Κάτω από μια λεύκα συνάντησα τον στοχαστή Λάκη Αποστολόπουλο, ελεύθερο μέσα στην καθημερινότητα, για να κουβεντιάσουμε ζητήματα που αφήνει πίσω της η αιωνιότητα, δηλαδή τα συνηθισμένα.
Η κρίση που περνάμε είναι μια κρίση της μορφής του σημερινού ανθρώπου. Ως εκ τούτου εκείνο που είναι σε κρίση είναι ο πλατωνικός και χριστιανός άνθρωπος, ο οποίος όρισε το ήθος της χριστιανικής πολιτείας τα τελευταία εφτακόσια χρόνια. Το ήθος οριζόταν από μια συμπόρευση της θρησκείας και της θεολογίας. Στη βάση αυτή αναπτύχθηκε ο σύγχρονος άνθρωπος, τους τελευταίους πέντε αιώνες, ως ουμανισμός, αθεϊσμός και κοινωνική δικαιοσύνη. Ηδη με τη Γαλλική Επανάσταση και το τρίπτυχο «ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη», ο χριστιανισμός γινόταν εγκόσμιος και άφηνε πίσω τον παλιό εαυτό του. Στους τρεις αιώνες που ακολούθησαν, ο διάχυτος αθεϊσμός που έτεινε να επικρατήσει καθώς και η εκρηκτική ανάπτυξη των επιστημών και της τεχνολογίας έθεσαν σε δοκιμασία τις ιδέες όπου είχε στηριχτεί, μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση, όλη η δυτική Ιστορία, δηλαδή τις ιδέες της Φύσης, του Θεού και του Ανθρώπου. Η κρίση του πλατωνικού και χριστιανού ανθρώπου, στον οποίο στηρίχτηκε όλη η δυτική Ιστορία, οδηγήθηκε στην έλλειψη αλληλεγγύης, στη μεροληψία, στην ιδιοτέλεια. Ετσι οδηγούμαστε σε μια εικόνα κρίσης του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ο οποίος, αν πιστέψουμε τον Κώστα Παπαϊωάννου, βρίσκεται ενώπιον μιας κοινωνίας άμετρης, μισόλογης και άδικης, την οποία δημιούργησε αυτός ο ίδιος.
Είναι φανερό, ωστόσο, ότι ο ελληνισμός δεν εξαντλείται στα έργα ορισμένων μόνο Ελλήνων ποιητών. Τι μπορούμε να πούμε για τον Μητρόπουλο, τον Ξενάκη, τον Παπαϊωάννου και τον Αξελό; Αν στα 170 χρόνια από την απελευθέρωση, ο ελληνισμός ενσαρκώθηκε κυρίως από τρεις ανθρώπινους τύπους: τον χριστιανό ιερέα, τον ποιητή και τον πολιτικό, που είχαν ως πνευματικό περιεχόμενο την Αρχαία Ελλάδα, την Ορθοδοξία και το Διαφωνισμό, από το 1945 μια άλλη ομάδα Ελλήνων φιλοσόφων, που διέμεναν στη Γαλλία, έδωσε το πρωτείο στη φιλοσοφία και στην αρχαία ελληνική παράδοση.
Η Εύα Μπουλγουρά γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1917. Η οικογένειά της καταγόταν από την Αμάσεια του Πόντου. Μετά το 1922 κατέφυγε στο Γαλάτσι της Ρουμανίας για να εγκατασταθεί τελικά, αρχές της δεκαετίας του '30, στην Αθήνα. Είχε αρχίσει να ζωγραφίζει από μικρή, αλλά οι γονείς της δεν της επέτρεψαν να φοιτήσει στην ΑΣΚΤ κι έτσι έκανε ελεύθερες σπουδές ζωγραφικής κοντά στους Β. Γερμενή, Α. Βασιλικιώτη και γλυπτικής με το Θ. Απάρτη.
Για πρώτη φορά εκθέτει στην Ε΄ Πανελλήνια Εκθεση το 1957 στην Αθήνα και τον ίδιο χρόνο παρουσιάζει την πρώτη ατομική της έκθεση, μαζί με την Τζένη Παπαδάκη, στην αίθουσα Ζαχαρίου. Από τότε η Εύα Μπουλγουρά δε σταμάτησε να ζωγραφίζει, παρουσιάζοντας δουλιά της σε 13 συνολικά ατομικές εκθέσεις και σε δεκάξι ομαδικές.
Με ενδιαφέροντα για όλες τις θεματικές περιοχές - ηθογραφία, γυμνογραφία, ανθογραφία, τοπιογραφία, νεκρή φύση, ανθρώπινες (κυρίως γυναικείες) μορφές - η ζωγραφική της διακρίνεται για την ασφάλεια του σχεδίου και την ποιότητα του χρώματος. Στις πρώιμες προσπάθειές της φαίνεται να επηρεάζεται από το φοβισμό και λιγότερο από τον εξπρεσιονισμό.
Στην εικαστική της δημιουργία, η ζωγράφος συνδυάζει μια κάποια σχηματοποίηση των μορφών, περισσότερο φανερή στα εσωτερικά της και στα κεφάλια των γυναικείων μορφών, με μια ιδιαίτερη έμφαση στις σχεδιαστικές αξίες και στον ιμπρεσιονιστικό χαρακτήρα του φωτός. Σε μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές της προσπάθειες (εσωτερικά με γυναικείες μορφές), δημιουργεί σύνολα που διακρίνονται για την εσωτερικότητα και την ποιητική φωνή τους.
«Η ποιητική ατμόσφαιρα που εκπέμπουν οι περίφημες νωχελικές γυναικείες φιγούρες μέσα σε δωμάτια ερωτικά, με ένα κρυφό άρωμα νοσταλγικής μελαγχολίας» αναφέρει ο Σαράντης Καραβούζης, «είναι μοναδικές στην ελληνική ζωγραφική και αναδεικνύουν την Εύα Μπουλγουρά στην πρώτη γραμμή των Ελλήνων καλλιτεχνών».
Στην πενηντάχρονη εικαστική της πορεία η ζωγράφος δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση για τα κάπως βαριά, πληθωρικά γυναικεία σώματα και για τα συγκρατημένα ευγενικά χρώματα, που πλουτίζουν και με αισθησιακό τόνο τη ζωγραφική της. Σχεδόν πάντα χρησιμοποιεί τον ίδιο γυναικείο τύπο, με το γενικευτικά δοσμένο στρογγυλό πρόσωπο, τη λεπτή κλασική μύτη, το βαρύ σώμα, σε ένα εσωτερικό στο οποίο παραπληρωματικά θέματα ολοκληρώνουν τη φωνή του συνόλου. Συνδυάζει συχνά τη γυναικεία μορφή με τη νεκρή φύση, λουλούδια και φρούτα, με τα οποία τονίζονται η οικειότητα και ο χαρακτήρας του χώρου. Πρόκειται για μια ζωγραφική παραστατικών τάσεων με καθαρά προσωπικές διατυπώσεις, που κινούνται στις προεκτάσεις του φοβισμού και του ιμπρεσιονισμού.
«Η πινελιά της ήταν αδρή και σίγουρη» τονίζει ο Αλέκος Φασιανός. «Με την κίνηση του πινέλου της σχημάτιζε ένα πρόσωπο ήσυχο, νωχελικό, μέσα σε δωμάτια αστικών σπιτιών. Αισθανόσουν την αγάπη, τη γαλήνη και τη φιλία των γυναικών που ζωγράφιζε. Πολλές φορές δεν είχαν χαρακτηριστικά. Ετσι κοιτούσαν μέσα τους, σαν να είχαν μυστικές σκέψεις, σκέψεις της ψυχής και του απείρου».
«Η ιδιόμορφη σε παράστημα και σε έκφραση γυναικεία φιγούρα της ζωγράφου» καταλήγει η Ντόρα Ηλιοπούλου - Ρογκάν, «ευρηματική τομή ανάμεσα στο αισθησιακό και στο πνευματικό και συνάμα πομπός και δέκτης πολυσχιδών μηνυμάτων και βιωμάτων, δίνει το στίγμα για το πάθος της δημιουργίας που διακατείχε την Μπουλγουρά η οποία δεν κουράστηκε ποτέ να ζωγραφίζει. Πράγματι, ζωγραφίζοντας μέχρι το θάνατό της με τον ενθουσιασμό μιας νέας καλλιτέχνιδας προικισμένης με τα γνωρίσματα της απόλυτης ωριμότητας, η Μπουλγουρά μάς αποχαιρέτησε προσφέροντάς μας συγχρόνως ένα υπόδειγμα καλλιτεχνικής δουλιάς και ανθρώπινης αξιοπρέπειας».