Ελέω των πολιτικών που εφαρμόζονται τα τελευταία χρόνια από τις κυβερνήσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, εντάθηκε η παραγωγική υποβάθμιση της ελληνικής οικονομίας και ο παρασιτικός χαρακτήρας της. Σήμερα το μερίδιο της υλικής παραγωγής αντιπροσωπεύει γύρω στο 37% του ΑΕΠ (από 66% το 1970) και η μείωση των 18,6 μονάδων μεταφέρθηκε στις υπηρεσίες, που σήμερα αντιστοιχούν περίπου στο 63% του ΑΕΠ, από 44% το 1970
Η «λιβανοποίηση της οικονομίας» (δηλαδή η ενίσχυση του τομέα των υπηρεσιών σε βάρος της παραγωγής) υπέρ της οποίας τάσσονταν ελάχιστοι στις δεκαετίες του '70 και του '80, σήμερα αποτελεί αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα για την Ελλάδα. Οσο κι αν ακουγόταν παράξενος ο λόγος των ελάχιστων υπέρμαχων της «λιβανοποίησης» -που έβγαιναν δημόσια και καλούσαν τους κυβερνώντες να αντιγράψουν το μοντέλο οικονομικής πολιτικής του Λιβάνου και να ενισχύσουν με όλα τα μέσα τον τομέα των υπηρεσιών, υποβαθμίζοντας παράλληλα τον τομέα της παραγωγής- η αλήθεια είναι πως οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ πήραν πολύ σοβαρά τις υποδείξεις τους.
Αποτέλεσμα των συγκεκριμένων πολιτικών -που είχαν την έμπρακτη στήριξη (οικονομική και πολιτική) του Διευθυντηρίου των Βρυξελλών- ήταν η σημαντική αύξηση του τομέα των υπηρεσιών, ως ποσοστό του ΑΕΠ, με παράλληλη μείωση του τομέα της παραγωγής (μεταποιητικής, αγροτικής κλπ). Και αυτό, σε πείσμα των διαπιστώσεων «καταναλώνουμε περισσότερα από όσα παράγουμε», που έκανε το 1977 ο τότε πρόεδρος της ΝΔ και πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής, επιχειρώντας έτσι να αποσπάσει τη συναίνεση των εργαζομένων στην εισοδηματική πολιτική λιτότητας.
Αδιάψευστος μάρτυρας για το γεγονός ότι η Ελλάδα, έχει μετατραπεί ήδη από οικονομία της παραγωγής σε οικονομία των υπηρεσιών, τα εθνικολογιστικά στοιχεία που καταγράφουν διαχρονικά τις εξελίξεις στην εθνική οικονομία, τη συμβολή του κάθε τομέα στην ανάπτυξή της, τις μεταβολές στη σύνθεση του ΑΕΠ κλπ. Οσο κι αν (και) τα εθνικολογιστικά στοιχεία, έχουν δεχτεί αλλοιώσεις (σε αντίθεση με τα στοιχεία του 1995, τα πιο πρόσφατα στοιχεία δείχνουν υποβαθμισμένο το μερίδιο της παραγωγής και ενισχυμένο των υπηρεσιών, σε όλη την περίοδο των τελευταίων 30 ετών), η συρρίκνωση της παραγωγής προς όφελος των υπηρεσιών είναι εμφανέστατη.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΣΕΒ, που επεξεργάστηκε και δημοσίευσε η Διεύθυνση Σχεδιασμού και Οικονομικής Ανάλυσης της Εμπορικής Τράπεζας (Οικονομικό Δελτίο, τεύχος 38, Νοέμβρης - Δεκέμβρης 2000), προκύπτει ότι στην περίοδο από το 1970 ως το 1999 (σύγκριση του 1999 με το 1970) παρατηρήθηκαν οι ακόλουθες μεταβολές στην «πίτα» που -με βάση το 100- συνθέτει το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ):
Από τα παραπάνω στοιχεία, είναι φανερό, ότι την τελευταία 30ετία, σημειώθηκαν ραγδαίες -και όχι ευχάριστες- αλλαγές στη σύνθεση του εγχώριου πλούτου, καθώς σήμερα παράγουμε περισσότερο «αέρα» και λιγότερα υλικά αγαθά, αφού η πλειοψηφία (62,6%) του παραγόμενου πλούτου στη χώρα (ΑΕΠ) προέρχεται από τις υπηρεσίες και μόλις το 37,4% από τους παραγωγικούς τομείς (αγροτικά προϊόντα, βιομηχανία, ορυχεία, κατασκευές, ηλεκτρισμός - φωταέριο - νερό). Αντίθετα, πριν 30 χρόνια, το 1970, η μερίδα του λέοντος (66%) προερχόταν από την παραγωγή υλικών αγαθών (αγροτικά, βιομηχανικά, άλλα προϊόντα) και το 34% από υπηρεσίες. Δηλαδή μέσα στα τελευταία 30 χρόνια, μειώθηκε η αξία της υλικής παραγωγής κατά περίπου 8 τρισεκατομμύρια δραχμές (τόσο είναι περίπου η μείωση του μεριδίου του παραγωγικού τομέα στο ΑΕΠ κατά 18,6 μονάδες) που βέβαια αναπληρώθηκε από την αξία των υπηρεσιών (στις οποίες βέβαια ανήκει και ο τζόγος και άλλων τυχερών παιχνιδιών που ανθούν παράλληλα με την αύξηση της ανεργίας, της φτώχειας και της εξαθλίωσης).
Με απλά λόγια, η Ελλάδα, στην τελευταία 30ετία, ελέω των πολιτικών της τότε ΕΟΚ και σήμερα ΕΕ, που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ μετατράπηκε σε μια «σύγχρονη καπιταλιστική οικονομία» και ταυτόχρονα έντονα παρασιτική. Για να μετατραπεί η ελληνική οικονομία από οικονομία της παραγωγής σε οικονομία των υπηρεσιών, οι κυβερνώντες έθεσαν στην υπηρεσία του Διευθυντηρίου των Βρυξελλών, όλα τα εργαλεία εθνικής μακροοικονομικής πολιτικής (εισοδηματική, δημοσιονομική, τιμολογιακή, νομισματοπιστωτική, συναλλαγματική κλπ), τα οποία σήμερα έχουν εκχωρηθεί στην υπερκυβέρνηση των Βρυξελλών.
Ενδεικτικά θα αναφέρουμε ορισμένα γεγονότα, που ακολούθησαν μετά την ένταξη στην ΕΟΚ (το 1981), τα οποία τεκμηριώνουν την άποψη ότι η παραγωγική υποβάθμιση της Ελλάδας, ήταν συνειδητή επιλογή των κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Υλοποιώντας τις ντιρεκτίβες και τις πολιτικές του Διευθυντηρίου των Βρυξελλών, κατάφεραν να πλήξουν ανεπανόρθωτα, τους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας. Συγκεκριμένα:
Το τίμημα, όλων των παραπάνω -που σε μεγάλο βαθμό οφείλονται στην πολιτική του «γιες σερ» των κυβερνώντων απέναντι στην ΕΕ και γενικά στο μεγάλο κεφάλαιο- ήταν, μεταξύ άλλων:
Πρώτον, η κατακόρυφη αύξηση του δημόσιου χρέους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα λαϊκά εισοδήματα των εργαζομένων σήμερα, αλλά και στο απώτερο μέλλον.
Δεύτερον, η εκρηκτική άνοδος του εμπορικού ελλείμματος και του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, αφού κάθε χρόνο ξοδεύουμε περισσότερο συνάλλαγμα για εισαγωγές καταναλωτικών και άλλων ειδών, ενώ εισπράττουμε όλο και λιγότερα από τις εξαγωγές. Το ισοζύγιο, σε συνδυασμό με την πορεία της βιομηχανικής - αγροτικής παραγωγής και την ανεργία, αποτελούν τον πιο φερέγγυο δείκτη, που καταγράφει την παραγωγική υποβάθμιση της χώρας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας.
Τρίτον, η αλματώδης άνοδος της ανεργίας, που σήμερα βρίσκεται πάνω από 11% (αντί 5-6% στις αρχές της δεκαετίας του '80) και τον αριθμό των επίσημα εγγεγραμμένων ανέργων να αγγίζουν τους 600.000.
Ολα τα παραπάνω, βεβαιώνουν, πως κάτι «σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας». Μαρτυρούν, με το δικό τους τρόπο, ότι το μοντέλο ανάπτυξης -για το οποίο τόσο περηφανεύεται η κυβέρνηση και ο ίδιος ο πρωθυπουργός με τις κορόνες τους για «ισχυρή Ελλάδα μέσα στην ΕΕ»- είναι, το λιγότερο, «προβληματικό». Οχι μόνο, επειδή το συγκεκριμένο μοντέλο ανάπτυξης προσφέρει όλο το αυξανόμενο κομμάτι της πίτας του ΑΕΠ στους μεγαλοέχοντες και μεγαλοκατέχοντες (αφού η λιτότητα συνεχίζεται στο διηνεκές, όπως μας πληροφόρησε πρόσφατα και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Λ. Παπαδήμος). Είναι προβληματικό, επίσης, γιατί αυτό το μοντέλο θέλει την Ελλάδα να παραμένει εσαεί «ο φτωχός συγγενής και εταίρος της ΕΕ» και τους Ελληνες εργαζόμενους να αποτελούν τους «μαύρους» της Ευρώπης...