ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 18 Μάρτη 2001
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Οι καινούριοι μου φίλοι

Πολλές φορές αναρωτήθηκα, γιατί γράφω κάθε Κυριακή αυτά τα σημειώματα δέκα χρόνια τώρα. Ετσι κι αλλιώς δεν ξέρω αν τα διαβάζει κανείς και αν τα διαβάζει ποιος είναι, πώς είναι και τι καταλαβαίνει από αυτά που γράφω. Είναι αλήθεια πως όταν πάρω χαρτί και μολύβι και αρχίσω το γράψιμο, δε σκέφτομαι ποιος θα είναι ο κυριακάτικος αναγνώστης μου. Ισως, μάλιστα, όταν αρχίσω το γράψιμο, δεν περνάει καν από το μυαλό μου πως κάπου σε μια γωνιά του κόσμου, μπροστά σε ένα ανοιχτό παράθυρο, δίπλα σε ένα στρωμένο τραπέζι, ίσως ακόμα και κάτω από ένα ανθισμένο δέντρο κάποιος κρατάει στα χέρια του τον «Κυριακάτικο Ριζοσπάστη» και διαβάζει το δικό μου γραφτό. Οταν όμως το σκεφτώ αυτό, τότε αρχίζω τις υποθέσεις. Και πρώτ' απ' όλα προσπαθώ να υποθέσω πώς να είναι αυτός ο αναγνώστης μου. Θέλω να είμαι βέβαιος πως αν τον δω στο δρόμο, θα τον αναγνωρίσω. Θα πάω κοντά του, θα τον χαιρετήσω, θα του σφίξω το χέρι και ύστερα θα τον ρωτήσω πώς πάνε τα κέφια. Θα τον ρωτήσω, αν όλοι στο σπίτι είναι καλά και πώς πάνε οι δουλιές. Ετσι, απλά, όπως ρωτάω κάθε φορά τους φίλους που έχω καιρό να τους δω και τους συναντήσω ξαφνικά. Και αυτό σημαίνει πως δεν έχω φίλους μόνον αυτούς που μεγαλώσαμε μαζί, που πήγαμε μαζί σχολείο και πιάσαμε μαζί την πρώτη μας γκόμενα. Τη Στέλλα, να πούμε, που τη φλερτάραμε όλοι μαζί στην παλιά γειτονιά και πρώτος απ' όλους ο Γρηγόρης, ο επονομαζόμενος Γόλας ο Μακεδονικός. Γιατί «Γόλας» ήτανε το χαϊδευτικό του και έτσι τον φώναζε η μάνα του. Και «Μακεδονικός», γιατί ήτανε ήτανε ο μόνος που υποστήριζε τον «Μακεδονικό» στη γειτονιά μας. Ολοι οι άλλοι σκοτωνόμαστε κάθε Κυριακή για τον ΠΑΟΚ και ο Αλκέτας ο Παναγούλιας για τον «Μεγ Αλέξαντρο». Με τον Αρη πήγε όταν πάτησε τα 16. Είχε πεθάνει στο μεταξύ και ο πατέρας του και έπιασε την μπάλα αυτός, έτσι, για το μεροκάματο. Τι μεροκάματο, δηλαδή, εφτά δραχμές το παιχνίδι και τα ποδοσφαιρικά παπούτσια τζάμπα. Ο Αλκέτας φορούσε και μια φανέλα από μακό με το νούμερο που του την είχε βάψει η μάνα του κίτρινη. Φαίνεται όμως πως δεν είχε πιάσει καλά η μπογιά και κάθε που έπιανε βροχή η φανέλα ξέβαφε και ο καημένος ο Αλκέτας έμοιαζε σαν χαλασμένη μπομπονιέρα. Δεινοί μπαλαδόροι ήτανε και ο Λάκης ο Βουλγαρόπουλος, ο Χρήστος ο Παπουτσόπουλος και ο Στέλιος, ο καρβουνάς. Εγώ δεν τα κατάφερνα και τόσο καλά. Πότε έπαιζα «μέσα δεξιά» και πότε τερματοφύλακας. Ούτε στη μία θέση τα κατάφερνα ούτε στην άλλη. Ετσι, αποφάσισα να σπουδάσω!

Τώρα όμως που την παλιά μου τη γειτονιά την έθαψε το τσιμέντο και περνάει από το στενό της δρόμο και ένα λεωφορείο της γραμμής «Βαρδάρης - Ανω Τούμπα» και οι μπαλαδόροι της έχουν χαθεί, ψάχνω να βρω καινούριους φίλους. Βέβαια πέρασαν πολύ τα χρόνια και ούτε να φλερτάρω έχω όρεξη, ούτε να παίξω μπάλα μπορώ. Οπωσδήποτε όμως όλο και κάτι θα βρω να πω μαζί τους, μια και οι ιστορίες δεν έχουν χαθεί. Ισα ίσα που τώρα είναι πιο σκληρές και είναι γεμάτες με πίκρα και αγανάκτηση.

Ενα απόγευμα στη Βέροια, μια βδομάδα πριν τις ευρωεκλογές του 2000, με πλησίασε ένας ηλικιωμένος ανθρωπάκος. Ξανθός με γαλάζια, υγρά μάτια.

-Μ' αρέσουν αυτά που γράφεις, μου είπε σχεδόν ψιθυριστά.

- Πολλές φορές όμως δεν τα καταλαβαίνω όλα.

-Γιατί, ρε σύντροφε, τον ρώτησα.

-Είμαι αγράμματος και το υγρό μέσα στα μάτια του κινήθηκε και έγινε δάκρυ. Και επειδή κατάλαβε τι σκεφτόμουνα, συμπλήρωσε:

- Βάζω τη γυναίκα μου και μου τα διαβάζει.

Μου έσφιξε το χέρι και έφυγε. Εγώ έμεινα εκεί. Ηθελα να τον φωνάξω να γυρίσει πίσω να πάμε να πιούμε κανένα ποτηράκι μαζί. Δεν ήξερα το όνομά του όμως. Πώς να τον φωνάξω. Θα ήθελα όμως να τον ξαναβρώ. Τον σκέφτομαι κάθε τόσο, και πιο πολύ όταν πιάσω μολύβι και χαρτί και αρχίζω το γράψιμο για το «Ριζοσπάστη»! Τον σκέφτομαι σαν ένα πολύ καλό μου φίλο. Να, γιατί γράφω. Γιατί θέλω να κάνω καινούριους φίλους, αφού τους παλιούς τους έχω χάσει όλους.


Του
Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ


«Η Καρδίτσα του Γιολδάση»

Καλλιεργητές της γης, αγρότες στο αλώνισμα, το θερισμό, το όργωμα... Μορφές μνημειακές, λουσμένες από το φως της Θεσσαλικής γης... Αγρότες και αγρότισσες που σταματούν το χρόνο, καθώς το άροτρο τραβάει την αυλακιά του... Βουνά αγέρωχα, ήρεμα, όπως και το ρυτιδιασμένο πρόσωπο του βιολιστή με το λεπτό χαμόγελο στα χείλη...

Μορφές και τοπία ενός γνήσιου δημιουργού, υμνητή της θεσσαλικής υπαίθρου, ενός φλογερού πατριώτη και ιδεολόγου κομμουνιστή, του Δημήτρη Γιολδάση (1897-1993), εκτίθενται στην Καρδίτσα, στο νέο εκθεσιακό και μουσειακό χώρο που άνοιξε τις πύλες του στο κοινό την περασμένη Κυριακή. Πρόκειται για την κατοικία και το εργαστήρι του σπουδαίου μας καλλιτέχνη στην Καρδίτσα (Δ. Λάππα 142), αλλά και για 2.500 έργα, που μετά τη δωρεά της θετής κόρης του Στέλλας Γιολδάση (1924-2000) περιήλθε στο Δήμο Καρδίτσας και αποκαταστάθηκε. Ο χώρος αυτός θα χρησιμοποιηθεί με μια παράλληλη και ταυτόχρονη χρήση: Θα στεγάσει το 3ο Κέντρο Δημιουργικής Απασχόλησης Παιδιών, το οποίο θα έχει έναν ιδιαίτερο προσανατολισμό στην εικαστική παιδεία των μικρών παιδιών σχολικής ηλικίας. Παράλληλα, στη μεγάλη αίθουσα, εκεί όπου άλλοτε ήταν το εργαστήριο του καλλιτέχνη, θα στεγάζει έναν εκθεσιακό χώρο με προσωπικά αντικείμενα και αυθεντικά έργα του μεγάλου μας καλλιτέχνη.


«Η Καρδίτσα του Γιολδάση», ονομάζεται η εναρκτήρια έκθεση στο νέο χώρο. Ο τόπος που ο Δ. Γιολδάσης ζωγράφισε και αγάπησε πολύ, απέτισε φόρο τιμής στο δημιουργό το περασμένο Σαββατοκύριακο. Στον «μαχητή και φλογερό πατριώτη» όπως τόνισε στην ομιλία του ο Επίτιμος Πρόεδρος του ΚΚΕ, Χαρίλαος Φλωράκης. «Ηταν μέλος της Εθνικής Αντίστασης κι ένας ιδεολόγος κομμουνιστής. Ο Γιολδάσης με το έργο του ιστορούσε τους αγώνες του λαού, τα προβλήματά του και την ανάγκη της πάλης κι άφησε χωρίς καμιά αμφιβολία μνημεία λεβεντιάς για το λαό μας και ιδιαίτερα για το λαό της Καρδίτσας».

Ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα των καιρών

Ο Δ. Γιολδάσης, γιος και εγγονός τσοπάνηδων, καταγόμενων από τη Σαμαρίνα, γεννήθηκε το 1897 στο ορεινό χωριό Μορφοβούνι του νομού Καρδίτσας. Η φτώχεια και η ορφάνια τον ακολουθούσε στα παιδικά του χρόνια. Μόλις τελείωσε την Τετάρτη Δημοτικού, ο Δ. Γιολδάσης βγήκε στη δουλιά. Για επτά χρόνια δούλεψε καπνεργάτης στα Τρίκαλα και την Καρδίτσα. Στα 13 χρόνια του άρχισε τη ζωγραφική. Ενα χρόνο αργότερα μπήκε στο Τμήμα Κοσμηματογραφίας της Σχολής Καλών Τεχνών και αργότερα στο Τμήμα της Ζωγραφικής με δασκάλους τους: Γερανιώτη, Βικάτο και Ιακωβίδη. Το 1921 τέλειωσε τη σχολή και ξεκίνησε τη βιοπάλη. Επιγραφές, βοηθός σκηνογράφων κλπ. Το 1924 διακρίνεται με τη συμμετοχή του στην «Εκθεση των Δέκα». Τη χρονιά αυτή ταξιδεύει στη Νέα Υόρκη και παραμένει εκεί για ένα χρόνο εργαζόμενος στο θέατρο ως σκηνογράφος. Η κοσμοπολίτικη, όμως, ατμόσφαιρα της Ν. Υόρκης φαίνεται πως δεν ταίριαζε στον ασκητικό χαρακτήρα του. Ετσι, το 1925, ο καλλιτέχνης επιστρέφει στην Αθήνα.

«Ο Γιολδάσης από τα πρώτα ήδη έργα της δεκαετίας του '20 - '30, δείχνει να ανταποκρίνεται στο κάλεσμα των καιρών» ανέφερε στην ομιλία της η Επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης, Ολγα Μεντζαφού - Πολύζου. «Η βαθιά φιλική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον ίδιο και το ζωγράφο Κ. Μαλέα, εισηγητή του ανανεωτικού πνεύματος που κυριαρχεί στον τόπο μας την εποχή αυτή, οπωσδήποτε θα τον ενθάρρυνε να ακολουθήσει δρόμους πέρα από τα δεδομένα, όπως αυτά που διδάχτηκε στο Σχολείο των Τεχνών. Τα μαθήματα αισθητικής του Κώστα Βάρναλη στο εργαστήριο του Μαλέα, σίγουρα θα άνοιγαν τους ορίζοντας του νεαρού ζωγράφου».


«Η έντονη διακοσμητική διάθεση που στηρίζεται στην ελεύθερη χρήση της γραμμής και ιδιαίτερα της κυματιστής γραμμής, χαρακτηρίζει τα έργα αυτής της περιόδου και είναι το κατ' εξοχήν πρωτοποριακό στοιχείο της ζωγραφικής του».

Το 1935 ο Δ. Γιολδάσης επισκέπτεται το Αγιο Ορος με άλλους καλλιτέχνες και το αποτέλεσμα αυτής της επίσκεψης ήταν μια σειρά από σκίτσα με τα μοναστήρια και τους μοναχούς, καθώς και μια σειρά κειμένων με τις εντυπώσεις του, που δημοσιεύονται σε συνέχειες στην εφημερίδα «Θάρρος Πειραιά». Από το 1937 έως το 1948, με διακοπές στα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης και στη μεταδεκεμβριανή περίοδο, διδάσκει Τεχνικά στο γυμνάσιο της Καρδίτσας.

Δεν κρύφτηκε

Στα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης ο Δ. Γιολδάσης βγήκε στο βουνό και δούλευε στη διαφώτιση και στις πολιτιστικές εκδηλώσεις του ΕΛΑΣ, ενώ παράλληλα βοήθησε για τη λειτουργία των τυπογραφείων στο Βουνό. Οπως ανέφερε ο Πρόεδρος της Δημοτικής Πινακοθήκης Καρδίτσας, Απόστολος Πίτσαβος «Πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες στον αγώνα του ΕΑΜ. Δεν έκρυψε ποτέ το όνειρό του για το σοσιαλισμό, όπως και την ιδιότητα του κομμουνιστή». Παράλληλα, ο Δ. Γιολδάσης ζωγράφιζε και εικονογραφούσε μια αντιστασιακή σατιρική εφημερίδα. Μαζί με άλλους ζωγράφους, έκανε τοιχογραφίες με τους ήρωες του '21 (δε σώθηκαν), στο κτίριο του Εθνοσυμβουλίου στις Κορυσχάδες. Μετά τα Δεκεμβριανά συνελήφθη, αλλά γρήγορα αποφυλακίστηκε.


Από το 1948 έως το 1966 ο ζωγράφος έζησε στην Αθήνα. Μετά εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Καρδίτσα. «Ο Γιολδάσης ζωγράφισε με το δικό του ανεπανάληπτο τρόπο», είπε ο Α. Πίτσαβος «το Παυσίλυπο, το Βλαχομαχαλά, τη Λάκκα της Αγίας Παρασκευής, τους ατέλειωτους βοσκότοπους που περιέβαλαν την Καρδίτσα, τους λασπωμένους χωμάτινους δρόμους, σπίτια που δέσποζαν και που μερικά ακόμα και σήμερα εξακολουθούν πεισματικά - κόντρα στην τσιμεντοποίηση - να στέκουν όρθια, απομεινάρια μιας ζωής που έφυγε οριστικά...».

Τιμώντας τον Δ. Γιολδάση, η Εθνική Πινακοθήκη οργάνωσε το 1977 αναδρομική έκθεση, ενώ το 1982 σε ειδική εκδήλωση - αφιέρωμα που οργάνωσε ο δήμος Καρδίτσας και η Λαϊκή Βιβλιοθήκη «Η Αθηνά», του απονεμήθηκε το Αργυρούν Μετάλλιο της πόλης και ο τίτλος του Επίτιμου Δημότη. Το 1984 τιμήθηκε από το δήμο της Αθήνας μαζί με άλλους καλλιτέχνες, με τιμητικό δίπλωμα και το Χρυσό Μετάλλιο της πόλης της Αθήνας. Το 1989 βραβεύεται από την Ακαδημία Αθηνών το βιβλίο του «Η προσφορά μου στον Πολιτισμό» (στον άνθρωπο), το οποίο περιέχει κείμενά του και πίνακες ζωγραφικής του.

«Ανήκουμε στο λαό»

Εως το θάνατό του ο Δ. Γιολδάσης ασχολήθηκε αποκλειστικά με το τοπίο του θεσσαλικού κάμπου και τις δραστηριότητες του ανθρώπου, γεγονός για το οποίο χαρακτηρίστηκε «κύριος εκπρόσωπος της αγροτικής τοπιογραφίας». Η ιστορία της ζωγραφικής του είναι η ιστορία του τόπου του, η ιστορία του βουνού και του κάμπου έτσι όπως διαγράφεται στην καθημερινότητα. Οπως έλεγε ο ίδιος ο καλλιτέχνης: «Πιστεύω ότι εμείς όλοι οι καλλιτέχνες και τα δημιουργήματά μας, καθώς και οι διανοούμενοι και επιστήμονες ανήκουμε στο λαό που μας παρέχει όλα τα αγαθά και τα μέσα να ζούμε και να δημιουργούμε».


Στα έργα του Δ. Γιολδάση η παρουσία του ανθρώπου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το φυσικό χώρο. «Ομως», υπογράμμισε στην ομιλία της η Επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης, Νέλλη Μισιρλή «ο Γιολδάσης βρίσκεται μακριά από το να μεταβάλλει τους ανθρώπους του σε διακοσμητικό στοιχείο. Αντίθετα, είναι αυτοί που μεταμορφώνουν τον κάμπο, τον γεμίζουν με δεμάτια, με αυλάκια, με φυτά και με σπόρους. Σκύβουν πάνω από το χώμα και σιγά σιγά μετατρέπονται από εργάτες σε υμνητές αυτής της ευλογίας, που ο ίδιος πραγματικά αισθάνεται...».

«Ο κάμπος και ο αγρότης είναι γι' αυτόν μια και μόνη ιδέα, μια ολότητα αδιαχώριστη και μοναδική. Αυτό το βίωμα έχει τις επιπτώσεις του στη ζωγραφική του ιδιοτυπία, που τον οδηγεί σε διατυπώσεις γενικές με απλοποιήσεις σε γραμμές, χρώμα και σύνθεση. Οι όγκοι των μορφών γίνονται επαναλαμβανόμενα σχήματα, που συναντούν τις καμπύλες των μακρινών βουνών, ακόμη και τα σύννεφα... Είναι μια ζωγραφική ασκητική συνυφασμένη με τη μετρημένη και πειθαρχική ζωή του Γιολδάση, που γνώρισε ο ίδιος το μόχθο και επέλεξε να αρκεστεί σε όσα μόνο είχαν ανθρώπινο πρόσωπο».

Ο Δημήτρης Γιολδάσης, με το πολύχρονο έργο του και τον αταλάντευτο αγώνα του για κοινωνική πρόοδο, πρόσφερε σημαντικές υπηρεσίες στην πολιτιστική κληρονομιά της χώρας μας και στο λαό μας. Αυτός ο λαός, οι άνθρωποι της Καρδίτσας είναι οι «κληρονόμοι» της τεράστιας καλλιτεχνικής δημιουργίας του, οι κοινωνοί ενός πολύτιμου έργου.



Η. Μ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ