Associated Press |
Οπως είναι γνωστό, ανάμεσα στα απειλούμενα αγάλματα είναι και δυο γιγαντιαία αγάλματα του Βούδα, στο κεντρικό Αφγανιστάν, τα οποία έχουν κηρυχτεί από την Ουνέσκο ως «Μνημεία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς». Οι δυο Βούδες, ηλικίας σχεδόν 2.000 ετών, βρίσκονται στο Μπαμιγιάν, δυτικά της πρωτεύουσας Καμπούλ και έχουν λαξευτεί στους βράχους. Το ένα άγαλμα έχει ύψος 53 μέτρα και θεωρείται το ψηλότερο στον κόσμο άγαλμα του Βούδα σε όρθια στάση. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ήδη, έχουν υποστεί μεγάλες ζημιές από τους Ταλιμπάν, που τα καταστρέφουν με βλήματα πυροβολικού. Αγνωστη, ωστόσο, παραμένει η τύχη των άλλων, επίσης σημαντικών αρχαιοτήτων, ανάμεσά τους και αυτών της ελληνιστικής εποχής.
Η σχετική είδηση έκανε το γύρο του κόσμου μέσω των μεγαλύτερων, διεθνών, ειδησεογραφικών πρακτορείων και, μέχρι σήμερα, η αίσθηση που αφήνει η δημοσιογραφική κάλυψη του γεγονότος, αλλά και οι επίσημες ανακοινώσεις των διαμαρτυρομένων είναι πως, ούτε λίγο - ούτε πολύ, βρισκόμαστε μπροστά σε μια «πρωτοφανή» κατάσταση. Το ιδεολόγημα που πάει να περάσει στον κόσμο είναι πως έχουμε να κάνουμε με φανατικούς θρησκόληπτους, οι οποίοι, προφανώς, δε «συμπλέουν» με τις επιταγές του δυτικού, πολιτισμένου κόσμου, για τη διαφύλαξη και προβολή της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς και, ως εκ τούτου, οφείλουν να πειθαρχήσουν. Οντως, οι καταστροφές στο Αφγανιστάν είναι αποτέλεσμα του θρησκευτικού φανατισμού και γίνονται, ως είθισται σε αυτές τις περιπτώσεις, από ανθρώπους που δεν έχουν συνείδηση του τι καταστρέφουν. Αυτό, όμως, αποτελεί και ένα πολύ καλό «άλλοθι» για τη Δύση, με το οποίο επιχειρεί να παίξει και πάλι το ρόλο του «καλού», με σκοπό να κρύψει τα δικά της εγκλήματα κατά της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, η αλήθεια είναι πως ο δυτικός, «πολιτισμένος» κόσμος δεν έφτασε να χρησιμοποιήσει την προσφιλή του - και «πολιτισμένη», βεβαίως - μέθοδο της απειλής με βία εναντίον του Αφγανιστάν. Δεν είναι τυχαίο, όμως, ότι μόνο μετά την «έκκληση» των ΗΠΑ - και, μάλιστα, «στο όνομα και άλλων χωρών και των διεθνών οργανισμών» (για να μην ξεχνιόμαστε) - για σταμάτημα των καταστροφών, οι Ταλιμπάν φέρονται, από μαρτυρίες, να διέκοψαν προσωρινά, την περασμένη Τρίτη, το καταστροφικό τους έργο. Οι ίδιες μαρτυρίες, πάντως, λένε πως οι Ταλιμπάν θα σταματήσουν λόγω της μεγάλης θρησκευτικής εορτής του Αΐντ και θα συνεχίσουν τις καταστροφές από την ερχόμενη εβδομάδα. Αν ισχύουν όλα τα παραπάνω, τη διακοπή αυτή δεν την κατάφερε ούτε ο απεσταλμένος της ΟΥΝΕΣΚΟ, ούτε ο ίδιος ο ΟΗΕ.
Το πιο πρόσφατο παράδειγμα (πριν από αυτό των Ταλιμπάν) μαζικής καταστροφής μνημείων πολιτισμού είναι η επίθεση του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία. Πριν από αυτό, ήταν ο Β` Παγκόσμιος Πόλεμος, για να μην πάμε πιο πίσω. Το γεγονός αυτό υπενθύμισε πρόσφατα ο βουλευτής του ΚΚΕ και καθηγητής Γιώργος Χουρμουζιάδης, σε σχετική δήλωσή του στον «902». Αντίθετα, το γεγονός αυτό το «ξέχασαν» ο ΟΗΕ, το ΝΑΤΟ, οι ΗΠΑ, η ΕΕ. Φυσικά, το «ξέχασε» και η ελληνική κυβέρνηση, η οποία συνυπέγραψε τους βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία και εξακολουθεί να προσφέρει τις «υπηρεσίες» της στον ιμπεριαλισμό. Και τώρα, με αφορμή τις καταστροφές στο Αφγανιστάν, «προσφέρεται» να «διασώσει» τα απειλούμενα μνημεία, ιδιαίτερα ...τα «ελληνοπρεπή».
Ο Γ. Χουρμουζιάδης σημειώνει ότι τα «ελληνοπρεπή» μνημεία, που βρίσκονται στο Αφγανιστάν, στο Πακιστάν, στο Τουρκμενιστάν, έχουν άμεσες επιρροές από τη ρωμαϊκή κατάκτηση και έμμεσες από την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου. «Βέβαια», σημειώνει ο καθηγητής, «η ρωμαϊκή αρχιτεκτονική έχει επηρεαστεί από την ελληνική. Είναι μια έμμεση επιρροή. Στην πρωτεύουσα του Τουρκμενιστάν, στο Ασχαμπάντ, όλα τα δημόσια κτίρια έχουν στοιχεία νεοκλασικά. Εχουν κίονες, αετώματα, αλλά ένα ειδικό μάτι αναγνωρίζει ότι η επίδραση είναι από τους Ρωμαίους και όχι άμεσα από τους Ελληνες. Επομένως, τέτοια μνημεία, αν αγοραστούν, να πάνε πού; Να πάνε στα μουσεία μας, που δεν έχουμε; Η καλύτερη λύση είναι να μείνουν εκεί και να τα προστατέψουν με διπλωματικό, πολιτικό τρόπο. Γιατί αυτά τα μνημεία μπορεί να έγιναν κάτω από την επίδραση άλλων πολιτισμών, αλλά έγιναν από τους ντόπιους πληθυσμούς, επομένως, αυτοί τα θέλουν δικά τους και κοντά τους, όπως εμείς προσπαθούμε να φέρουμε πίσω τα μάρμαρα του Παρθενώνα».
Για να επιστρέψουμε στις πολιτιστικές «ευαισθησίες» του ιμπεριαλισμού, να πούμε ότι η «Λευκή Βίβλος» των καταστροφών, που συνέταξαν οι γιουγκοσλαβικές αρχές μετά τη λήξη των βομβαρδισμών του ΝΑΤΟ, είναι αποκαλυπτική και λεπτομερής. Ιστορικά μοναστήρια, εκκλησίες, τζαμιά, συναγωγές, μνημεία αρχαίων πολιτισμών, που συμπεριλαμβάνονται στον κατάλογο της ΟΥΝΕΣΚΟ για την παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά (όπως και οι δύο Βούδες του Μπαμιγιάν), καταστράφηκαν ολοσχερώς και αμετάκλητα από τις «πολιτισμένες» και «ανθρωπιστικές» βόμβες του ΝΑΤΟ. Ο Γ. Χουρμουζιάδης σημειώνει, ακόμη, πως οι ρουκέτες «ανέσκαψαν κυριολεκτικά» ολόκληρους προϊστορικούς οικισμούς μεγάλης αρχαιολογικής σημασίας στα περίχωρα του Βελιγραδίου. Και πρόσθεσε πως αυτή η καταστροφή είναι αμετάκλητη.
Θύμισε, επίσης, και το βομβαρδισμό της Δρέσδης, με εντολή του Τσόρτσιλ και, μάλιστα, μετά την υπογραφή της ανακωχής με τους ναζί, καταστρέφοντας σχεδόν το σύνολο των μνημείων της πόλης. Ο Γ. Χουρμουζιάδης υπογράμμισε πως καταστροφή ενός μνημείου δεν είναι μόνο να κόψεις ένα μέλος του, αλλά και να το μεταφέρεις έξω από το φυσικό και πολιτισμικό περιβάλλον που το δημιούργησε. Σε μια κοιλάδα της Κίνας που είχε επισκεφθεί, έχουν λαξευτεί 2.000 πορτρέτα του Βούδα, από 4 εκατοστά μέχρι 32 μέτρα. Μερικά καταστράφηκαν την περίοδο της «πολιτιστικής επανάστασης» του Μάο. Κάποια άλλα, όμως, έλειπαν τελείως ...διότι βρίσκονται σε μουσεία των ΗΠΑ, μετά την αρπαγή τους από Αμερικανούς αρχαιολόγους.
Μάλιστα, στη Ν. Υόρκη, βόρεια του Μανχάταν, βρίσκονται ολόκληρα ευρωπαϊκά μοναστήρια, τα οποία μεταφέρθηκαν κομμάτι κομμάτι (ιδιαίτερα από την Ισπανία και την Πορτογαλία) και επανασυναρμολογήθηκαν εκεί. Και, βέβαια, θύμισε και τις πηγές εμπλουτισμού των συλλογών των μεγαλύτερων μουσείων του κόσμου, που δεν είναι άλλες παρά η αρπαγή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα Γλυπτά του Παρθενώνα.
Γνωστό είναι και το πλιάτσικο στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Καμπούλ, μετά το βομβαρδισμό του το 1993, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, ο οποίος ακόμη συνεχίζεται. Ενα από τα σημαντικότερα εκθέματα του μουσείου ήταν και η σημαντική συλλογή Μπαγκράμ, η οποία ανακαλύφθηκε το 1939 από αρχαιολογική ανασκαφή στο φρούριο Κουσάν. Αποτελούνταν από 1.800 κομμάτια (ειδώλια, αγγεία κ.ά.) από την Ινδία, τη Ρώμη, την Ελλάδα, την Αίγυπτο και την Κεντρική Ασία. Στο Μουσείο φυλασσόταν και μια από τις μεγαλύτερες συλλογές ελληνικών και ρωμαϊκών νομισμάτων που ανακαλύφθηκαν κοντά στην Καμπούλ, ένας πραγματικός αρχαιολογικός θησαυρός, που έδινε μια πανοραμική εικόνα των πολλών πολιτισμών που διασταυρώθηκαν στο Αφγανιστάν στο πέρασμα των αιώνων. Αυτές οι συλλογές, καθώς και το 90% των εκθεμάτων του μουσείου κλάπηκαν και κομμάτια τους πωλούνται και αγοράζονται στους «καθώς πρέπει» οίκους δημοπρασιών σε όλο το κόσμο. Την ίδια τύχη περίμενε και τον αρχαιολογικό θησαυρό που ανακάλυψαν Ρώσοι αρχαιολόγοι, με επικεφαλής τον, ελληνικής καταγωγής αρχαιολόγο, Βίκτορα Σαριγιαννίδη το 1978 στο βόρειο Αφγανιστάν, ο οποίος αποτελείται από 20.000 χρυσά, ασημένια και χάλκινα κοσμήματα.
Το ολοκληρωτικό χτύπημα στο μουσείο φαίνεται να το έχουν δώσει οι Ταλιμπάν, όπως προκύπτει από τις δηλώσεις του Ελληνα πρεσβευτή στο Πακιστάν και προέδρου της «Εταιρείας για τη Διαφύλαξη της Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Αφγανιστάν» (SPACH), Δημήτρη Λούντρα, που εκπροσωπεί την Ουνέσκο, ότι «οι αξιωματούχοι των Ταλιμπάν τούς αρνήθηκαν την πρόσβαση στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Καμπούλ».
Ανεξάρτητα από την τροπή που θα πάρουν τα πράγματα, το έγκλημα των Ταλιμπάν εναντίον του πολιτισμού έρχεται να προστεθεί στα αμέτρητα ανάλογα εγκλήματα, που εξακολουθούν να γίνονται, με βάρβαρο, με «κομψό», με απροκάλυπτο ή όχι τρόπο. Και είναι ακόμη ένα παράδειγμα πως η προστασία και της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι άμεσα συνυφασμένη με τον αγώνα της ανθρωπότητας ενάντια στη βαρβαρότητα του ιμπεριαλισμού.