απολύσεις 86.000 δημοσίων υπαλλήλων. Χαριστική βολή δίνουν οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, που ξεκίνησαν με το Πρόγραμμα «Job's Act», σειρά νόμων που διευκόλυναν τις μαζικές απολύσεις και την επέκταση των συμβάσεων απασχόλησης ορισμένου χρόνου.

Περηφανευόμενος για τα αντιλαϊκά επιτεύγματα της κυβέρνησής του και μιλώντας σε εκδήλωση του Ιδρύματος «Κλίντον», ο Μ. Ρέντσι δήλωνε στις αρχές της βδομάδας ότι «αν η Ιταλία προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις που είναι απαραίτητες τα επόμενα 10 χρόνια, θα γίνει ηγέτης της Ευρώπης, πιο μπροστά (και) από τη Γερμανία». Ανεξάρτητα από το αν οι νόμοι της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξης επιτρέπουν μια τέτοια πρόβλεψη, το μόνο σίγουρο είναι το εξής: το πρόβλημα που (και) το ιταλικό κεφάλαιο έχει με τη Γερμανία, δεν είναι η πολιτική που εφαρμόζεται εκεί, τσακίζοντας λαϊκές ανάγκες και κατακτήσεις, αλλά η πρωτιά που η γερμανική πλουτοκρατία εξακολουθεί να διατηρεί στην ευρωενωσιακή αγορά, το πόσο προπορεύεται στη μοιρασιά της παγκόσμιας αγοράς. Και ταυτόχρονα, ο Μ. Ρέντσι διαφημίζει τις μεταρρυθμίσεις που προωθεί, ως δυναμικό μοχλό ενίσχυσης του ιταλικού κεφαλαίου.

Νέα μείωση φόρων για τις επιχειρήσεις

Το σχέδιο προϋπολογισμού για το 2016, που Ρέντσι και Πιερ Κάρλο Παντοάν (υπουργός Οικονομικών) παρουσίασαν πριν μερικές βδομάδες, προβλέπει νέα μείωση φόρων για τις εταιρείες. Ο Παντοάν έσπευσε, μάλιστα, να διευκρινίσει ότι αυτό γίνεται «για χάρη της επιχειρηματικής ανταγωνιστικότητας». Στο επίκεντρο του κυβερνητικού σχεδιασμού βρίσκεται βέβαια και το πώς θα γίνει ανάλογη «μεταχείριση» για ισχυρά μονοπώλια όπου πλειοψηφούν ξένα κεφάλαια, στο πλαίσιο αναβάθμισης της δράσης της ντόπιας πλουτοκρατίας εντός συνόρων.

Σ' αυτή τη βάση φαίνεται ότι ξετυλίγεται και μια κάλπικη όσον αφορά τα λαϊκά συμφέροντα «κόντρα», με την ιταλική αστική τάξη να προσπαθεί να εμφανιστεί ότι αντιστέκεται στις συμβουλές των Βρυξελλών επί του φορολογικού και τον Ρέντσι να διαμηνύει ότι «εμείς αποφασίζουμε ποιους φόρους θα κόψουμε, όχι οι γραφειοκράτες των Βρυξελλών.... Δουλειά της ΕΕ δεν είναι να καθορίζει τις τελικές επιλογές ενός κράτους - μέλους.... δεν πρέπει να λαμβάνει αποφάσεις για λογαριασμό μιας κυβέρνησης» (φυσικά, τέτοιες δηλώσεις αφορούν πρώτα απ' όλα την όξυνση του ανταγωνισμού στο εσωτερικό της ΕΕ και ως προς το μείγμα πολιτικής για την έξοδο από την κρίση).

Καθόλου τυχαία, τα «φώτα» των ΜΜΕ και τις τελευταίες μέρες ουσιαστικά έπεσαν πάνω στο ποιες εταιρείες μπορεί να «χάσουν» φοροαπαλλαγές που τάζει η ιταλική κυβέρνηση στο κεφάλαιο και όχι τις ίδιες τις φοροαπαλλαγές, που συμπληρώνουν μια συνολική στρατηγική κλιμάκωσης της αντιλαϊκής καταιγίδας, δημοσιονομικής πολιτικής προς όφελος της συγκέντρωσης κεφαλαίου, που, ανεξάρτητα από το ποια μερίδα κεφαλαίου ωφελείται, σηματοδοτεί νέα μέτρα κατά των λαϊκών στρωμάτων.

Μόλις την περασμένη Τετάρτη, ο Παντοάν μίλησε σε Διεθνές Φόρουμ Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων που οργανώθηκε στην Ιταλία, διαβεβαιώνοντας για την αφοσίωση με την οποία η κυβέρνηση θα συνεχίσει το έργο της: «Υπάρχουν αναπτυξιακές προοπτικές (...) με την ιδιωτικοποίηση των ταχυδρομείων (Poste Italiane) και στη συνέχεια της "Enav" (αντίστοιχη με τη δική μας Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας)». Κάλεσε για επενδύσεις στην Ιταλία, καθώς η χώρα του είναι δεσμευμένη ως προς τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος ευνοϊκού για μακροπρόθεσμους επενδυτές και της οποίας το πρόγραμμα δομικών μεταρρυθμίσεων «είναι ένα από τα πιο φιλόδοξα στην Ευρώπη». «Η ιταλική κυβέρνηση είναι έτοιμη να κάνει ό,τι της αναλογεί», συνέχισε, αναφερόμενος στα βήματα που μένουν να γίνουν για τη βελτίωση της «συνεργασίας» της με τους διεθνείς επενδυτές, εννοώντας τη διασφάλιση ολοένα και πιο ευνοϊκών συνθηκών για τον πλουτισμό του κεφαλαίου.

Επόμενο βήμα το σύστημα «διαμόρφωσης μισθών»

Η προθυμία της ιταλικής κυβέρνησης να κάνει «ό,τι της αναλογεί» για να προσελκύσει επενδυτές, μεταφράζεται καταρχήν σε προθυμία να εφαρμόσει και τις συστάσεις που της απευθύνουν επιτελεία που επεξεργάζονται νυχθημερόν νέα μέτρα στήριξης των μονοπωλίων. Τέτοιες είναι αυτές που παρουσίασε την Τετάρτη το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, το οποίο, αφού υπογράμμισε την άνοδο κατά 6 θέσεις της χώρας στην παγκόσμια κατάταξη «ανταγωνιστικότητας», συμπλήρωνε στη συνέχεια πως μένουν πολλά να γίνουν.

Συγκεκριμένα, η σχετική Εκθεση επισήμαινε ότι η χώρα μένει ακόμα πολύ χαμηλά στην κατάταξη ως προς το σύστημα καθορισμού μισθών (εννοώντας προφανώς τους τρόπους μείωσης του μέσου μισθού, την προσαρμογή των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας ακόμα περισσότερο στις εργοδοτικές ανάγκες, ζητήματα που προτάσσει και η Γαλλία), αλλά και την «περιοριστική» εργατική νομοθεσία (που μπορεί να αφορά ζητήματα από την προκήρυξη κινητοποιήσεων μέχρι την ταχύτητα επέκτασης των ελαστικών σχέσεων εργασίας).

Το Φόρουμ συντάσσει την κατάταξη με βάση παράγοντες όπως η παραγωγικότητα και η «αποτελεσματικότητα της αγοράς εργασίας». Φέτος, ακόμα μια φορά, στην 1η θέση βρέθηκε η Ελβετία, στη 2η η Σιγκαπούρη και στην 3η οι ΗΠΑ.

Ακόμα κι αν έχουν γίνει αρκετά βήματα, η Ιταλία μένει αρκετά πίσω από άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις και ως προς την «αποτελεσματικότητα της αγοράς εργασίας» βρίσκεται στην 126η θέση, σε σύνολο 140 χωρών. Την ίδια στιγμή, η Γερμανία είναι 4η, το Ηνωμένο Βασίλειο 10ο, η Γαλλία 22η και η Ισπανία 33η. Βεβαίως, από πέρυσι η χώρα ανέβηκε 10 ολόκληρες θέσεις. Αλλά για να διανύσει το χαμένο έδαφος, πρέπει να τρέξει με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα. Γι' αυτό ακριβώς η κυβέρνηση του «αριστερού» Ρέντσι δηλώνει πανέτοιμη.


Αναστασία ΜΟΣΧΟΒΟΥ


Φουντώνουν οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις

Την αποφασιστικότητα, με την οποία το ιταλικό κεφάλαιο (και το πολιτικό του προσωπικό) θέλει να εργαστεί, για να ενισχύσει τη θέση του, αποτυπώνουν και οι «γέφυρες» που θέλει ανοιχτές με διάφορα ιμπεριαλιστικά κέντρα, ενώ μην ξεχνάμε ότι διευρύνεται η «κόντρα», που συνεχίζεται μέσα στην ίδια την Ευρωζώνη για το μείγμα διαχείρισης της εξόδου από την κρίση.

Είναι χαρακτηριστική η συνέντευξη που έδωσε ο Ρέντσι στο οικονομικό πρακτορείο «Μπλούμπεργκ» τις μέρες που βρέθηκε στις ΗΠΑ για τις εργασίες της ΓΣ του ΟΗΕ.

«Τα τελευταία επτά χρόνια η πολιτική της ΕΕ ήταν λάθος», υποστήριξε, συμπληρώνοντας ότι στο χρονικό διάστημα 2008 - 2015 η ΕΕ έχασε από τις ΗΠΑ σε κάθε τομέα, «έχασε θέσεις εργασίας, έχασε ΑΕΠ, έχασε ανταγωνιστικότητα».

«ΗΠΑ και κυβέρνηση Ομπάμα επέλεξαν την ανάπτυξη», υπογράμμισε ο Ρέντσι, ενώ όταν ο δημοσιογράφος του «Μπλούμπεργκ» έσπευσε να προσθέσει ότι (αντιθέτως) «η ΕΕ επέλεξε τη λιτότητα», ο Ρέντσι χαμογέλασε όλο νόημα και, παίρνοντας την πάσα, συνέχισε: «Σέβομαι το συλλογισμό σας... Προφανώς αυτό για τη Γερμανία είναι καλό, γιατί η Γερμανία έχει πολλές ευκαιρίες στον τομέα των εξαγωγών, πολύ καλή σχέση με άλλα κράτη - μέλη της ΕΕ...».

Δεν είναι, άλλωστε, μυστικό ότι χώρες όπως η Ιταλία, αλλά και η Γαλλία διαφωνούν με τη Γερμανία ως προς τη δοσολογία επεκτατικής - περιοριστικής πολιτικής, το βαθμό δηλαδή και την ευελιξία, με την οποία τα ταμεία των αστικών κρατών θα μπορούν να προσφέρουν νέα «κίνητρα» και «αναπτυξιακά πακέτα» σε μονοπώλια, επιδρώντας έτσι στις ισορροπίες που διαμορφώνονται ευνοϊκές για τις δυνάμεις που ωφελούνται από την ανισομετρία της καπιταλιστικής ανάπτυξης, ή δεν αντιμετωπίζουν τον ίδιο βαθμό δυσκολίας στη διαχείριση της οικονομικής κρίσης, λόγω μικρού βάθους ή μικρών κρατικών χρεών και ελλειμμάτων, όπως η Γερμανία.

«Χρειαζόμαστε τη Ρωσία...»

Εξίσου χαρακτηριστική είναι και η στάση που η Ιταλία επιλέγει να κρατά απέναντι σε εστίες σφοδρής αντιπαράθεσης όπως αυτή μεταξύ Δύσης - Ρωσίας. Απαντώντας σε ερώτημα για το πώς θα βρεθεί έξοδος από την «κρίση στη Συρία», ο Ρέντσι δήλωσε ότι «οι ΗΠΑ αποτελούν σημείο αναφοράς ως προς διεθνείς επιλογές, έτσι συζητάμε πρώτα με τις ΗΠΑ και όλους τους εταίρους μας...» «Πρώτη μας (σημαντική) σχέση συνεργασίας είναι αυτή με τις ΗΠΑ, γιατί αναγνωρίζουμε τον πολύ σημαντικό ρόλο των ΗΠΑ... Αλλά, έχω μια πολύ σαφή θέση ως προς τη Ρωσία: θεωρώ ότι χρειαζόμαστε τη Ρωσία "αναμεμειγμένη"... Προτιμώ η Ρωσία να αναμειχθεί στη λύση του ζητήματος (του Συριακού)», συνέχισε. Ενώ, αντιδρώντας στο ότι «κάποιοι θεωρούν τη Ρωσία ως τον εχθρό μας στην Ευρώπη», επισήμανε: «Πρέπει να διατηρήσουμε την κυριαρχία και την ταυτότητα της Ουκρανίας, τα σύνορα αυτής της χώρας, και για αυτούς τους λόγους είναι σωστές οι κυρώσεις ενάντια στον Πούτιν, αλλά, την ίδια στιγμή, χρησιμοποίησα τον πρώτο χρόνο της θητείας μου στην κυβέρνηση για να επαναλαμβάνω κάθε μέρα το ίδιο πράγμα: είναι σημαντικό να έχουμε σχέσεις με τη Ρωσία... Το να φανταστεί κανείς ένα μέλλον χωρίς τη Ρωσία είναι λάθος».

Βεβαίως, τα παραπάνω ειπώθηκαν πριν την έναρξη των ρωσικών βομβαρδισμών στη Συρία, που προσθέτουν νέα δεδομένα περιπλέκοντας ανταγωνισμούς που είναι θανάσιμα επικίνδυνοι για τους λαούς.

Ωστόσο, είναι καθαρό ότι η ιταλική αστική τάξη αναζητά «ανοιχτές πόρτες» με πολλά κέντρα, ζυγίζοντας πώς κάθε φορά καλύτερα ευνοούνται τα σχέδιά της. Ολη αυτή η «ρευστότητα» ως προς τις ενδοϊμπεριαλιστικές σχέσεις και αντιθέσεις δημιουργεί όλο και ευρύτερη βάση για την εκδήλωση νέων συγκρούσεων, με τον ένα ή άλλον τρόπο. Η ανάγκη κάθε αστικής τάξης να επανεξετάζει τις συμμαχίες μεγαλώνει από την πίεση που γεννά η κρίση και η δυσκολία καπιταλιστικής ανάκαμψης, προμηνύει το μέγεθος της νέας θύελλας που θα ξεσπάσει κατά των λαών, σε κάθε χώρα χωριστά αλλά και γενικότερα.


Α. Μ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ