Στιγμιότυπο από τις εργασίες της Ημερίδας |
Αποσπάσματα από την ομιλία της Γιώτας Ταβουλάρη, προέδρου της Ομοσπονδίας των Εργαζομένων στο Φάρμακο
Ο εργοδοτικός - κυβερνητικός συνδικαλισμός, με την παλιά αλλά και τη σημερινή μετεξελιγμένη μορφή του, έχει βαρύτατες ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση των εργαζομένων. Πιστός στο «θεό» της ανταγωνιστικότητας και της ταξικής συνεργασίας, σπέρνοντας το δηλητήριο του δήθεν «ρεαλισμού», όχι μόνο δεν οργανώνει την απάντηση των εργαζομένων και των συνδικάτων μπροστά στη βάρβαρη και κλιμακούμενη επίθεση, αλλά ρίχνει νερό στο μύλο της εκμετάλλευσης, των άθλιων μισθών, του διαχωρισμού με βάση την ηλικία.
Ιδιαίτερα, όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης, έχει συμβάλει στην επιδείνωση της ζωής της εργατικής - λαϊκής οικογένειας. Δίνει σταθερά άλλοθι στην πολιτική των ψίχουλων, σπέρνει την ηττοπάθεια, καλλιεργεί την αναμονή, κρατώντας τους εργαζόμενους σε απόσταση από τους αγώνες.
Στήριξε την «εναλλακτική, πιο φιλολαϊκή λύση» της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, ότι δήθεν θα επαναφέρει τις ΣΣΕ και τον κατώτερο μισθό, δημιουργώντας αυταπάτες στην εργατική τάξη ότι μπορεί χωρίς οργάνωση και αγώνα, χωρίς σύγκρουση με τη μεγαλοεργοδοσία και το πολιτικό της προσωπικό, την ΕΕ, να επανακτήσει δικαιώματα και κατακτήσεις που αυτοί οι ίδιοι τσάκισαν, να ανοίξει το δρόμο για την ικανοποίηση όλων των σύγχρονων αναγκών.
Η συμβολή του εργοδοτικού - κυβερνητικού συνδικαλισμού στην υπονόμευση των εργατικών - λαϊκών αγώνων, στην καλλιέργεια στάσης αναμονής και ανοχής σε αντιλαϊκά μέτρα και κυβερνήσεις, επιβεβαιώθηκε παταγωδώς την περίοδο της κρίσης και εξακολουθεί να στοιχίζει στο εργατικό κίνημα.
Ας δούμε, όμως, με συγκεκριμένα στοιχεία - παραδείγματα τα έργα και τις ημέρες του εργοδοτικού - κυβερνητικού συνδικαλισμού στο πεδίο της ΕΓΣΣΕ και γενικότερα των ΣΣΕ:
Ο εργοδοτικός - κυβερνητικός συνδικαλισμός, όμως, είναι επικίνδυνος για τους εργαζόμενους και όταν κάνει «αγώνες» και όταν «διεκδικεί», κάτω από την πίεση του ταξικού κινήματος και των εργαζομένων, αλλά και για διάφορες σκοπιμότητες.
Για παράδειγμα, μπορεί φαινομενικά να αντιπαρατίθεται, σήμερα, στη διάλυση των ΣΣΕ, αλλά με ένα επιχείρημα που αποπροσανατολίζει εκ των πραγμάτων την πάλη των εργαζόμενων, δηλαδή ότι η κατάργηση των ΣΣΕ, η μισθολογική και όχι μόνο συμπίεση των εργαζομένων προς τα κάτω, συνιστά «αντιαναπτυξιακή» πολιτική. Αποκρύπτει, δηλαδή, τη στρατηγική στόχευση του μεγάλου κεφαλαίου για πιο φθηνή και ευέλικτη εργατική δύναμη ως «εργαλείο» για την αντιμετώπιση της κρίσης του, αλλά κυρίως ως βάση για την ανάκαμψη και ανάπτυξή του.
Σημεία από την ομιλία του Αντώνη Πατίδη, μέλους του ΔΣ της Ομοσπονδίας Εργαζομένων στις ΔΟΥ
Στη συντριπτική πλειοψηφία του Δημοσίου δεν υπάρχουν ΣΣΕ. Ωστόσο, στους σχεδιασμούς της κυβέρνησης ήταν και είναι να εφαρμοστούν ΣΣΕ και στο Δημόσιο. Αυτό εκφράστηκε στο προσχέδιο νόμου για το νέο μισθολόγιο του Δημοσίου, που το είχε επεξεργαστεί ο τότε υπ. Εσωτερικών, Γ. Κατρούγκαλος, όπου υπήρχε πρόβλεψη για ΣΣΕ στο Δημόσιο με βασική αρχή την εξίσωση μισθών δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Μάλιστα, το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου δεν περιελάμβανε μόνο την καθήλωση των μισθών στο Δημόσιο μέσω της εξίσωσής τους με τα τσακισμένα μεροκάματα του ιδιωτικού τομέα, αλλά προωθούσε επίσης ΣΣΕ ανά ειδικότητα (π.χ. άλλη για οικονομολόγους, άλλη για χημικούς και πάει λέγοντας), καλλιεργώντας με αυτόν τον τρόπο το απόλυτο «διαίρει και βασίλευε», την πολυδιάσπαση των εργαζομένων.
Και μπορεί η συγκεκριμένη διάταξη να αποσύρθηκε κάτω από τη γενικότερη κατακραυγή και την καταγγελία από τα ταξικά σωματεία, αλλά αποδεικνύει με τον πιο περίτρανο τρόπο ότι οι ΣΣΕ και στο Δημόσιο είναι ένα ζήτημα που βρίσκεται στους σχεδιασμούς της κυβέρνησης. Επομένως, το θέμα της σημερινής ημερίδας του ΠΑΜΕ αφορά και τους δημόσιους υπαλλήλους.
Τα τελευταία εφτά χρόνια που μαίνεται η καπιταλιστική οικονομική κρίση, οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο έχουν βιώσει μια άνευ προηγουμένου επίθεση στα μισθολογικά και εργασιακά τους δικαιώματα, μια επίθεση που συνοδεύτηκε μάλιστα με μπόλικο κοινωνικό αυτοματισμό ως συστατικό στοιχείο της μόνιμης προσπάθειας της άρχουσας τάξης και των κυβερνήσεών της να διασπά τους εργαζόμενους και να τους χειραγωγεί.
Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά το μισθολογικό κομμάτι, τα διάφορα νομοθετήματα με «προμετωπίδα» το ν. 4024/2011, τον περιβόητο ν. Μητσοτάκη που προέβλεπε μείωση των κατώτερων βασικών αποδοχών, κατάργηση οικογενειακού επιδόματος και σχεδόν όλων των γενικών και κλαδικών επιδομάτων, αλλά και τη σύνδεση μισθολογικής εξέλιξης με βαθμό και «αξιολόγηση», είχαν ως αποτέλεσμα: την εξαετία 2009 - 2015 ένας δημόσιος υπάλληλος να έχει ήδη υποστεί ονομαστικές μειώσεις που κυμαίνονται στο 45%, έχοντας χάσει συνολικά έξι μισθούς το χρόνο.
Αναλυτικότερα, δύο από την περικοπή του 13ου και του 14ου μισθού, δύο από τις αυξήσεις των μηνιαίων εισφορών και κρατήσεων (ΤΠΔΥ, ΕΚΑΣ, έκτακτη εισφορά αλληλεγγύης κ.λπ.) και δυο ακόμα μισθούς από τη μισθολογική και βαθμολογική καθήλωση, το πάγωμα δηλ. των μισθολογικών κλιμακίων. Αν συνυπολογιστούν δε η φοροληστεία, τα χαράτσια, η ακρίβεια και οι ανατιμήσεις σε βασικά είδη κατανάλωσης, η συνολική μείωση σε πραγματικούς όρους αγγίζει ή και ξεπερνάει το 60%.
Πάνω σε αυτήν την ήδη αφόρητη κατάσταση ήρθε να προστεθεί το νέο μισθολόγιο της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, ο νόμος 4354/2015 που επέφερε νέο πλήγμα στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων ως μηχανισμός καθήλωσης και περαιτέρω μείωσης των εισοδημάτων τους.
Αντίστοιχη είναι η κατάσταση στο σύνολο των χωρών της ΕΕ, με ή χωρίς μνημόνια, με επεκτατικό ή περιοριστικό μείγμα διαχείρισης. Σύμφωνα με στοιχεία της Κομισιόν και του ΟΟΣΑ, το 2014 η Ελλάδα δαπανούσε 12% του ΑΕΠ σε μισθούς δημοσίων υπαλλήλων (αυτό το ποσοστό έχει συρρικνωθεί περαιτέρω), ενώ οι υπόλοιπες χώρες βρίσκονταν σε παρόμοια ποσοστά, δηλ.: Γαλλία 13%, Σουηδία 12,7%, το Βέλγιο 12,5%, Πορτογαλία 11,8%, Ισπανία 10,8% κ.λπ. Αρα η επίθεση στο εισόδημα των δημοσίων υπαλλήλων δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα.
Πέρα όμως από τη μείωση στους μισθούς, το νέο μισθολόγιο σε συνδυασμό με τον πρόσφατο νόμο Βερναρδάκη, με τίτλο «Εθνικό Μητρώο Στελεχών Δημόσιας Διοίκησης, βαθμολογική διάρθρωση θέσεων, σύστημα «αξιολόγησης» και επιλογής προϊσταμένων και άλλες διατάξεις» (ν. 4369/16) ουσιαστικά συνδέουν την «αξιολόγηση» με το μισθό και τις απολύσεις.
Με το μισθό, γιατί μέσα από την «αξιολόγηση» συνδέεται η «απόδοση» με το βαθμό και κατά συνέπεια με τη μισθολογική εξέλιξη, και με τις απολύσεις γιατί για όσους αξιολογηθούν στην κλίμακα 0 - 24 ανοίγει ο δρόμος για να «πάνε σπίτι τους», ειδικά όταν υπάρχει και ο «αυτόματος κόφτης δαπανών» σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω από το κεφάλι των εργαζομένων.
Με αυτόν τον τρόπο, η «αξιολόγηση» όχι μόνο διατηρεί τον τιμωρητικό της χαρακτήρα, αφού συνδέεται από χίλιες μπάντες με το μισθό, αλλά μέσα από επικίνδυνα σημεία (π.χ. συνέντευξη με κριτήριο τη «διαχείριση κρίσεων», «συμπεριφορά δημοσίου υπάλληλου εντός και εκτός υπηρεσίας κ.λπ.») διώκει την άλλη άποψη, τιμωρεί την ελευθερία σκέψης και έκφρασης, τη διαφορετική ιδεολογική προσέγγιση των πραγμάτων.
Ολα τα παραπάνω αναδεικνύουν την ανάγκη η πάλη για βελτίωση των όρων αμοιβής και εργασίας να αποτελέσει ένα σημαντικό «κρίκο» της συνολικότερης πάλης των εργαζομένων στο Δημόσιο. Υπάρχουν όμως και εμπόδια σε αυτόν το δρόμο που πρέπει να βαδίσουμε. Ενα βασικό πρόβλημα είναι τα διευθυντικά στελέχη, η κατεξοχήν εργατική αριστοκρατία στους χώρους του Δημοσίου, οι οποίοι με το νέο μισθολόγιο πριμοδοτούνται με διόλου ευκαταφρόνητα «επιδόματα ευθύνης», έχουν bonus επίτευξης στόχων κ.λπ.
Στο Δημόσιο, αυτά τα στελέχη είναι κατά κανόνα μέλη των σωματείων, έχουν ενεργό συνδικαλιστική δράση, διαπλέκονται με μηχανισμούς του αστικού κράτους ασκώντας σημαντική επιρροή στους δημόσιους υπάλληλους και δημιουργώντας πρόσθετα εμπόδια στη μάχη για ΣΣΕ.
Μεγάλο εμπόδιο είναι, επίσης, οι πολλαπλές εργασιακές σχέσεις που επικρατούν σήμερα στο δημόσιο (stage, εργολαβικοί, συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου / αορίστου χρόνοι, πρακτικάριοι, εργαζόμενοι μέσω ΜΚΟ στις κοινωνικές δομές, 5μηνίτες και ωφελούμενοι από προγράμματα κοινωφελούς εργασίας) ως αποτέλεσμα της ελαστικοποίησης των εργ. σχέσεών τους από τη δεκαετία του 1990 και μετά.
Πόσο εύκολο είναι, για παράδειγμα, να «κατέβει σε κοινό αγώνα για ΣΣΕ» ένας μόνιμος υπάλληλος που μπορεί π.χ. να προσδοκά σε μία αύξηση μισθού ή σε ένα επίδομα (ΒΑΕ) και ένας ένας εργαζόμενος stage ή ένας 5μηνίτης που πρέπει να παλέψει ακόμα και για να αποσπάσει τα στοιχειώδη, δηλ. να έχει ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, να δικαιούται άδειες, να πληρώνεται στην ώρα του κ.λπ.;
Το μεγαλύτερο όμως «αγκάθι» στην πάλη για ΣΣΕ ήταν και παραμένει η γενικότερη κατάσταση του συνδικαλιστικού κινήματος, όπου παλιός και νέος κυβερνητικός συνδικαλισμός, η πλειοψηφία της ΑΔΕΔΥ που τον συναποτελεί, στήριξαν διαχρονικά την επιχειρηματολογία των εκάστοτε κυβερνήσεων και «έβαλαν πλάτη» στις ανατροπές που βιώνουν σήμερα οι εργαζόμενοι, δυσκολεύουν την πάλη της εργατικής τάξης για ΣΣΕ.
Για παράδειγμα, ο νόμος Βερναρδάκη για την «αξιολόγηση» (με ατομική στοχοθεσία, σύνδεση μισθού παραγωγικότητας κ.λπ.) είναι ουσιαστικά υιοθέτηση της αντίστοιχης πρότασης της πλειοψηφίας της ΠΟΕ - ΟΤΑ. 'Η όταν η κριτική της πλειοψηφίας της ΑΔΕΔΥ στο νόμο Μητσοτάκη, όσον αφορά την «αξιολόγηση», εξαντλείται στην ποσόστωση του 15% (η «αξιολόγηση» αυτή, που δεν εφαρμόστηκε στην πράξη, έβγαζε «σώνει και καλά» ένα 15% των συναδέλφων «σκάρτους»), τότε ουσιαστικά στρώνεται το έδαφος, για να περάσουν όλες οι υπόλοιπες αντιδραστικές πτυχές που αναφέραμε παραπάνω χωρίς «να ανοίξει ρουθούνι».
Επίσης, στο μισθολόγιο Ρέππα, η ΠΑΣΚ έλεγε ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι θα πάρουν αυξήσεις. Στην ίδια λογική, η τοποθέτηση του εκπροσώπου του ΜΕΤΑ στην ΕΕ της ΑΔΕΔΥ σχετικά με το νέο μισθολόγιο της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ ήταν «μην εκπλαγείτε αν πάρουμε και αυξήσεις».
Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες, το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα στο Δημόσιο, σηκώνει «ψηλά τη σημαία» της ανάκτησης των απωλειών, της επαναφοράς των μισθολογικών - εργασιακών δικαιωμάτων των δημοσίων υπαλλήλων στα προ κρίσης επίπεδα, της πάλης για την ικανοποίηση όλων των σύγχρονων αναγκών.
Στο πλαίσιο πάλης που παρουσιάστηκε εισηγητικά στην Ημερίδα, σημειώνονταν τα εξής: «Με κριτήριο τις ανάγκες των εργατικών και λαϊκών οικογενειών για μια αξιοπρεπή ζωή, είχαμε παλιότερα υπολογίσει ως ελάχιστη βάση τα 1.400 ευρώ. Εχει αξία αυτή η υπογράμμιση, γιατί δείχνει το πλήγμα που έχει δεχτεί σήμερα το εργατικό εισόδημα, αλλά και την προοπτική που έχουμε καθήκον να χαράξουμε στις διεκδικήσεις μας.
Πρώτο και βασικό μέτωπο είναι η αποκατάσταση των κατώτερων μισθών και μεροκάματων. Με βάση τα σημερινά δεδομένα, στη γραμμή της κάλυψης των απωλειών, απαιτούμε και παλεύουμε για κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ για όλους, μέσα από Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση, ως αφετηρία. Να καταργηθεί η διάκριση για τους νέους.
Το αίτημα αυτό χρειάζεται να γίνει καθολικό, όλης της εργατικής τάξης, όλων των κλάδων, όλων των Σωματείων.
Η πάλη για την κατάκτησή του είναι κριτήριο για τη στάση κάθε συνδικάτου και συνδικαλιστικής παράταξης, αν είναι με το μέρος των εργατών ή της εργοδοσίας.
Δεύτερο μέτωπο είναι η κατάργηση όλου του αντεργατικού πλαισίου για τις ΣΣΕ. Είναι βασική διεκδίκηση απέναντι στην κυβέρνηση, αλλά και την εργοδοσία. Η πάλη αυτή θα συνδυάζεται με τη διεκδίκηση αυξήσεων στους κλαδικούς μισθούς. Κάθε κλάδος εδώ είναι ανάγκη να επεξεργαστεί συγκεκριμένο πλαίσιο, να υπολογίσει τις απώλειες που είχε από το 2009 και να προσδιορίσει τις διεκδικήσεις του, με κριτήριο την κλαδική Σύμβαση του 2009.
Ενιαίο καθήκον είναι η αποκατάσταση του νομικού πλαισίου των ΣΣΕ, όπως: Καθολική ισχύς και υποχρεωτικότητα των ΣΣΕ, που δεσμεύει όλες τις επιχειρήσεις, ανεξάρτητα αν είναι μέλη ή όχι σε εργοδοτικές οργανώσεις, καθολική ισχύς της ευνοϊκότερης σύμβασης που υπάρχει στον κλάδο, με κατάργηση της δυνατότητας να υπογράφονται επιχειρησιακές με μικρότερους μισθούς και εργασιακούς όρους από αυτές που προβλέπει η κλαδική Σύμβαση, εφαρμογή της μετενέργειας της ΣΣΕ μέχρι την υπογραφή νέας ΣΣΕ και κατάργηση του νόμου που αφορά τον ΟΜΕΔ και τις Ενώσεις Προσώπων.
Επιπλέον διεκδικούμε: