ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 30 Γενάρη 2016
Σελ. /24
ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΕΣ ΠΗΓΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
Πανάκριβα τις πληρώνουν τα λαϊκά στρώματα

Οι ιδιώτες παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας μέσω ΑΠΕ επενδύουν, κερδοφορούν και πλουτίζουν και με την πολιτική κρατικών επιδοτήσεων που εφαρμόζουν όλες οι μέχρι σήμερα κυβερνήσεις

Με πρόσχημα την ενίσχυση της «καθαρής Ενέργειας» και την «προστασία του περιβάλλοντος», η ΕΕ έχει ανοίξει τα τελευταία χρόνια τη «φάμπρικα» των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ). Ειδικά για την Ελλάδα, έτσι όπως εφαρμόζεται η εν λόγω πολιτική από τις μέχρι σήμερα κυβερνήσεις, έχει εξελιχθεί σε πραγματική «ενεργειακή θηλιά» για εργαζόμενους, αυτοαπασχολούμενους και μικρούς ΕΒΕ, φτωχούς αγρότες, για το σύνολο των λαϊκών στρωμάτων.

Μέσω της ψήφισης και υλοποίησης συγκεκριμένου νομοθετικού πλαισίου από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, οι ελληνικές κυβερνήσεις, εκτός όλων των άλλων παροχών και διευκολύνσεων για την εγκατάσταση έργων ΑΠΕ (επιδοτούμενα δάνεια, επιτάχυνση διαδικασιών έκδοσης αδειών κ.ά.) παρείχε και το σύστημα των εγγυημένων τιμών για σίγουρη κερδοφορία. Με απλά λόγια, αποφάσισε να αγοράζει η ΔΕΗ ΑΕ, επειδή ήταν η μόνη που μπορούσε να διαθέσει την παραγωγή ρεύματος μέσω ΑΠΕ από το Δίκτυο, πανάκριβα το σύνολο της Ενέργειας που παρήγαν οι άλλοι ιδιώτες επιχειρηματίες μέσω ΑΠΕ, βάσει της ευνοϊκής τιμολογιακής πολιτικής που είχαν θεσπίσει οι σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις. Φυσικά, η ΔΕΗ ΑΕ μετέφερε το παραπάνω κόστος του ρεύματος από τις ΑΠΕ στο λογαριασμό των λαϊκών νοικοκυριών που πληρώνουν πανάκριβα μέσα από τις συνεχείς αυξήσεις στα τιμολόγια ηλεκτρικού ρεύματος.

Ο λογαριασμός στο λαό

Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος της στήριξης που παρέχεται στους καπιταλιστές - επενδυτές του τομέα των ΑΠΕ και πληρώνει ο λαός, να πούμε ότι για το 11μηνο του 2015, σύμφωνα με το επίσημο μηνιαίο δελτίο που δημοσιεύει ο ΛΑΓΗΕ (Λειτουργός Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας), η ΔΕΗ οφείλει να καταβάλει για την παραγωγή Ενέργειας μόνο από τα Φωτοβολταϊκά και τα Αιολικά 1,342 δισ. ευρώ. Αν σε αυτό το ποσό προστεθεί και η δαπάνη για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μέσω σταθμών ΣΥΘΗΑ (Συμπαραγωγή Ηλεκτρικής ενέργειας και Θερμότητας Υψηλής Απόδοσης) αλλά και οι ΑΠΕ στα μη διασυνδεδεμένα νησιά, τότε φτάνουμε σε ένα ετήσιο κόστος κοντά στα 2 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου το 1/3 του ετήσιου τζίρου της ΔΕΗ ΑΕ.

Για να γίνουν ακόμη περισσότερο κατανοητά τα μεγέθη πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η εγγυημένη τιμή για τα φωτοβολταϊκά είναι 286,6 ευρώ/MWh, για τα αιολικά 88 ευρώ/MWh και για τα φωτοβολταϊκά στις στέγες 391,7 ευρώ/MWh. Η ΔΕΗ πουλά κάτω από τα 55 ευρώ/MWh. Οι παραπάνω εγγυημένες τιμές έχουν διαμορφωθεί μετά το «κούρεμα» που αποφάσισε το υπουργείο Περιβάλλοντος το 2014, όταν πια έγινε σε όλους κατανοητό ότι ήταν αδύνατο εκ των πραγμάτων να πληρωθούν οι τιμές που είχαν διαμορφωθεί από το 2010 με το νόμο 3851/10 περί «Επιτάχυνσης της ανάπτυξης ΑΠΕ για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής...», τον γνωστό και ως «νόμο Μπιρμπίλη», από το όνομα της τότε αρμόδιας υπουργού της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου.

Βασικός στόχος αυτού του νόμου ήταν, όπως η ίδια η κυβέρνηση ομολογούσε τότε, να μειωθεί ο συνολικός χρόνος αδειοδότησης των έργων ΑΠΕ από 3 έως 5 χρόνια που ίσχυε μέχρι τότε, σε λιγότερο από 8 - 10 μήνες και την ίδια στιγμή να υιοθετήσει τα νέα προκλητικά τιμολόγια που ίσχυσαν για τα επόμενα χρόνια, δίνοντας έτσι οικονομικό κίνητρο για την ανάπτυξή τους.

Πρέπει επίσης να σημειώσουμε πως το «κούρεμα» που αποφασίστηκε το 2014 κυμαινόταν, περίπου, μεταξύ 10% και 30%. Οπως όλα δείχνουν, εξαιτίας της συσσώρευσης χρεών του ειδικού λογαριασμού του ΛΑΓΗΕ, που το Νοέμβρη ξεπερνούσαν τα 600 εκατ. ευρώ, είτε θα επέλθει και νέο «κούρεμα» είτε το υπουργείο Περιβάλλοντος θα προχωρήσει και σε νέα αύξηση του τέλους ΕΤΜΕΑΡ (πρώην τέλος ΑΠΕ) στα τιμολόγια της ΔΕΗ. Νέο χαράτσωμα, δηλαδή, των καταναλωτών, κυρίως λαϊκών νοικοκυριών, αυτοαπασχολούμενων ΕΒΕ, αγροτών κ.λπ.

Ραγδαία ανάπτυξη σε όλη την Ευρώπη

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, τα ποσοστά συμμετοχής των ΑΠΕ στο συνολικό ενεργειακό μείγμα κατανάλωσης στην ΕΕ, σε σχέση με το 2004, την πρώτη χρονιά από την οποία διατηρούνται στοιχεία, έχουν σχεδόν διπλασιαστεί, καθώς από το 8,3% έφτασε στο 16% το 2014, με στόχο να φτάσει το 2020 στο 20%. Τα υψηλότερα ποσοστά παρουσιάζονται στη Σουηδία (52,6%), στη Λετονία (38,1%), στη Φινλανδία (38,7%) και την Αυστρία (33,1%) και τα χαμηλότερα στο Λουξεμβούργο (4,5%), στη Μάλτα (4,7%), στην Ολλανδία (5,5%) και το Ην. Βασίλειο (7%). Το αντίστοιχο ποσοστό για την Ελλάδα είναι 15,3%, όσο ακριβώς και ο ευρωπαϊκός μέσος όρος, από 6,9% που ήταν το 2004 με στόχο για το 2020 το 18%.

Υπολογίζεται ότι η λεγόμενη «πράσινη αγορά» στην ΕΕ απασχολεί πάνω από 3,5 εκατομμύρια άτομα, αποτελεί το 2,5% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ, με ετήσιο κύκλο εργασιών που ξεπερνά τα 300 δισ. ευρώ το χρόνο. Ειδικότερα, οι ΑΠΕ αποτελούν ένα σημαντικό τομέα της εν λόγω αγοράς, καθώς, σύμφωνα με στοιχεία του «Bloomberg new energy finance», τα ποσά που επενδύονται παρουσιάζουν συνεχή αύξηση κάθε χρόνο, καθώς από τα 19,7 δισ. ευρώ, που επενδύθηκαν πανευρωπαϊκά το 2004, φτάσαμε στα 114,8 δισ. ευρώ το 2011. Τα αμέσως επόμενα δύο χρόνια παρουσιάστηκε μια σχετική μείωση στις επενδύσεις ΑΠΕ καθώς το 2012 διαμορφώθηκαν στα 86,4 δισ., το 2013 στα 48,4 δισ. ευρώ, το 2014 ανήλθαν στα 58,9 δισ. ευρώ και στο εννεάμηνο του 2015 στα 29,11 δισ.

Πάντως, οι σχετικές προβλέψεις αναφέρουν ότι οι επενδύσεις στον τομέα τα επόμενα χρόνια θα σημειώσουν ραγδαία αύξηση, έπειτα και από τις αποφάσεις που πάρθηκαν στην πρόσφατη Σύνοδο του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή, καθώς εκτός από τη δυναμική παρουσία της Κίνας και των ΗΠΑ και η Ινδία προτίθεται να μπει στο σχετικό ανταγωνισμό, αλλά και μια σειρά άλλων οικονομιών, μεταξύ αυτών πολλές από τις λεγόμενες «αναδυόμενες» της Ασίας.

Είναι προφανές ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις - στο πλαίσιο των δεσμεύσεων που έχουν αναλάβει εξαιτίας της συμμετοχής της χώρας στην ΕΕ και της ανάγκης των ευρωπαϊκών μονοπωλιακών ομίλων να καταλάβουν ισχυρή θέση στον διεθνή ανταγωνισμό - θα συνεχίσουν να παρέχουν κάθε είδους διευκόλυνση για την ανάπτυξη της «πράσινης» Ενέργειας. Να σημειωθεί πως οι ανταγωνισμοί αυτοί περιπλέκονται και με τον ανταγωνισμό μεταξύ των μονοπωλίων της «Πράσινης Ενέργειας» και εκείνων που δραστηριοποιούνται στα ορυκτά καύσιμα, τα οποία για την ώρα υπερτερούν ως προς τη δυνατότητα εγγυημένης εξασφάλισης ενεργειακής επάρκειας.

Η περαιτέρω ανάπτυξη των ΑΠΕ και στην Ελλάδα και σε ολόκληρη την ΕΕ γίνεται σε συνδυασμό με την απελευθέρωση του κλάδου της Ενέργειας, γεγονός που επιταχύνει τη διείσδυση των μονοπωλιακών ομίλων στον κλάδο και τη συγκεντροποίηση. Αλλά και οι επενδύσεις σε ΑΠΕ παίρνουν μεγάλες ενισχύσεις από τα κράτη.

Οι ΑΠΕ για να παρέχουν Ενέργεια σε όφελος του λαού πρέπει να είναι ενταγμένες σε έναν κοινωνικοποιημένο πολύμορφο τομέα Ενέργειας που θα είναι λαϊκή ιδιοκτησία. Μόνο τότε μπορεί να προσφέρεται φθηνή Ενέργεια στα λαϊκά στρώματα, να μειώνεται η ενεργειακή εξάρτηση της χώρας από εισαγόμενα καύσιμα και να ενισχύεται η ανάπτυξη της βιομηχανίας και συνολικά της οικονομίας για την ικανοποίηση των αναγκών των εργατικών, λαϊκών οικογενειών, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την ελάχιστη δυνατή επίδραση στο φυσικό περιβάλλον. Αυτή είναι η διέξοδος που προτείνει το ΚΚΕ και απαιτεί εργατική, λαϊκή εξουσία για να κοινωνικοποιηθούν τα μονοπώλια.


Φ. Κ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ