ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 15 Μάρτη 2001
Σελ. /40
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Συστάσεις για «βελτιωτικά» μέτρα λιτότητας

Ονομαστικές αυξήσεις μισθών - συντάξεων το πολύ μέχρι 2%, επίσπευση των ιδιωτικοποιήσεων, της περικοπής των δαπανών κοινωνικού χαρακτήρα και ξηλώματος των κοινωνικοασφαλιστικών κατακτήσεων, συνιστά και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας με την έκθεσή του, που κατατέθηκε χτες στη Βουλή

Ακόμη μεγαλύτερη λιτότητα για το λαό και τους εργαζόμενους και ακόμη μεγαλύτερα κέρδη για την πλουτοκρατία, προαναγγέλλει η έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας Λ. Παπαδήμου που κατατέθηκε χτες στη Βουλή. Η κεντρική τράπεζα (που λειτουργεί σαν θυγατρική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας) συνιστά στην κυβέρνηση την ενίσχυση του βαθμού εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας. Στα πλαίσια αυτά, την καλεί να αξιοποιήσει όλα τα διαθέσιμα μέσα μακροοικονομικής πολιτικής και να τα εμπλουτίσει με νέα, γιατί, με την ένταξη της χώρας στην ευρωζώνη, η Ελλάδα απώλεσε και το δικαίωμα άσκησης εθνικής νομισματικής πολιτικής. Η έκθεση - που στην ουσία αποτελεί αντιγραφή των υποδείξεων των εκθέσεων της ΕΕ, του ΟΟΣΑ και του ΔΝΤ - στηρίζει απλόχερα και στο σύνολό της την κυβερνητική πολιτική, καθώς «βάζει πλάτες» για την κατεδάφιση του ασφαλιστικού συστήματος, περισσότερη «ευελιξία» στις εργασιακές σχέσεις, παραπέρα μείωση του μισθολογικού κόστους, νέες περικοπές των κοινωνικών δαπανών και για τη λεγόμενη αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος σε πιο φιλομονοπωλιακή κατεύθυνση.

Δίνοντας το «στίγμα» των θέσεων και απόψεων της Τράπεζας της Ελλάδας, ο Λ. Παπαδήμος, με την έκθεσή του, υποστηρίζει πως «βασική προϋπόθεση για την επίτευξη, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα,της πραγματικής σύγκλισης, σε συνδυασμό με σταθερότητα των τιμών, είναι η συνεχής και σημαντική βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας». Και για να γίνει αυτό, επισημαίνει μεταξύ άλλων ότι:

  • Η εισοδηματική πολιτική πρέπει να έχει σαν άμεσο στόχο την καθήλωση των μισθών και συντάξεων. Ορθά - κοφτά ομολογείται πως η ανταγωνιστικότητα «εξαρτάται όχι μόνον από τις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, αλλά και από την εξέλιξη του πληθωρισμού και του κόστους εργασίας στις ανταγωνίστριες χώρες». Η έκθεση συμπεραίνει ότι μεσοπρόθεσμα «είναι σκόπιμο οι ονομαστικές αυξήσεις των μισθών, σε συνδυασμό με την άνοδο της παραγωγικότητας, να μην οδηγούν σε άνοδο του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, η οποία θα υπερβαίνει μεσοπρόθεσμα το 2%». Δηλαδή, χωρίς προσχήματα συνιστά στην κυβέρνηση να εφαρμόσει για τα επόμενα 3 χρόνια εισοδηματική πολιτική που θα περιορίζει τις ονομαστικές αυξήσεις των μισθών και συντάξεων, το πολύ μέχρι 2% (!), όσο είναι και το όριο που έχει θέσει η ΕΕ για τον πληθωρισμό. Βάζοντας και μια ακόμη ασφαλιστική δικλείδα για τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου, κρίνει πως «στην περίπτωση που ο ελληνικός πληθωρισμός υπερβαίνει αισθητά και συστηματικά το μέσο πληθωρισμό της ζώνης του ευρώ, θα πρέπει οι μισθολογικές αυξήσεις να είναι περισσότερο συγκρατημένες».
  • Είναι ανάγκη να... «αξιοποιηθούν» περισσότερο και καλύτερα οι ρυθμίσεις του αντεργατικού νόμου 2874/2000 για την «ελαστικότητα» στις εργασιακές σχέσεις και τη μερική απασχόληση, διατυπώνοντας την άποψη πως κάτι τέτοιο θα συμβάλει στην «απαραίτητη ενίσχυση και αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού».
  • Η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να ασκείται με συνέπεια, όπως έχει εξαγγελθεί. Οπως αναφέρει, η συνεπής άσκησή της είναι αναγκαία, για να εξασφαλιστεί, σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τη δέσμευση του Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης, η επίτευξη του προϋπολογιζόμενου πλεονάσματος. Ετσι προκειμένου να μη διαρραγεί η εξυπηρέτηση των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου, η ΤτΕ βάζει στην ανάλυσή της και κάποιους παράγοντες πιθανής αβεβαιότητας, αναφέροντας ότι «χαμηλότερος (από τα προβλεφθέντα) ρυθμός ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τα φορολογικά έσοδα». Η συνταγή εδώ είναι η συγκράτηση των δαπανών που «θα πρέπει να επικεντρωθεί στον περιορισμό των επιχορηγήσεων των δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών, σε συνδυασμό με ταχύτερη εφαρμογή προγραμμάτων για την εξυγίανσή τους».
  • Είναι αναγκαία η ανατροπή του ισχύοντος κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, με το ξήλωμα μακροχρόνιων κατακτήσεων των εργαζομένων. Οπως αναφέρεται, «η μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, η λήψη μέτρων εκσυγχρονισμού της δημόσιας διοίκησης και η προγραμματιζόμενη αναμόρφωση του συστήματος ελέγχου και αξιολόγησης των δαπανών θα συμβάλουν στη διατηρησιμότητα της δημοσιονομικής ισορροπίας και της σταθερότητας των τιμών».
  • Η φορολογική πολιτική κρίνεται επιβεβλημένη, γι' αυτό και συνιστά την «ταχεία προώθηση της προγραμματιζόμενης φορολογικής μεταρρύθμισης», με την εφαρμογή «ενός ορθολογικού και ανταγωνιστικού φορολογικού συστήματος». Σε αυτό το πλαίσιο θεωρεί πως «δεν ενδείκνυται αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης και λόγω των αρνητικών επιπτώσεων στην ανταγωνιστικότητα».

Ιδιαίτερη αναφορά κάνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, τα ελλείμματα του οποίου παρουσίασαν δραματική επιδείνωση. Ο Λ. Παπαδήμος ομολογεί τη διεύρυνση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών και από την «εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος λόγω των διαρθρωτικών αδυναμιών της ελληνικής παραγωγής», για να... καταλήξει όμως στο συμπέρασμα πως η βελτίωσή του βρίσκεται στην εντατικοποίηση της λιτότητας. Οπως αναφέρει «η βελτίωση, αλλά ακόμη και η διατήρηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας απαιτούν σταθερά υψηλότερους ρυθμούς ανόδου της παραγωγικότητας».

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Στο επίκεντρο Λισαβόνα και «κλειστά» επαγγέλματα

Η προώθηση του αντιλαϊκού οπλοστασίου των μέτρων των αποφάσεων της Λισαβόνας, όπου ένας πρώτος απολογισμός θα γίνει στην επερχόμενη σύνοδο κορυφής της Στοκχόλμης, και η επιτευχθείσα πρόοδος που αφορά στην άλωση των «κλειστών» επαγγελμάτων από το μεγάλο κεφάλαιο, ήταν τα δύο θέματα που συζητήθηκαν στη χτεσινή συνεδρίαση της Επιτροπής Οικονομικής και Κοινωνικής Πολιτικής στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας.

Στη σύσκεψη συμμετείχαν οι υπουργοί Εθνικής Οικονομίας, Γ. Παπαντωνίου, Ανάπτυξης, Ν. Χριστοδουλάκης, ΥΠΕΧΩΔΕ, Κ. Λαλιώτης, Μεταφορών-Επικοινωνιών, Χρ. Βερελής, Γεωργίας, Γ. Ανωμερίτης, καθώς και υφυπουργοί, γενικοί γραμματείς υπουργείων κλπ.

Σε δηλώσεις του μετά τη σύσκεψη ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας επιβεβαίωσε και πάλι τη θέση ότι η οικονομική ενίσχυση του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, στον ανταγωνισμό του τελευταίου με το δίπολο των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας, περνάει μέσα από την πλήρη ισοπέδωση των εργασιακών δικαιωμάτων, όπως αυτή εκφράστηκε στη σύνοδο κορυφής της Λισαβόνας. Με έπαρση ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας δήλωσε ότι στόχος των αποφάσεων αυτών είναι «να καταστήσουν την Ευρώπη την πιο ανταγωνιστική και πιο ισχυρή οικονομία σε παγκόσμια κλίμακα». Εξειδικεύοντας τις αποφάσεις αυτές, επανέλαβε τους τέσσερις άξονες που αφορούν στα εργασιακά, στις πολυποίκιλες «απελευθερώσεις» των αγορών, στην αποκαλούμενη μετάβαση στη νέα οικονομία και, τέλος, στην προώθηση «κοινωνικών» πολιτικών, που θα δίνουν κάποιο φιλοδώρημα στα εξαθλιωμένα από την καπιταλιστική ανάπτυξη κοινωνικά στρώματα. Ο Γ. Παπαντωνίου δήλωσε πως «από τις εισηγήσεις των υπουργών διαπιστώθηκε ότι η Ελλάδα έχει προχωρήσει πολύ ουσιαστικά και στους τέσσερις αυτούς τομείς».

Για το δεύτερο θέμα, αυτό του αποκαλούμενου και ως «πλαισίου άσκησης των οικονομικών και επαγγελματικών δραστηριοτήτων», περιορίστηκε να αναφέρει ότι μέσα στο Μάρτη ο υπουργός Ανάπτυξης θα καταθέσει τροπολογία, σύμφωνα με την οποία συντομεύεται ο χρόνος έναρξης των νέων επιχειρήσεων από περίπου τρεις μήνες σήμερα σε δύο βδομάδες. Για τα φλέγοντα όμως θέματα της «απελευθέρωσης» επαγγελμάτων, όπως των μηχανικών, δικηγόρων, ταξί κλπ., όπως αυτά περιγράφονται στην άκρως νεοφιλελεύθερη έκθεση του ΚΕΠΕ, περιορίστηκε να δηλώσει απλώς, ότι τηρείται το χρονικό όριο που είχε τεθεί, προκειμένου τα συναρμόδια υπουργεία να υποβάλουν τις τελικές τους προτάσεις.

ΑΓΟΡΑ ΡΕΝΤΗ
Οι εργαζόμενοι αντιδρούν στο ξεπούλημα

Τη διατήρηση του κρατικού και δημόσιου χαρακτήρα της κεντρικής αγοράς Αθηνών και την ενδυνάμωση του ρόλου της με τη θέσπιση σύγχρονων μέτρων και λειτουργιών σε πανελλαδική κλίμακα, καθώς και τη διασφάλιση των εργασιακών σχέσεων και δικαιωμάτων των εργαζομένων ζητά με ψήφισμά του ο Σύλλογος Εργαζομένων στον Οργανισμό Κεντρικής Αγοράς Αθηνών ΑΕ (ΟΚΑΑ).

Ο Σύλλογος διαμαρτύρεται για τους συνεχιζόμενους, όπως αναφέρει, πειραματισμούς και την εκπεφρασμένη ήδη βούληση και δρομολόγηση ενεργειών προς την πλήρη ιδιωτικοποίηση και πώληση της αγοράς και τη διάλυση του εθνικού συστήματος εμπορίας οπωροκηπευτικών και κρεάτων μέσω των κεντρικών λαχαναγορών. Επίσης, σημειώνει ότι δεν ήταν και δεν είναι δυνατή η μετατροπή του ΝΠΔΔ ΟΚΑΑ σε ιδιωτική επιχείρηση και η κατάργηση των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των δημοσίων υπαλλήλων του χωρίς την πρόβλεψη διασφάλισής τους. «Η δρομολόγηση της πλήρους ιδιωτικοποίησης με το ξεπούλημα της κεντρικής αγοράς θα συναντήσει τις αντιδράσεις όλων όσοι έχουν σχέση με το χώρο αυτό», τονίζει ο Σύλλογος. Συμπληρώνει, δε, ότι κάτι τέτοιο θα αποδυναμώσει κάθε έννοια αντιμονοπωλιακής λειτουργίας, αφού θα απομακρυνθεί από την αγορά μεγάλος αριθμός εμπόρων, που δε θα έχουν τη δυνατότητα αγοράς των χώρων τους ή καταβολής υψηλών ενοικίων που θα απαιτούν οι ιδιώτες ιδιοκτήτες. Επιπλέον, θα δημιουργηθούν ισχυρά καρτέλ που θα ελέγχουν το εμπόριο και θα διατηρούν σε υψηλά επίπεδα τις τιμές των προϊόντων.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ