Μαρτυρίες της Γεωργίας Ρογκάκου, της Γιάννας Τρικαλινού και της Νίτσας Γαβριηλίδου για τη γνωριμία τους με την Ρόζα Ιμβριώτη
ΣΥΛ. ΠΟΛ. ΕΞΟΡΙΣΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ |
Το 1937, μετά από πρόταση και επιμονή της ιδρύεται το Πρότυπο Ειδικό Σχολείο Αθηνών στην Καισαριανή, που το διηύθυνε η ίδια και ήταν το πρώτο Ειδικό Σχολείο στην Ελλάδα. Η δουλειά που γίνεται στο συγκεκριμένο σχολείο είναι πρωτοποριακή όχι μόνο για τα δεδομένα της εποχής της, που επαινέθηκε από την επιστημονική κοινότητα, αλλά και γενικότερα. Η Ρόζα, δουλεύοντας ακούραστα και με ανιδιοτέλεια, γινόταν πρότυπο και συμπαρέσυρε τους συναδέλφους της και στο σχολείο γινόταν εξειδικευμένη παρέμβαση για κάθε παιδί, παρατηρώντας πώς επηρεάζεται από το περιβάλλον η συμπεριφορά του, αξιοποιούνταν η δημιουργικότητα των παιδιών, υπήρχε στενή συνεργασία και βοήθεια προς τους γονείς κ.τ.λ.
Από το 1948 αρχίζουν οι διώξεις της, οι εξορίες, τα βασανιστήρια...
Στο πλαίσιο της πολύμηνης μελέτης και δουλειάς που έκανε η ΤΟ Εκπαιδευτικών για την προετοιμασία της εκδήλωσης, μίλησε με αγωνίστριες που γνώρισαν από κοντά την Ρόζα Ιμβριώτη, εξορίστηκαν μαζί της ή συνεργάστηκαν μαζί της στο Κόμμα. Μέρος αυτών των συνεντεύξεων παρουσιάζει σήμερα ο «Ριζοσπάστης».
Το 1933, η Ρόζα Ιμβριώτη διορίστηκε γυμνασιάρχης στο Κιλκίς, όπου την πρωτογνώρισε η Νίτσα Γαβριηλίδου, παιδάκι ακόμα τότε και κόρη του προέδρου του Αγροτικού Κόμματος, που συναντήθηκε όμως και πάλι μαζί της στις εξορίες:
«Την Ρόζα την πρωτογνώρισα στο Κιλκίς, τότε που την πρωτοφέρανε ως γυμνασιάρχη... Η Ρόζα είχε μια συνήθεια να συναναστρέφεται τα αγροτόπαιδα, τα παιδιά των αγροτών, δεν ήταν με το κεφάλι ψηλά, ακατάδεκτη με αυτούς, κι ήταν πάρα πολύ αγαπητή... Υστερα, το Κιλκίς ήταν μια πόλη που κατοικούνταν μόνο από αγρότες... κι αυτό ήταν γεγονός: Δηλαδή, το ότι φέρανε μια γυναίκα γυμνασιάρχη και αγαπάει τα παιδιά και συναναστρέφεται με τα αγροτόπαιδα κ.λπ. έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση. Ηταν μια γυναίκα που είχε και την επιβλητικότητα και το "καλωσόρισες" ας πούμε και η αγκαλιά ανοιχτή για όλο τον κόσμο!».
Στελέχη της ΤΟ Εκπαιδευτικών συνάντησαν, επίσης, στο σπίτι της στην Καισαριανή (ακριβώς απέναντι από το Ειδικό Δημοτικό Σχολείο «Ρόζα Ιμβριώτη»), την Γιάννα Τρικαλινού, που περιέγραψε για την Ρόζα:
«Τη θυμάμαι μια ψηλή, λεπτή, συμπαθητική φιγούρα. Εγώ είχα έρθει στην Αθήνα απ' το χωριό μου. Επειδή ήμουν άγνωστη στην Αθήνα, χρησιμοποιήθηκα σαν σύνδεσμος αρχικά στο Συμβούλιο Αθήνας της ΕΠΟΝ και μετά στο Κεντρικό Συμβούλιο. Η δουλειά που έκανα ήταν να μεταφέρω σημειώματα από παράνομους συντρόφους προς την Ρόζα (...) Ηταν η δασκάλα της εποχής! Αυτό μου έχει μείνει πραγματικά. Γιατί είχε ευρύτητα γνώσεων της πολιτικής κατάστασης αλλά είχε και πλατιές εγκυκλοπαιδικές γνώσεις. Γι' αυτό και δίκαια είχε χαρακτηριστεί η δασκάλα της εποχής».
Η Γ. Τρικαλινού θυμάται ακόμα ότι ως σύνδεσμος μετέφερε υλικό από την Ιμβριώτη για το περιοδικό «Ελληνίδα» και μίλησε για την έμπνευση που μετέδιδε η Ρόζα στις γυναίκες:
«Βοηθούσε όσο μπορούσε, όσο είχε τις δυνατότητες βέβαια. Κι αυτό φαίνεται και στα γραπτά της, αν τα διαβάσει κανείς το βλέπει, πραγματικά. Είχε γνώσεις εγκυκλοπαιδικές η Ρόζα κι αυτές τις γνώσεις τις μετέδιδε όσο μπορούσε και όσο βέβαια μπορούσαν οι κοπέλες και διαβάζανε. Θυμάμαι αυτή τη συγκέντρωση στο θέατρο το "Κεντρικό", τα σχόλια των γυναικών που έγιναν μετά, ήταν πολύ θετικά. Ηταν πανελλαδική συγκέντρωση και είχαν έρθει και κοπέλες από την επαρχία και το συζητούσαν μετά συνέχεια. Ηταν δασκάλα πραγματική!».
Την πρώτη της γνωριμία με την Ρόζα Ιμβριώτη στη Χίο περιέγραψε σε στελέχη της ΤΟ Εκπαιδευτικών η Γεωργία Ρογκάκου ως εξής:
«Στη Χίο, όπως ξέρετε, δεν ήμασταν εξορία, ήμασταν κρατούμενες, ήμασταν φυλακισμένες γιατί μέναμε σε στρατώνες μέσα και δεν μας επέτρεπαν να βγαίνουμε. Βγαίναμε το πρωί μία ώρα και το απόγευμα μία ώρα (...) Και όπως μια μέρα είχαμε βγει με την Κατίνα την Κατσάνου, μια συμμαθήτριά μου, εκεί στο προαύλιο, με πλησίασε η Ρόζα και πιστεύω ότι με πλησίασε επειδή φορούσα τη μαθητική ποδιά. Γιατί, όταν μας πιάσανε, δεν είχαμε τίποτα άλλο να φορέσουμε, με την ποδιά με πιάσανε και με την ποδιά πήγα στο στρατόπεδο και την ποδιά φορούσα συνέχεια, ώσπου οι εξόριστες μετά βρήκανε κάτι άλλο, για να αλλάξω και να την πλύνω. Φαίνεται ότι περισσότερο την παρακίνησε η ποδιά που φορούσα. Μου λέει "πώς σε λένε εσένα;". Της είπα το όνομά μου, Γεωργία. "Γιατί σε φέρανε εσένα εδώ;". Της λέω γιατί είμαι επικίνδυνη για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, έτσι, με ύφος. Γέλασε και μου λέει "είσαι επικίνδυνη λοιπόν... Και δε μου λες, τι θέλουν από σένα; Τι σου ζητήσανε;" Καταρχήν μου ζητήσανε να υπογράψω δήλωση μετανοίας και μετά να αποκηρύξω τον αδερφό μου, ο οποίος είναι κομμουνιστής κι όπως καταλαβαίνετε, της λέω, σε καμία περίπτωση!».
Η Γ. Ρογκάκου διψούσε να καταρτιστεί ιδεολογικά και σε εκείνη την πρώτη της συνάντηση με την Ρόζα Ιμβριώτη πήρε το θάρρος και της είπε: «Ο αδερφός μου, που ήταν πέντε χρόνια εξορία, μου έλεγε ότι στα στρατόπεδα γινόντουσαν μαθήματα ιδεολογικά, εδώ δε θα γίνει τίποτα; Γέλασε και μου λέει "θα γίνουν κι εδώ, αλλά τώρα για σας δε νομίζω... είστε μικρές, μαθήτρια δεν είσαι;". Λέω ναι. "Πρέπει να ασχοληθείς με τα μαθήματα τα γυμνασιακά, με γλώσσες, λογοτεχνικά βιβλία και μετά θα 'ρθούμε και στα ιδεολογικά". Τότε μου λέει "τι κάνεις, διαβάζεις τίποτα τώρα;". Της λέω, δεν έχω ούτε βιβλία να διαβάσω. Ητανε πολύ δύσκολα τα πράγματα. Αυτοί φυλάγανε και δε μας αφήνανε να διαβάζουμε τίποτα, αλλά υπήρχαν και άνθρωποι που μας προμήθευαν βιβλία μέσα. Και "θα σου στείλω", μου λέει, "ένα βιβλίο να διαβάσεις που θα σου αρέσει πάρα πολύ". Και μου έστειλε τους "Αθλιους" του Βίκτορος Ουγκώ. Το πρώτο βιβλίο».
Η Ρόζα Ιμβριώτη πιάστηκε το 1948 και μεταφέρθηκε στη Χίο κι από εκεί Τρίκερι, Μακρόνησο, Λάρισα και πάλι Τρίκερι, μέχρι το 1951, οπότε και απολύθηκε. Οι μαρτυρίες συγκλίνουν ότι στη Λάρισα, στο Στρατηγείο Κεντρικής Ελλάδας (ΣΚΕ), βασανίστηκε απάνθρωπα, αλλά στάθηκε αλύγιστη. Η Γ. Ρογκάκου σημειώνει σχετικά: «Οταν εμάς μας μεταφέρανε στη Μακρόνησο, την Ρόζα την είχανε πάρει προηγουμένως μαζί με 4 άλλες συντρόφισσες και τις είχανε πάει στο στρατόπεδο της Λάρισας. Τις βασάνισαν πολύ άγρια, όπως μάθαμε αργότερα, τις βάλανε και υπόγραψαν τις 4 σχεδόν μισολιπόθυμες». Και η Ν. Γαβριηλίδου προσθέτει: «Τις "περιποιήθηκαν" για τα καλά και όλες υπέγραψαν και μόνο η Ρόζα κράτησε. Και μετά από αυτό την πήραν και κάπου πήγε, κάπου στο ΣΚΕ μού φαίνεται, γιατί ήταν η μόνη γυναίκα που κράτησε, η μόνη που δεν έκανε δήλωση, την πήγαν στη ΣΚΕ κι εκεί έπεσε πολύ ξύλο, τη δείρανε πολύ την Ρόζα».
Τη δεύτερη φορά που μεταφέρεται στο Τρίκερι, η Ρόζα Ιμβριώτη αναλαμβάνει καθοριστικό ρόλο οργάνωσης του στρατοπέδου και της εκπαίδευσης των γυναικών. Η Ν. Γαβριηλίδου θυμάται σχετικά: «Μας έβαλε να γράψουμε το χρονικό της εξορίας μας, ήταν η πρωτοβουλία δική της. Αυτή και η Λίζα η Κόττου, μια καθηγήτρια φιλόλογος, μας μοιράσανε τα κείμενα, εσύ θα γράψεις για το Τρίκερι, εσύ για το παράρτημα, εσύ για το Μακρονήσι κ.λπ. Κάθε βδομάδα είχαμε μια συνάντηση σε ένα κελί και διαβάζαμε τα κείμενά μας, γινόταν μια συνεργασία». Είχαν κρύψει αυτά τα χειρόγραφα στη ρίζα ενός δέντρου και αργότερα η ποιήτρια Βικτωρία Θεοδώρου, που ήταν επίσης εξόριστη, πήγε και τα πήρε, τα αξιοποίησε κι εκδόθηκε εκείνο το χρονικό.
Η Γ. Ρογκάκου διηγείται: «Το πρόγραμμα του στρατοπέδου ήταν όλο σχεδιασμένο από την Ρόζα και με τη βοήθεια μιας μεγάλης ομάδας (...) Ηταν περίπου 52 εκπαιδευτικοί, αλλά τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο τον είχε πάντα η Ρόζα. Την έβλεπες, ήταν πάντα περιποιημένη, πάντα χτενισμένη, να πηγαίνει από τη μια σκηνή στην άλλη, να δίνει οδηγίες, ήταν πανταχού παρούσα.
Πρώτα πρώτα φρόντισε να καλυτερέψει το συσσίτιο. Υπήρχαν πολλές κοπέλες από δω από την Αθήνα που παίρνανε δέματα, παίρνανε τρόφιμα από τους δικούς τους, ενώ οι υπόλοιπες, οι ανταρτομάνες, οι φτωχές, δεν παίρνανε (...) Η Ρόζα αμέσως έβαλε μπρος. Κάλεσε όλο το στρατόπεδο, ξεχωριστά την κάθε σκηνή και τους μίλησε και τους είπε ότι πρέπει να φροντίσουμε όλες τις γυναίκες γιατί αυτοί έχουν σκοπό να μας πεθάνουνε από την πείνα και πρέπει να σταθούμε όλες αλληλέγγυες προς τις γυναίκες ανταρτών και τις μωρομάνες. Είχαμε πολλά παιδιά, το γάλα τουλάχιστον να το δίνουμε στα παιδιά. Κι ευτυχώς συμφώνησαν όλες τα δέματα που έρχονταν απέξω να πηγαίνουν στην αποθήκη και να μοιράζονται και στις γυναίκες που δεν έπαιρναν δέματα. Το πρώτο ζήτημα ήταν της επιβίωσης. Και το δεύτερο ζήτημα ήταν η μάθηση...
Αλλά εκτός από αυτό, κάναμε και γυμναστική. Είχαμε καθαρίσει ένα κομμάτι και όποιες θέλανε, είχαμε την Αργυρώ Κουτήφαρη, που ήταν γυμνάστρια, και μας έκανε γυμναστική. Είχαμε και τα συνεργεία.
Είχαμε μοδιστράδικο. Αμα ήθελες να μάθεις μοδίστρα, μπορούσες να πάρεις μαθήματα κοπτικής (...) Και το μοδιστράδικο δούλευε φουλ. Είχαμε μάλιστα και μοδίστρες επαγγελματίες και όχι μόνο απλώς επαγγελματίες αλλά και μεγάλης φήμης...
Παπουτσάδικο, είχαμε δύο κορδελιάστρες που είχαν εκπαιδεύσει 3 - 4 κοπέλες και φτιάχνανε παπούτσι. Είχαμε κονομήσει σουβλιά, σπάγκους... κι άλλα και είχαμε κανονικό τσαγκαράδικο. Παπλωματάδικο, μαζεύαμε τα σφερδούκλια απέξω, τα ξεραίναμε, τα βάζαμε μέσα σε σεντόνια και τα φτιάχνανε αυτές παπλώματα».
Το 1952 η Ρόζα Ιμβριώτη γίνεται στέλεχος στην Εκπαιδευτική Επιτροπή της ΕΔΑ. Μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ, το 1968, η Ρόζα Ιμβριώτη παραμένει στέλεχός του και κατακεραυνώνει τους αναθεωρητές. Με τη νομιμοποίηση του Κόμματος το 1974 είναι υπεύθυνη για τον τομέα της Παιδείας και ιδρυτικό μέλος του Κέντρου Μαρξιστικών Μελετών.
Πέθανε το Σεπτέμβρη του 1977 στην Αθήνα και στο νοσοκομείο έγραψε το τελευταίο της κείμενο, έναν χαιρετισμό στο 2ο Φεστιβάλ της ΚΝΕ...
Εκδήλωση της Τομεακής Οργάνωσης Εκπαιδευτικών Αττικής του ΚΚΕ, το Σάββατο 20 Μάη, στον Περισσό
Στην εκδήλωση θα μιλήσει ο Νίκος Σοφιανός, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ και θα γίνουν παρεμβάσεις:
Ακόμα, θα παρουσιαστεί σε τρία μέρη, μελοποιημένο το ποίημα «Το Μνημείο», το οποίο ο Βασίλης Ρώτας έγραψε για την Ρόζα Ιμβριώτη, θα προβληθούν βίντεο για τη ζωή της, ενώ θα ακουστεί και αφήγηση κειμένων της από την ηθοποιό Λίλα Καφαντάρη.
Συντελεστές της εκδήλωσης:
Μελοποίηση ποιήματος: Νίκος Μόσχος. Ερμηνεύουν: Πολυξένη Καράκογλου, Αστέρης Πασχαλιάς. Πιάνο: Μιχάλης Γκαρτζόπουλος. Βιολί: Ασημίνα Παπαχριστοδούλου. Σκηνοθετική Επιμέλεια: Νάση Σακιώτη. Σκηνοθεσία βίντεο: Θεοδοσία Γραμματικού. Γραφιστική Επιμέλεια: Αθανασία Σκαρπερού.