ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 2 Απρίλη 2016
Σελ. /24
ΒΡΕΤΑΝΙΑ
Λυσσαλέες κόντρες μονοπωλίων του χάλυβα σε βάρος των εργατών

Εργοστάσιο της ΤΑΤΑ στη Βρετανία
Εργοστάσιο της ΤΑΤΑ στη Βρετανία
Τον πικρό λογαριασμό του άγριου ανταγωνισμού μεταξύ μονοπωλιακών ομίλων που δραστηριοποιούνται στους τομείς της Βιομηχανίας και της Ενέργειας καλούνται να πληρώσουν, για άλλη μία φορά, δεκάδες χιλιάδες Βρετανοί εργάτες, μετά την απόφαση του ινδικού ομίλου ΤΑΤΑ STEEL, την περασμένη Τρίτη, να βάλει πωλητήριο σε όλα τα χαλυβουργεία που διαθέτει στη Βρετανία. Αφορμή, η μείωση της κερδοφορίας του λόγω των εισαγωγών φθηνού χάλυβα κυρίως από Κίνα, αλλά και από άλλες χώρες, όπως η Νότια Κορέα και η Ρωσία, αλλά και της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης που μείωσε τις ανάγκες σε εμπορεύματα χάλυβα παγκοσμίως ενώ ήδη υπήρχε υπερπαραγωγή. Μόνο η κρίση στον κλάδο των κατασκευών έχει μειώσει δραματικά την κατανάλωση εμπορευμάτων χάλυβα.

Ωστόσο, η «δαμόκλειος σπάθη» της ανεργίας και της φτώχειας δεν κρέμεται μόνο πάνω από τα κεφάλια 15.000 εργατών που δουλεύουν ακόμα και με κίνδυνο για τη σωματική τους ακεραιότητα στα εργοστάσια χάλυβα της ΤΑΤΑ αλλά και άλλων 25.000 εργατών που εργάζονται σε συναφείς κλάδους. Κρέμεται επίσης πάνω από τα κεφάλια εκατοντάδων χιλιάδων εργατικών νοικοκυριών που ζουν και εργάζονται σε βρετανικά κέντρα της χαλυβουργίας σε Ουαλία, Αγγλία και Σκοτία, σε διάφορες επιχειρήσεις που έχουν σχέση με την παραγωγή χάλυβα. Οπως αυτά που ζουν στο Πορτ Τάλμποτ της Ουαλίας, όπου υπάρχει ένα μεγάλο χαλυβουργείο στο οποίο δουλεύουν σήμερα πάνω από 4.500 εργάτες και το οποίο ήταν το πρώτο στο οποίο είχε προγραμματίσει να επισκεφθεί χτες το απόγευμα ο Βρετανός υπουργός Επιχειρήσεων (ινδικής καταγωγής), Σατζίντ Τζαβίντ, σε μία προσπάθεια να τους καθησυχάσει με φθηνές υποσχέσεις.

Ωστόσο, όπως πολύ καλά γνωρίζει η κυβέρνηση του συντηρητικού Βρετανού πρωθυπουργού, Ντέιβιντ Κάμερον, δεν είναι καινούριος ο κίνδυνος να χάσουν τη δουλειά τους χιλιάδες Βρετανοί χαλυβουργοί. Ούτε χρειαζόταν το πωλητήριο της ΤΑΤΑ στα βρετανικά χαλυβουργεία για να σημάνει συναγερμός. Τα τελευταία χρόνια, και ιδιαίτερα τους τελευταίους μήνες, έχουν αυξηθεί θεαματικά οι συγχωνεύσεις των βιομηχανιών χάλυβα, ενώ οι απολύσεις χιλιάδων εργατών έπεφταν και τότε, όπως και σήμερα, σαν βροχή προτού εισβάλει σαν σίφουνας στη βρετανική αγορά (και στις άλλες αγορές χωρών της ΕΕ) ο πολύ φθηνότερος κινεζικός, ρωσικός ή νοτιοκορεατικός χάλυβας. Ο ανταγωνισμός των μονοπωλίων στη Βρετανία και στην Ευρώπη είχε αρχίσει αρκετά χρόνια νωρίτερα, όταν ο ένας όμιλος καταβρόχθιζε τον άλλον, δημιουργώντας μεγαθήρια σε βάρος, εννοείται, των εργατών, οι οποίοι, ανεξάρτητα από την εθνικότητα των νέων ιδιοκτητών, έβλεπαν την εργατική τους δύναμη να φθηναίνει και τα εργατικά δυστυχήματα και ατυχήματα να πολλαπλασιάζονται. Βεβαίως, και η κρίση στο χάλυβα ξεκίνησε διεθνώς το 2000 και ουσιαστικά δεν ξεπεράστηκε ολοκληρωτικά ποτέ. Ετσι προκαλούνταν και ζημιές στα μονοπώλια χάλυβα, προχώρησαν συγχωνεύσεις, ενώ οξύνθηκε ο ανταγωνισμός.

Τα μεγάλα μονοπώλια χάλυβα στη Βρετανία

Σύμφωνα με βρετανικές εφημερίδες, η παραγωγή χάλυβα στη Βρετανία ελέγχεται ουσιαστικά από τέσσερα μονοπώλια και μία χούφτα μικρότερες εταιρείες:

  • α) Τον ινδικό όμιλο ΤΑΤΑ, που απασχολεί συνολικά περίπου 15.000 εργάτες και 3.000 υπαλλήλους.
  • β) Τον ταϊλανδέζικο όμιλο SSI STEEL, που απασχολεί περίπου 2.000 εργάτες.
  • γ) Τη βρετανική εταιρεία CELSA STEEL, που έχει πάνω από 500 εργάτες.
  • δ) Τον φινλανδικό όμιλο OUTOKUMPU με πάνω από 430 εργάτες.
  • ε) Μερικές πολύ μικρότερες εταιρείες που απασχολούν συνολικά 820 εργάτες.

Παρατηρώντας κανείς, αδρά, τις κινήσεις και τις συγχωνεύσεις μονοπωλίων στη Βρετανία διαπιστώνει τη δημιουργία μεγάλων ομίλων που θέριεψαν. Η ΤΑΤΑ στη Βρετανία προέκυψε από διαδοχικά κύματα εξαγορών και συγχωνεύσεων. Η «ΤΑΤΑ Steel UK» με έδρα το Λονδίνο δημιουργήθηκε στις 20 Οκτώβρη του 2006 από την εξαγορά του ομίλου «Corus Group» έναντι περίπου 8,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων, δημιουργώντας την πέμπτη μεγαλύτερη χαλυβουργία παγκοσμίως, αφού βεβαίως «θυσιάστηκαν» 1.000 θέσεις εργασίας Ολλανδών και 2.500 θέσεις εργασίας Βρετανών. Προηγουμένως, η «Corus Group» «γεννήθηκε» από τη συγχώνευση της ολλανδικής χαλυβουργίας «Koninklijke Hoogovens» και της βρετανικής χαλυβουργίας «British Steel», το 1999. Η ΤΑΤΑ Steel διαθέτει σήμερα εργοστάσια στο Πορτ Τάλμποτ της Ουαλίας, στο Σκάνθορπ και το Τισάιντ της Αγγλίας, και στο Ρότερχαμ της βόρειας Αγγλίας και σχεδιάζει να τα πουλήσει όλα, για να φρενάρει τις τελευταίες ζημιές των 68.000.000 δολαρίων που διαπίστωσε από τον περασμένο Δεκέμβρη έως το τέλος του περασμένου Φλεβάρη. Αυτά, ενώ την ίδια ώρα (όπως αποκάλυψε χτες η γερμανική οικονομική εφημερίδα «Rheinische Post», που επικαλείται κυβερνητικές πηγές στο Βερολίνο), ο όμιλος ΤΑΤΑ πραγματοποιεί προχωρημένες συζητήσεις με τον γερμανικό όμιλο χαλυβουργίας «Thyssenkrupp», προκειμένου να αποκτήσει ένα σημαντικό ποσοστό των μετοχών της.

Ενδιαφέρον προκαλεί πώς προέκυψε και ο ταϊλανδέζικος όμιλος SSI STEEL στη Βρετανία. Ολα ξεκίνησαν το 1917 από την ίδρυση της χαλυβουργίας «Teessside Steelworks», μέχρι την εθνικοποίηση και απορρόφησή της από την «Βritish Steel Corporation» το 1967 και την ιδιωτικοποίησή της το 1988 από την τότε πρωθυπουργό Μάργκαρετ Θάτσερ, για να συγκροτήσει την «British Steel Plc». Το 1999 η τελευταία συγχωνεύτηκε με την ολλανδική «Koninklijke Hoogovens» για να δημιουργήσει την «Corus Group», ώσπου και αυτή αγοράστηκε το 2007 από τον ινδικό όμιλο TATA Steel. H TATA αφού απέλυσε (κατά την συνήθη πρακτική...) περίπου 1.700 εργάτες, της έβαλε πωλητήριο. Το 2011 αγοράστηκε από τον ταϊλανδέζικο όμιλο «Sahaviriya Steel Industries PCL» (ή SSI), που είναι ο μεγαλύτερος πολυεθνικός όμιλος χάλυβα σε όλη τη Νοτιοανατολική Ασία.

Η CELSA STEEL είναι βρετανικό μονοπώλιο με έδρα το Κάρντιφ και παράγει ετησίως 1.200.000 τόνους χάλυβα κυρίως από ανακύκλωση μετάλλου. Απασχολεί μερικές εκατοντάδες εργάτες ενώ τα εργατικά ατυχήματα και δυστυχήματα είναι συχνά τα τελευταία χρόνια. Δεκάδες εργάτες έχουν χάσει δάκτυλα σε χέρια ή πόδια ή έχουν σκοτωθεί από πτώσεις, ή έχουν τραυματιστεί δουλεύοντας σε σκληρές συνθήκες εργασίας, χαμηλούς μισθούς και με την απειλή της απόλυσης εάν η παραγωγή πέσει ή μειωθούν τα κέρδη.

Ο όμιλος OUTOKUMPU είναι ακόμη ένα ξένο μονοπώλιο χάλυβα που δρα στη Βρετανία. Πρόκειται για έναν φινλανδικό όμιλο που έχει τέσσερα εργοστάσια χάλυβα, κυρίως στο Σέφιλντ. Προήλθε από τη συγχώνευση και εξαγορά της σουηδικής AVESTA και της βρετανικής χαλυβουργίας «British Steel Stainless», το 1991. Δέκα χρόνια μετά, αγοράστηκε από τον φινλανδικό όμιλο OUTOKUMPU.

Τα «δάκρυα» κυβέρνησης και αντιπολίτευσης

Μπροστά στον κίνδυνο κατάρρευσης της χαλυβουργίας στη Βρετανία, κυβέρνηση και αντιπολίτευση χύνουν κροκοδείλια δάκρυα, σαν να μην γνώριζαν τι είχε συντελεστεί στο παρελθόν στις πλάτες των εργατών. Ο πρωθυπουργός, Ντ. Κάμερον, προχτές, διαβεβαίωνε πως «θα κάνει ό,τι μπορεί για να αγοραστούν τα περισσότερα εργοστάσια από καλούς αγοραστές». Αλλωστε, δεν πέτυχε την επιβολή αντισταθμιστικών δασμών (antidumping) εντός ΕΕ στον πάμφθηνο κινεζικό χάλυβα, κάτι το οποίο ζητούσαν και οι Αγγλοι βιομήχανοι του χάλυβα, ενώ τον λοιδορεί η αξιωματική αντιπολίτευση των Εργατικών του Τζέφρι Κόρμπιν, υποκριτικά, αφού μια τέτοια ενέργεια πιθανόν θα έθετε σε κίνδυνο τις οικονομικές σχέσεις ΕΕ - Κίνας.

Ο «σκιώδης υπουργός» Εργασίας, Στέφεν Κίνοκ (γιος του ηγέτη των Εργατικών, Νιλ Κίνοκ, κατά την περίοδο 1983 - 1992), κατήγγειλε υποκριτικά την κυβέρνηση για «εγκληματική αδράνεια» και αδιαφορία στις προτάσεις για επανεθνικοποίηση των βρετανικών χαλυβουργείων. Επανεθνικοποίηση που θα λειτουργούσε σε όφελος των επιχειρηματιών αφού το κράτος, ο λαός δηλαδή, θα πλήρωνε τις ζημιές, ενώ δε θα σιγούρευε τα εργασιακά δικαιώματα ή αν ανέκαμπτε ο κλάδος ξανά θα ιδιωτικοποιούνταν. Βεβαίως, το σοσιαλδημοκρατικό αυτό κόμμα στηρίζει συγκεκριμένες πολιτικές για λογαριασμό άλλων τμημάτων της αστικής τάξης, μολονότι στα λόγια καταγγέλλει τον καπιταλισμό και τις συνέπειες της «παγκοσμιοποίησης».

Κόντρες και σε επίπεδο Ενέργειας...

Στο μεταξύ, μερίδα των αστικών ΜΜΕ, εκφράζοντας μία μερίδα της αστικής τάξης, ξεκινά υποκριτικά εκστρατείες για τη «διάσωση βρετανικών θέσεων εργασίας στη χαλυβουργία», με χαρακτηριστική την περίπτωση της εφημερίδας «Daily Mirror», που απαίτησε από την κυβέρνηση Κάμερον να διευθετήσει «τέσσερα βασικά πράγματα»:

  • α) Την άμεση μείωση της φορολογίας στη χαλυβουργία και ένα δικαιότερο σύστημα επιβολής φόρων.
  • β) Την απαλλαγή της χαλυβουργίας από «πράσινους φόρους» και βιομηχανικούς ρύπους για τη μείωση των συνεπειών του «φαινομένου του θερμοκηπίου», αλλά και από τα ακριβά τιμολόγια βιομηχανικού ρεύματος.
  • γ) «Εμπάργκο» στις εισαγωγές κινεζικού χάλυβα στη Βρετανία, και ει δυνατόν και σε άλλες χώρες της ΕΕ.
  • δ) Αποκλειστικώς αγορά και χρήση «βρετανικού» χάλυβα για τη δημιουργία μεγάλων δημόσιων κατασκευαστικών έργων, ώστε να σωθούν θέσεις εργασίας.

«Περιέργως», τα «τέσσερα πράγματα» που ζητά η «Daily Mirror» από την κυβέρνηση Κάμερον αποκαλύπτουν παράλληλα πως οι «φουρτούνες» της χαλυβουργίας είναι ένας συνδυασμός παραγόντων που δεν ανάγονται μόνο στην κόντρα των μονοπωλίων που δραστηριοποιούνται στον τομέα του χάλυβα αλλά και στην κόντρα που αυτά έχουν με άλλα μονοπώλια των «εναλλακτικών» και «πράσινων», δηλαδή μονοπωλίων που επιχειρούν να γιγαντώσουν μπίζνες και κέρδη στην παγκόσμια αγορά σε βάρος «παλιότερων». Με ποιο πρόσχημα; Μα το περιβάλλον και τις κλιματικές αλλαγές με πριμοδότηση της (ακριβότερης...) παραγωγής Ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές.

Οι αντιφάσεις του καπιταλισμού εξηγούν τον φθηνό κινεζικό χάλυβα

Ετσι, ενώ η κρίση (και) της βρετανικής χαλυβουργίας αποδίδεται στις εισαγωγές φθηνού κινεζικού χάλυβα στην Ευρώπη, συχνά αποσιωπούνται οι λόγοι για τους οποίους είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστικός, ιδιαίτερα στη «Γηραιά Ηπειρο» και δη στις χώρες της ΕΕ, όπου μαίνεται άγριος ανταγωνισμός μεταξύ Ρώσων, Αμερικανών και Αράβων, για το ποιος θα της εξασφαλίσει «διαφοροποίηση» των ενεργειακών πηγών και ενεργειακή επάρκεια.

Οσο ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, ιδιαίτερα μέσα στις τελευταίες 2,5 δεκαετίες, επιχειρούσαν να ανοίξουν δρόμο σε νέα μονοπώλια Ενέργειας και γύρω από τις μπίζνες της «πράσινης Ενέργειας», η Κίνα κατάφερε να γίνει ο μεγαλύτερος παραγωγός χάλυβα στον πλανήτη. Το «μυστικό» της κινεζικής επιτυχίας ήταν κυρίως ο άνθρακας και ο λιγνίτης, καθώς η χαλυβουργία είναι μια ιδιαιτέρως ενεργοβόρα βιομηχανία. Πριν από 12 χρόνια, η Κίνα παρήγε περίπου το 26% της παγκόσμιας παραγωγής. Ωστόσο, από τότε μέχρι σήμερα, και παρά τις σαφείς ενδείξεις επιβράδυνσης της οικονομίας της, η Κίνα έφθασε να παράγει σχεδόν περισσότερο χάλυβα από όσο όλος ο υπόλοιπος πλανήτης. Η μικρή αλλά αισθητή υποτίμηση του γουάν έκανε τον σινικό χάλυβα ακόμη φθηνότερο κάνοντας χώρες, όπως η Βρετανία, να εισάγουν περισσότερο χάλυβα από αυτόν που παράγουν. Για παράδειγμα, η Βρετανία, το 2015, εισήγαγε 826.000 τόνους κινεζικού χάλυβα, από 361.000 τόνους που είχε εισαγάγει το 2013.

Ειδικοί αναλυτές σημειώνουν ότι ο χάλυβας, που θεωρείται από τους πυλώνες του σύγχρονου βιομηχανικού κόσμου, πάει χέρι χέρι με τον φθηνό άνθρακα. «Δεν κατασκευάζεται, λένε, με Ενέργεια από τα κοστοβόρα αιολικά και ηλιακά πάρκα αλλά με Ενέργεια από τον φθηνό λιγνίτη». Και βέβαια, όταν το κέρδος είναι το κριτήριο της παραγωγής, ανεξαρτήτως και των επιπτώσεων στο περιβάλλον, είναι φανερό ότι ο ανταγωνισμός θα οξύνεται και οι παραγωγοί του πλούτου, οι εργαζόμενοι, «θα πληρώνουν» πολλαπλά «το μάρμαρο».


Δέσποινα ΟΡΦΑΝΑΚΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ