Το θέμα βρίσκεται μονίμως στην ατζέντα της ΕΕ, των κυβερνήσεων, του κυβερνητικού - εργοδοτικού συνδικαλισμού, αλλά και των ίδιων των εργοδοτών. Μεταξύ των τελευταίων συγκαταλέγεται και ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Αττικής - Πειραιά (ΣΒΑΠ). «Γιατί είναι σημαντική η προώθηση πολιτικών συμφιλίωσης για τις ελληνικές επιχειρήσεις;», αναρωτιέται ο Σύνδεσμος σε έντυπο που διαμόρφωσε με αφορμή τη συμμετοχή του στο πρόγραμμα «Ισότητα των φύλων στο εργατικό δυναμικό: Η συμφιλίωση της επαγγελματικής με την οικογενειακή/ιδιωτική ζωή στις ελληνικές βιομηχανίες». Το εν λόγω πρόγραμμα υλοποίησε το Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας (ΚΕΘΙ), ως συντονιστής φορέας, σε συνεργασία με το Εργαστήρι Σπουδών Φύλου του Παντείου Πανεπιστημίου και τον ΣΒΑΠ. Στο πλαίσιό του εκπονήθηκε έρευνα που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του προγράμματος, ενώ παρουσιάστηκε σε εκδήλωση που διοργάνωσαν οι παραπάνω φορείς στα μέσα του Δεκέμβρη. Δεν είναι τυχαίο ότι η χρηματοδότησή του εντάσσεται στο Πρόγραμμα Ακαδημαϊκής Ερευνας στους «τομείς προτεραιότητας Διαφορετικότητα, Ανισότητες και Κοινωνική Ενσωμάτωση».
Στην έρευνα πήραν μέρος, συμμετέχοντας σε συνεντεύξεις, 50 εργοδότες, που εκπροσωπούσαν επιχειρήσεις διαφορετικού μεγέθους, από πολύ μικρές επιχειρήσεις μέχρι επιχειρήσεις που απασχολούν πάνω από 250 εργαζόμενους, στην περιοχή της Αττικής. Τα λεγόμενά τους, όπως αποτυπώνονται στα αποσπάσματα των συνεντεύξεων που παρατίθενται στο κείμενο της έρευνας, σε ορισμένες περιπτώσεις πιο εύσχημα σε άλλες πιο ωμά και χοντροκομμένα, αναδεικνύουν ότι αυτή η συζήτηση εντάσσεται στην επιδίωξη της καπιταλιστικής εργοδοσίας για ένταση της εκμετάλλευσης των μισθωτών εργαζομένων, ιδιαίτερα των γυναικών.
Μεγάλος αριθμός εργοδοτών, όπως αναφέρει η έρευνα, δήλωσε ότι χρειάζεται «οικονομική στήριξη από το κράτος», μέσα από νέα μείωση των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών αλλά και ρυθμίσεις για τα δάνεια των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων. Η αναγκαιότητα της «στήριξης» αυτής πλαισιώνεται από επιχειρήματα πως τέτοια μέτρα είναι απαραίτητα προκειμένου να μπορέσουν οι επιχειρήσεις «να διατηρήσουν το ανθρώπινο δυναμικό τους», αλλά και «να ανταποκριθούν στις ανάγκες των εργαζομένων για εξισορρόπηση της εργασίας και της οικογενειακής/ιδιωτικής ζωής».
Το ζήτημα της μητρότητας και του «κόστους» που συνεπάγονται για την εργοδοσία ακόμα και τα στοιχειώδη μέτρα για την προστασία της, βρέθηκαν, όπως ήταν αναμενόμενο, στο επίκεντρο. Οι άδειες θεωρούνται από τους επιχειρηματικού ομίλους «μειονέκτημα» για την πρόσληψη γυναικών. «Αδειες μητρότητας. Αυτό είναι το μόνο σημείο που η γυναίκα έχει το θέμα. Κατά τ' άλλα άνετα μπορεί να κάνει οποιαδήποτε δουλειά», αναφέρει ένας από τους εργοδότες, ενώ κάποιος άλλος διαμαρτύρεται γιατί οι εργοδότες επωμίζονται τις υποχρεώσεις του κράτους: «Να κάνει κοινωνική πολιτική ειδικά στις νέες μητέρες. Βεβαίως. Τι θα πει επιδόματα για να λείψουν, εγώ τι φταίω; Να τα δώσει το κράτος. Γιατί να τα πληρώσω εγώ τα λεφτά;».
Από τη διαδικασία της έρευνας προέκυψαν και συγκεκριμένες προτάσεις. Η πιο χαρακτηριστική από αυτές είναι η πρόταση για μέτρα που θα εξασφαλίζουν στους εργοδότες την περιστασιακή κάλυψη των κενών θέσεων που προκύπτουν από την απουσία των εργαζομένων που βρίσκονται σε άδεια μητρότητας. Στο πλαίσιο αυτό, επί τάπητος τέθηκε η δημιουργία μιας βάσης δεδομένων από τον ΟΑΕΔ, με εργαζόμενους διαφόρων ειδικοτήτων, η οποία θα είναι διαθέσιμη στις επιχειρήσεις, «ώστε να μπορούν να αναπληρώσουν με κρατική επιδότηση τη θέση της εργαζόμενης που απουσιάζει λόγω τοκετού ή μητρότητας για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα». Παράλληλα, οι εργοδότες ξεκαθαρίζουν πως οι εργαζόμενοι που θα καλύψουν προσωρινά τα κενά θα είναι κάτι σαν «αναπληρωτές», δηλαδή δεν θα δικαιούνται «ούτε αποζημίωση, ούτε έξτρα ένσημα, ούτε τριετίες, ούτε τίποτα», όπως είπε χαρακτηριστικά ένας από αυτούς. Αυτό σημαίνει «υποστήριξη» της μητρότητας στη ...διάλεκτο των εργοδοτών: Αμεσες προσλήψεις εργαζομένων με ολιγόμηνες συμβάσεις, χωρίς δικαιώματα και κακοπληρωμένες θέσεις δουλειάς, απολύσεις χωρίς κανένα κόστος για την εργοδοσία.
Με αφετηρία και πρόσχημα τις άδειες των νέων μητέρων, οι εργοδότες παίρνουν γρήγορα φόρα και προχωρούν παραπέρα. Οι προτάσεις που κατέθεσαν στις συνεντεύξεις συνεχίστηκαν, για να συμπεριλάβουν και τις σκέψεις τους για ένα πιο «ευέλικτο» νομικό πλαίσιο με στόχο τη διευκόλυνση γρήγορων προσλήψεων «περιστασιακού χαρακτήρα», για να καλύπτουν «επείγουσες ανάγκες απασχόλησης προσωπικού», όπως για παράδειγμα των αναγκών που προκύπτουν την περίοδο των γιορτών των Χριστουγέννων. «Θέλω τον Χ για δύο μέρες μέσα στο μήνα, για τέσσερις φορές το μήνα, με το ένσημό του κανονικά, με ό,τι προβλέπεται από το νόμο, για να καλύψει αυτό το κενό, χωρίς να έχεις δεσμεύσεις», είπε χαρακτηριστικά ένας εργοδότης, φανερώνοντας ότι οι «έκτακτες» ανάγκες έχουν πολύ πιο μόνιμο χαρακτήρα.
Προτάσεις όπως οι παραπάνω έχουν εξασφαλισμένα τα «ευήκοα ώτα» της κυβέρνησης, των αστικών θεσμών. Στην εκδήλωση για την παρουσίαση της έρευνας, η διοικήτρια του ΟΑΕΔ, Μαρία Καραμεσίνη, σε έκκληση της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων για να υιοθετηθεί η κατεύθυνση των επιδοτούμενων προσωρινών προσλήψεων που θα αντικαθιστούν την εργαζόμενη που γίνεται μητέρα, διαβεβαίωσε πως όσο θα εξασφαλίζονται τα ταμειακά διαθέσιμα, δηλαδή ματωμένα πλεονάσματα που προέρχονται από την επίθεση στα δικαιώματα και το εργατικό - λαϊκό εισόδημα, θα ανοίγει και ο δρόμος για να υλοποιηθεί αυτή η πρόταση.
Οι τοποθετήσεις μιας σειράς εργοδοτών είναι αποκαλυπτικές για τα κίνητρα των επιχειρήσεων να προσλαμβάνουν και να διατηρούν στο προσωπικό τους γυναίκες: Οι εργαζόμενες αμείβονται με χαμηλότερους μισθούς, δουλεύουν με χειρότερες εργασιακές σχέσεις, τείνουν να είναι πιο πειθήνιες σε σύγκριση με τους άντρες συναδέλφους τους.
Επιχειρηματολογώντας για την ανάγκη συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας, μια εργοδότρια εξήγησε τους λόγους για τους οποίους οι επιχειρήσεις έχουν συμφέρον να προτιμήσουν γυναικείο εργατικό δυναμικό ως εξής: «Θεωρώ ότι επενδύοντας σε μια γυναίκα παίρνεις τρεις φορές όφελος έναντι ενός άνδρα. (...) Πρόσφατες μελέτες από το εξωτερικό δείχνουν ότι μια γυναίκα για να ζητήσει αύξηση είναι 1 στις 7, ο άνδρας 1 στους 3».
Η ...προθυμία των γυναικών να δουλέψουν με χαμηλούς μισθούς, σε προσωρινές θέσεις εργασίας, είναι ακόμα πιο έντονη στις νέες σε ηλικία εργαζόμενες, όπως για παράδειγμα στις νέες άνεργες γυναίκες που συμμετέχουν στα προγράμματα του ΟΑΕΔ. Τις σχετικές διαπιστώσεις της μετέφερε η διευθύντρια μιας βιομηχανίας, συγκρίνοντας τις δύο νέες γυναίκες και τον ένα νεαρό άνδρα που ήρθαν στην επιχείρηση με το πρόγραμμα voucher. Σύμφωνα με την εμπειρία της, τα δύο κορίτσια ήταν «ευγενικότατα» και «προθυμότατα» να μάθουν, να κάνουν «ακόμα και έναν καφέ», ενώ ο συνομήλικός τους δεν εκτίμησε επαρκώς την ...προσφορά της εταιρείας που έδωσε τη δυνατότητα να αποκτήσει «εργασιακή εμπειρία». Πρόκειται για τα προγράμματα ανακύκλωσης της ανεργίας και εναλλαγής της με κακοπληρωμένη, προσωρινή δουλειά, στα οποία, σύμφωνα με τη διοικήτρια του ΟΑΕΔ, η συμμετοχή των γυναικών υπερέχει συντριπτικά από τη συμμετοχή των ανδρών. Οσο για τους εργοδότες, αυτοί υπερθεματίζουν για την επανέναρξη, τη συνέχιση και την επέκτασή τους.