Ο,τι ισχύει για τον ιδιωτικό τομέα θα εφαρμοστεί «με όμοιο τρόπο» και στον δημόσιο, ενώ έχουν ήδη αυξηθεί τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης για μεγάλες κατηγορίες εργαζομένων
Eurokinissi |
Το νέο σχέδιο αλλάζει προς το χειρότερο τον τρόπο υπολογισμού της σύνταξης για όλους τους εργαζόμενους και στο Δημόσιο, χωρίς καμιά διάκριση σε «παλιούς» και «νέους» ασφαλισμένους. Διατηρεί (κατ' αναλογία του προηγούμενου αντιασφαλιστικού νόμου Λοβέρδου - Κουτρουμάνη, ν. 3865/2010, που αφορούσε τους δημόσιους υπαλλήλους) το «σπάσιμο» της σύνταξης σε «εθνική» και «ανταποδοτική».
Η εθνική υπολογίζεται σήμερα στα 384 ευρώ και θα δίνεται σε όποιον έχει τουλάχιστον 15 έτη εργασίας. Από εκεί και πέρα, χειροτερεύει τον τρόπο υπολογισμού της ανταποδοτικής σύνταξης που στο άθροισμά της με την εθνική καταλήγει σε ψίχουλα, πολύ λιγότερα και από αυτά που έδιναν οι προηγούμενοι αντιασφαλιστικοί νόμοι.
Στη συνέχεια, δίνουμε ένα συγκριτικό παράδειγμα για το τι θα έπαιρναν με τον ισχύοντα αντιασφαλιστικό νόμο (πρόκειται για το νόμο 3029/2002, καθώς ο νόμος 3865/2010 δεν πρόλαβε ουσιαστικά να εφαρμοστεί) και τι θα πάρουν με το ακόμα χειρότερο σχέδιο της συγκυβέρνησης οι υπάλληλοι και των τεσσάρων κατηγοριών εκπαίδευσης (Πανεπιστημιακής, Τεχνολογικής, Δευτεροβάθμιας, Υποχρεωτικής, στο εξής ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ και ΥΕ, αντίστοιχα) αν συνταξιοδοτούνταν την 1 Γενάρη 2016.
Το παράδειγμα αφορά σε υπαλλήλους με 35 χρόνια υπηρεσίας στο Δημόσιο και ως βάση υπολογισμού λαμβάνονται οι αποδοχές που είχαν διαμορφωθεί τον Οκτώβρη του 2011, «παγωμένες» ήδη από τον Ιούλη του 2011 μέχρι και σήμερα.
Υπάλληλος ΠΕ:
Υπάλληλος ΤΕ:
Υπάλληλος ΔΕ:
Υπάλληλος ΥΕ:
Θα πρέπει να διευκρινίσουμε δύο πράγματα: Το πρώτο είναι ότι στα παραπάνω παραδείγματα δεν συνυπολογίζεται η πρόβλεψη του σχεδίου ότι εάν υπάρχει διαφορά στη σύνταξη πάνω από 20% μεταξύ του παλιού και νέου τρόπου υπολογισμού, θα δίνεται μέρος (50% έως 25%) αυτής της διαφοράς ως «προσωπική», μόνο για τα χρόνια 2016, 2017 και 2018. Από το 2019 θα δίνεται αποκλειστικά το μειωμένο ποσό που προκύπτει με το νέο τρόπο υπολογισμού.
Ως προς τον υπολογισμό, προκύπτει ένα ακόμα ζήτημα. Το σχέδιο προβλέπει ότι ο υπολογισμός γίνεται επί των αποδοχών «που υπόκεινται σε εισφορές». Ομως, οι δημόσιοι υπάλληλοι ξεκίνησαν να πληρώνουν εισφορές από το 1993 και μετά. Ετσι μπαίνει το ερώτημα αν στον υπολογισμό θα λαμβάνεται ή όχι υπόψη και το κομμάτι του εργάσιμου βίου για το οποίο δεν παρακρατούνταν εισφορές και με ποιο τρόπο θα γίνει αυτό. Πρόκειται για παγίδα, που κρίνει πολλά σε σχέση με το ύψος των συντάξεων.
Ως προς την αναπηρία (περιπτώσεις τετραπληγίας, μεταμοσχεύσεων και λοιπών σοβαρών ασθενειών) προβλέπεται η χορήγηση μόνο ενός επιδόματος, ενώ μέχρι τώρα στο Δημόσιο, όσοι είχαν τουλάχιστον 15 χρόνια υπηρεσίας, έβγαιναν με πλήρη σύνταξη, ανεξάρτητα από ηλικία και έπαιρναν και ένα επίδομα. Ακόμα, μειώνεται η προσαύξηση της σύνταξης για το τρίτο παιδί από τα 120 στα 80 ευρώ και καταργείται η παροχή της και στους δύο συζύγους, καθώς προβλέπεται να δίνεται μόνο στον έναν.
Μειώσεις θα γίνουν και στις επικουρικές συντάξεις, αφού και εδώ ο υπολογισμός γίνεται με μειωμένο ποσοστό αναπλήρωσης επί του μέσου όρου των αποδοχών του συνολικού εργάσιμου βίου, ενώ αυξάνεται η εισφορά για την επικουρική ασφάλιση από 3% σε 3,5%.
Για το Μετοχικό Ταμείο Πολιτικών Υπαλλήλων δε γίνεται καμία αναφορά, ωστόσο έχει ήδη αποφασιστεί η μείωση του «μερίσματος» κατά 50%. Τόσο την επικουρική σύνταξη όσο και το μέρισμα, που χρηματοδοτούνται αποκλειστικά από τους εργαζόμενους, η συγκυβέρνηση και οι «λαγοί» της (βλ. κόμμα Λεβέντη) θέλουν να τα εμφανίσουν όχι ως παροχές που έχουν πληρωθεί από τις εισφορές των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά ως «δεύτερες» και «τρίτες συντάξεις» που θα πρέπει να κοπούν!
Ακόμα για το Ταμείο Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων (ΤΠΔΥ) προβλέπεται η μείωση του εφάπαξ κατά 10% και αυτό το μέτρο θα ισχύσει και για όσες αιτήσεις δικαιούχων εκκρεμούν, οι οποίες ξεπερνούν τις 65.000.
Τέλος, μπαίνουν ανώτατα όρια στην καταβολή της σύνταξης, στα 2.304 ευρώ. Εδώ μπαίνει το ερώτημα τι θα γίνει με τις κατηγορίες ασφαλισμένων που λόγω του επαγγέλματος (π.χ. γιατροί, μηχανικοί κ.ά. που απασχολούνται στο Δημόσιο) ασφαλίζονται και πληρώνουν εισφορές σε δύο Ταμεία για κύριες συντάξεις και το συνολικό ποσό της σύνταξης ξεπερνά το πλαφόν αυτό.
Τα παραπάνω επαληθεύουν ότι το νέο σχέδιο επιφέρει δριμύ χτύπημα και στις συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων και πως η κατάσταση θα είναι ακόμα χειρότερη για τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, που, εκτός των άλλων, έρχονται αντιμέτωποι με την ανεργία, τις προσωρινές και ευέλικτες μορφές απασχόλησης.
Τα πραγματικά στοιχεία κάνουν σκόνη την προπαγάνδα της κυβέρνησης ότι δίνει και αυξήσεις στους δημόσιους υπάλληλους
Με το νέο μισθολόγιο δίνονται χαμηλότεροι μισθοί από τους προηγούμενους για τα ίδια χρόνια υπηρεσίας. Για να γίνει κατανοητός ο μηχανισμός του μισθολογίου, σημειώνουμε τα εξής:
Ο νέος νόμος χορηγεί ένα μισθολογικό κλιμάκιο, στο οποίο αντιστοιχεί ένας συγκεκριμένος βασικός μισθός, για κάθε δύο χρόνια υπηρεσίας για τους εργαζόμενους Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ) και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ) και κάθε τρία χρόνια για υπαλλήλους Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ) και Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (ΥΕ). Το πέρασμα από το κατώτερο στο ανώτερο μισθολογικό κλιμάκιο ονομάζεται «μισθολογική εξέλιξη».
Ουσιαστικά, τα μισθολογικά κλιμάκια στο Δημόσιο είναι μηχανισμός μισθολογικής ωρίμανσης και λειτουργούν όπως οι διετίες, τριετίες ή άλλος χρόνος που προβλέπεται στον Ιδιωτικό Τομέα.
Σε αυτά τα μισθολογικά κλιμάκια, ο νέος νόμος αντιστοίχισε μισθούς μικρότερους ακόμα κι από αυτούς που προέβλεπε ο προηγούμενος νόμος (όπου τα μισθολογικά κλιμάκια δίνονταν ανά διετία για όλους), ο οποίος δεν εφαρμόστηκε, επειδή τελικά «πάγωσε» η μισθολογική εξέλιξη.
Η ακόμα μεγαλύτερη μείωση των μισθών, που προκύπτει από τη σύγκριση των δύο αντιλαϊκών μισθολογίων, επιβεβαιώνεται και από το έγγραφο που κατέθεσε στη Βουλή ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομίας Γ. Χουλιαράκης. Εκεί φαίνεται καθαρά πως με το νέο μισθολόγιο, η συγκυβέρνηση μειώνει τη μισθολογική δαπάνη κατά 28,8% συγκριτικά με το προηγούμενο μισθολόγιο (βλ. πίνακα, μεταφρασμένος από τον πρωτότυπο πίνακα που έδωσε ο υπουργός στην αγγλική γλώσσα).Συγκεκριμένα, το νέο μισθολόγιο προκαλεί δαπάνη ύψους σχεδόν 1,7 δισ. ευρώ, ενώ αν εφαρμοζόταν το παλιό μισθολόγιο θα έπρεπε να καταβληθούν σχεδόν 2,4 δισ. ευρώ (είναι το συνολικό ποσό που έχασαν οι δημόσιοι υπάλληλοι λόγω της μισθολογικής καθήλωσης και αντιστοιχεί σε δύο μισθούς ανά έτος σε κάθε εργαζόμενο).
Επιβεβαιώνεται, δηλαδή, ότι το νέο μισθολόγιο έρχεται να συμπληρώσει σε πιο αντιδραστική κατεύθυνση το προηγούμενο, που προέβλεπε ούτως ή άλλως μεγάλες μειώσεις στις αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων.
Ας δούμε τα παραπάνω με ένα παράδειγμα: Ενας υπάλληλος (πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, ΠΕ), το 2011 είχε 16 χρόνια υπηρεσίας. Ο βασικός μισθός που έπαιρνε τότε ήταν 1.906 ευρώ. Τον ίδιο μισθό έπαιρνε και μέχρι το τέλος του 2015, καθώς η μισθολογική εξέλιξη είχε «παγώσει».
Ο νέος νόμος επανακατέταξε τον υπάλληλο σε μισθολογικό κλιμάκιο που αντιστοιχεί στην 20ετή πλέον σημερινή υπηρεσία του. Με βάση τον προηγούμενο νόμο (ΝΔ - ΠΑΣΟΚ), θα έπρεπε να του χορηγηθεί μισθολογικό κλιμάκιο με βασικό μισθό 1.944 ευρώ. Ομως, ο νέος νόμος τού δίνει μισθολογικό κλιμάκιο με βασικό μισθό 1.623 ευρώ!
Δηλαδή, το νέο μισθολόγιο, του μείωσε το μισθό που αντιστοιχούσε στα ίδια χρόνια υπηρεσίας κατά 16,5%, σε σύγκριση με το προηγούμενο μισθολόγιο, που προέβλεπε κι αυτό μεγάλες μειώσεις.
Ορισμένα παραδείγματα και των υπόλοιπων κατηγοριών με 20 χρόνια υπηρεσίας:
Παρόμοιες μειώσεις, μεγαλύτερες ή μικρότερες, έχουν γίνει σε όλα τα μισθολογικά κλιμάκια.
Συνεχίζοντας το πρώτο μας παράδειγμα, ο υπάλληλος ΠΕ, θα πρέπει με το νέο μισθολόγιο να παίρνει 1.623 ευρώ. Ωστόσο, η συγκυβέρνηση εμφανίζεται «μεγαλόψυχη», λέγοντας ότι δε θα μειώσει το μισθό που τώρα παίρνει (1.906 ευρώ), αλλά θα διατηρήσει τη διαφορά, που στο παράδειγμά μας είναι 1.906 - 1.623 = 281 ευρώ, ως «προσωπική διαφορά»! Το ποσό όμως αυτό θα μειώνεται μελλοντικά σε κάθε τυχόν αύξηση.
Δηλαδή η συγκυβέρνηση έκανε το εξής κόλπο: Πήρε τον παλιό βασικό μισθό και τον χώρισε σε δύο μικρότερα κομμάτια. Το ένα από αυτά το βάφτισε «νέο βασικό μισθό» και το άλλο «προσωπική διαφορά». Οταν (και αν) η συγκυβέρνηση εξαγγείλει αυξήσεις, δεν θα τις δίνει πραγματικά, αλλά θα αφαιρεί ένα κομμάτι από την «προσωπική διαφορά» και θα το ενσωματώνει στο βασικό μισθό.
Αυτό θα συμβαίνει μέχρι να μηδενιστεί, κάποια στιγμή στο απώτερο μέλλον, η «προσωπική διαφορά». Ετσι, στην προπαγάνδα τους, οι κυβερνήσεις του κεφαλαίου θα λένε ότι κάνουν τάχα αυξήσεις, χωρίς στην πραγματικότητα να δίνουν έστω και ένα σεντ, αφού οι εργαζόμενοι στην πράξη θα βλέπουν το ύψος των αποδοχών τους να μένει στάσιμο!
Υπάρχουν, όμως, και κάποιες περιπτώσεις υπαλλήλων που με το νέο μισθολόγιο προβλέπεται να λάβουν κάποια μικρή αύξηση. Σε αυτές τις περιπτώσεις ακόμα και αυτή η πενιχρή αύξηση δεν θα δοθεί μονομιάς, αλλά σε τέσσερις ετήσιες δόσεις! Ας πάρουμε ένα παράδειγμα: Υπάλληλος ΠΕ με 11 έτη υπηρεσίας, παίρνει 1.381. Με το νέο νόμο θα πάρει 1.387 (σ.σ. με τον παλιό νόμο θα έπαιρνε 1.588 ευρώ). Η «τεράστια» αύξηση των 6 ευρώ θα δοθεί ως εξής: Σε καθένα από τα τέσσερα έτη (2016 - 2019) θα προστίθεται στο βασικό μισθό το ποσό του 1,5 ευρώ!
Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, με δύο ακόμα διαφορετικούς τρόπους προχώρησε σε περαιτέρω μειώσεις στους μισθούς για το σύνολο ή μεγάλο μέρος των δημοσίων υπαλλήλων:
Με αυτά τα κόλπα η συγκυβέρνηση έκρυψε τις μεγάλες μειώσεις που έκανε μέσω της αναδιάρθρωσης του μισθολογίου και εμφάνισε ψευδώς πως δίνει κάποιες αυξήσεις: «Από την ένταξη των υπαλλήλων στο νέο σύστημα θα υπάρξει αύξηση του βασικού μισθού για 314.000 περίπου υπαλλήλους...» (http://www.ydmed.gov.gr/?page_id=13046, ιστοσελίδα του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης)!
Τον ισχυρισμό διαψεύδει η Εκθεση Αξιολόγησης Συνεπειών Ρύθμισης που συνόδευε το νομοσχέδιο και αναφέρει: «Με την προτεινόμενη ρύθμιση δεν επέρχεται επιβάρυνση επί του συνολικού προϋπολογισμού των φορέων της γενικής κυβέρνησης». Αν είχαν δοθεί πραγματικές αυξήσεις, θα επιβάρυναν τον κρατικό προϋπολογισμό, κάτι που ομολογείται ότι δεν συμβαίνει.
Γι' αυτό ο αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικών, Χ. Βερναρδάκης, αναγκάστηκε να τα μαζέψει πριν από λίγες μέρες, λέγοντας ότι δεν πρόκειται για αυξήσεις στους μισθούς, αλλά για αυξήσεις που προέρχονται «από την επανακατάταξη στα μισθολογικά κλιμάκια».
Βασικά στοιχεία του νέου μισθολογίου είναι:
Ενα ακόμα όπλο για την αποτελεσματικότερη λειτουργία του κράτους στην υπηρεσία των μονοπωλίων, είναι οι προκλητικές αμοιβές που προβλέπονται για τα στελέχη της Δημόσιας Διοίκησης και τους μετακλητούς (τους διορισμένους σε θέσεις συμβούλων κυβερνητικών στελεχών). Ετσι, ο νόμος αυξάνει τα επιδόματα θέσης ευθύνης που καταβάλλονται στους προϊσταμένους οργανικών μονάδων και τα οποία δεν υπολογίζονται στις αυξήσεις που συμψηφίζονται με την προσωπική διαφορά. Τα νέα επιδόματα ευθύνης διαμορφώνονται ως εξής: 1.400 ευρώ (από 1.000) για τον γενικό γραμματέα υπουργείου (αύξηση 40%). 1.150 ευρώ (από 950) για τον ειδικό γραμματέα υπουργείου (αύξηση 21%). 1.000 ευρώ (από 900) για το γενικό διευθυντή (αύξηση 11,11%). 450 ευρώ (από 400) για το διευθυντή (αύξηση 12,5%). 350 ευρώ (από 300) για τον υποδιευθυντή (αύξηση 16,6%).
Στο ίδιο νόμο, η συγκυβέρνηση πέρασε διατάξεις που συνδέουν το μισθό με την αξιολόγηση, με στόχο να διαμορφώσουν έναν ακόμα πιο ισχυρό μηχανισμό χειραγώγησης και υποταγής των εργαζομένων. Το άρθρο 12 προβλέπει ότι αν ένας υπάλληλος «αξιολογηθεί» ως «άριστος» για τρία συνεχόμενα έτη, τότε υπάρχει η δυνατότητα να του δώσουν ένα μισθολογικό κλιμάκιο επιπλέον. Η διαδικασία και οι όροι θα καθοριστούν με υπουργική απόφαση και εφόσον το επιτρέπει η εκάστοτε δημοσιονομική συγκυρία. Με αυτό το άρθρο γίνεται προσπάθεια «άμεσης σύνδεσης της εξέλιξης αυτής όχι μόνο με το χρόνο υπηρεσίας του υπαλλήλου αλλά και με στοιχεία αξιολόγησής του» και «προβλέπεται στην ουσία η σύνδεση των μισθολογικών διατάξεων με αντίστοιχες του νόμου περί αξιολόγησης...» (αιτιολογική έκθεση, σελ. 13). Να σημειωθεί ότι τις μέρες αυτές έχει ήδη δρομολογηθεί και το νομοσχέδιο για την «αξιολόγηση». Το άρθρο 17 προβλέπει ότι μπορεί να δοθεί επιπλέον αμοιβή «η οποία συνδέεται με την περιγραφή και την αξιολόγηση της θέσης εργασίας». Η εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου θα οδηγήσει σε εξατομικευμένο μισθό, στο διαχωρισμό και σε διαφορετικές ταχύτητες εργαζομένων ακόμα και στο ίδιο γραφείο.
ΚΕΙΜΕΝΑ - ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Χρήστος ΜΑΝΤΑΛΟΒΑΣ