«Γιάννης Ρίτσος. Του απείρου εραστής», τιτλοφορείται το CD - ηχητικό ντοκουμέντο, με τον ποιητή ν' απαγγέλλει ποιήματα και να διαβάζει κείμενά του. Με αφορμή την κυκλοφορία του, ο Θάνος Μικρούτσικος, που επιμελήθηκε την παραγωγή, μιλά για τον ποιητή
«Θαυμάζω απεριόριστα τον Γιάννη Ρίτσο και για το έργο του και για τη ζωή του», αναφέρει ο Θ. Μικρούτσικος με αφορμή την κυκλοφορία του CD. «Τον θεωρώ υπόδειγμα καλλιτέχνη όχι μόνο στον ελληνικό χώρο, αλλά και στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Και με έχει ταράξει το γεγονός ότι ο μέγιστος αυτός ποιητής, που μαζί με τον Καβάφη - κατά την ταπεινή μου άποψη - είναι οι δυο μεγαλύτεροι Ελληνες ποιητές του 20ού αιώνα, ήταν κυριολεκτικά θαμμένος επί 27 χρόνια από το σύστημα που κατέτασσε τις αξίες στην Ελλάδα. Στο ένθετο του δίσκου υπάρχει ένα περίφημο κείμενο - μαρτυρία της Μάρως Δούκα, που αναφέρει ως αυτόπτης μάρτυρας κάτι το εκπληκτικό: να προταθεί από το εξωτερικό ο Ρίτσος για Νόμπελ Λογοτεχνίας και μια σειρά σοβαρά ονόματα (γιατί τυχαίνει να τα ξέρω) να μαζευτούν για να βρουν τρόπους πώς αυτό θα το ματαιώσουν. Ανάμεσά τους, πρόσωπα που υποτίθεται ότι ανήκαν στην ευρύτερη Αριστερά. Ηθελα να παλέψω αυτή την κατάσταση. Και οφείλω να πω ότι πολύ λίγοι άνθρωποι από το χώρο μου - δεν εννοώ το ΚΚΕ που στάθηκε στον Ρίτσο, όπως και ο Ρίτσος στάθηκε σε αυτό - στάθηκαν στον Γ. Ρίτσο και χαίρομαι που ως νεότερος ήμουνα κοντά σε αυτούς. Ανάμεσά τους ήταν η Νανά Καλλιανέση, η Μάρω Δούκα, η Χρύσα Προκοπάκη, και κάποιοι άλλοι...».
Υπάρχουν ακόμη μικρά, κοφτά ποιήματά του. Εγώ, για λόγους συναισθηματικούς, ξεκίνησα με τις "Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα" μια εκπληκτική συλλογή που τα ποιήματά της, τα είχα μάθει επί Χούντας. Μπορεί να είναι γνωστή περισσότερο η "Καντάτα για τη Μακρόνησο", όμως έχω δουλέψει πάνω σε πολλά έργα του Γ. Ρίτσου. Είχα την τύχη, από την πρώτη σχεδόν στιγμή, στα 30-31 χρόνια μου, να δημιουργήσω μια σπουδαία και σοβαρή σχέση μαζί του. Στο κείμενό μου, που υπάρχει στο ένθετο, αναφέρομαι σε αυτή τη σχέση και στο πώς επί της ουσίας με καθοδήγησε. Για τους δρόμους που μου έδειξε όσον αφορά πράγματα, τα οποία εκείνη την εποχή ήταν άλυτα προβλήματα για ένα νέο καλλιτέχνη, που από τη μια ήταν βαθύτατα αριστερός και από την άλλη βαθύτατα πρωτοποριακός. Ο Ρίτσος μού έδειξε το δρόμο.
Το CD ήταν για μένα ένα μεγάλο χρέος. Το υλικό μού το έδωσε η κόρη του Γ. Ρίτσου, η Ερη και την ευχαριστώ πολύ. Κάθισα, άκουσα τα πάντα και άρχισα να κάνω την επεξεργασία του, γιατί το υλικό ηχητικά ήταν σε πολύ κακή κατάσταση. Το ευτύχημα είναι ότι μπόρεσα από αυτό το υλικό να βρω στοιχεία από τις διαφορετικές κατευθύνσεις της ποιητικής του. Εντοπίζω όμως ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον στα κείμενα που ο ίδιος αφηγείται. Και ομολογώ πως στα 53 μου χρόνια, ψάχνοντας το υλικό, πολλές φορές έβαλα τα κλάματα. Ημουνα εγώ, η φωνή του, το άδειο δωμάτιο... Υπήρχε μια ακόμα επαφή - δεν το λέω μεταφυσικά, αλλά καθαρά υλικά - με έναν άνθρωπο που είναι ό,τι πιο αγαπημένο έχει υπάρξει στο πέρασμα του χρόνου σε ό,τι αφορά τη μεγάλη ποίηση και την τέχνη γενικότερα».
«Γιάννης Ρίτσος. Ο ποιητής που απόσταξε τον εικοστό αιώνα, ο παρηγορητής και ο απαρηγόρητος, χωρίς σημεία στίξεως παραπλανητικά, παραπομπές και παραθέματα. Ο λάτρης εικονοποιός και ο εικονοκλάστης, ο ευλαβής στα ταπεινά, ο γενναιόψυχος στα δύσκολα. Γιάννης Ρίτσος. Ο άνθρωπος που διώχτηκε όχι μόνο για τις ιδέες του αλλά και για την απόφασή του να υπάρξει και να ζήσει ως Ποιητής». Στον «ποιητή των πάντων» αναφέρεται η Μάρω Δούκα στο κείμενό της, συνοδευτικό του CD, όπου και αποκαλύπτει ένα συγκλονιστικό περιστατικό:
«1979, η υποψηφιότητα του Γιάννη Ρίτσου στη Σουηδική Ακαδημία για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας είχε κατατεθεί και είχε υποστηριχτεί εκείνη τη χρονιά, όπως και όλες τις προηγούμενες, από τους ξένους μελετητές, μεταφραστές και θαυμαστές του. Δούλευα τότε στις "Εκδόσεις Κέδρος" της Νανάς Καλλιανέση, φθινόπωρο, κι εκεί ένα μεσημέρι πίσω από την πλάτη της, είχαν συναντηθεί κάμποσοι αθηναίοι "διανοούμενοι", άλλοι πέθαναν εν των μεταξύ, άλλοι ακόμα ζουν επιτυχώς ελισσόμενοι, είχαν συναντηθεί, λοιπόν, τυχαία εκεί, στον τρίτο όροφο του κτιρίου, όπου στεγάζονταν τα γραφεία του εκδοτικού, απομονώθηκαν σε μια μεριά, σαν συνωμότες και συζητούσαν χαμηλόφωνα τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαν να σαμποτάρουν την υποψηφιότητα του Γιάννη Ρίτσου.
Δεν είναι δυνατόν, τέντωσε ψιθυριστά τη φωνή του ο πιο μαχητικός, ο "αριστερός" της παρέας, δεν είναι δυνατόν να πάρει Νόμπελ ο Ρίτσος, πρέπει να κάνουμε κάποιο διάβημα στο υπουργείο Εξωτερικών! Κρυφάκουγα άθελά μου κι είχα παγώσει. Φαντάσου το: ορισμένοι απ' αυτούς, και ιδιαίτερα ο "μαχητικός" της παρέας, δήλωναν μπροστά στον Ρίτσο, τους είχα δει με τα μάτια μου, αφοσιωμένοι και δουλοπρεπείς θαυμαστές του. Τι άλλο; Πάνω και πέρα απ' όλους μας, φίλους κι εχθρούς, ο Γιάννης Ρίτσος ήταν από τους ανθρώπους που γεννιούνται για να ζήσουν μέσα στην αυτοκρατορική μοναξιά τους. Κυρίαρχοι του κόσμου, στο έλεος ενός αηδονιού ψηλά που κελαηδεί αθέατο».
«... Πάνε πάνω από είκοσι χρόνια, ωστόσο, που μου φέραν στίχους μεταφρασμένους απ' τα ελληνικά, ενός ποιητή που γι' αυτόν δεν ήξερα τίποτα, να διορθώσω τα γαλλικά τους. Αξαφνα ένιωσα ένα σφίξιμο στο λαρύγγι και το παράξενο είναι πως αργότερα, κάθε φορά που μου φέρναν στίχους, καλά είτε κακά μεταφρασμένους, αυτού του άγνωστου, ένιωθα πάντοτε όπως και την πρώτη φορά, ανίκανος να κυριαρχήσω τα μάτια μου, τα δάκρυά μου... Ολα γίνονται σάμπως ο ποιητής αυτός να γνώριζε το μυστικό της ψυχής μου, και να ήξερε, μόνος μ' ακούτε, μόνος αυτός, να με συγκλονίζει έτσι. Στην αρχή δεν το ήξερα πως ήταν ο πιο μεγάλος απ' τους ζώντες ποιητές της εποχής αυτής που είναι η δική μας. Ορκίζομαι πως δεν το ήξερα. Το έμαθα σταδιακά, από το ένα ποίημα στο άλλο, παρά λίγο να πω από το ένα μυστικό στο άλλο, γιατί κάθε φορά ένιωθα το συγκλονισμό μιας αποκάλυψης. Η αποκάλυψη ενός ανθρώπου και μιας χώρας, τα βάθη ενός ανθρώπου και τα βάθη μιας χώρας...».
(Από το κείμενο του Λουί Αραγκόν με τίτλο «Ο μεγαλύτερος ζων ποιητής ονομάζεται Γιάννης Ρίτσος», που πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Les Lettres Francaises», 1971 και υπάρχει στο βιβλιαράκι του CD).