Παραμένουν βαθιές οι αντιθέσεις, πάνω στις οποίες εντείνονται οι αντιλαϊκοί σχεδιασμοί εκτός και εντός συνόρων
Associated Press |
Τα καταιγιστικά γεγονότα σημειώθηκαν ενώ η χώρα αποτελούσε εδώ και καιρό πεδίο σφοδρών ενδοαστικών διεργασιών και οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί σε όλη τη γύρω περιοχή κλιμακώνονταν, με την τουρκική καπιταλιστική οικονομία να έχει αδύναμες επιδόσεις, αλλά και τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις να εξελίσσονται γοργά.
Ενώ ακόμα δεν ήταν γνωστό αν οι πραξικοπηματίες είχαν επικρατήσει, οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, μέσω του τότε ΥΠΕΞ Τζον Κέρι, εξέφραζαν την ελπίδα «να υπάρξει σταθερότητα και ειρήνη και συνέχεια μέσα στην Τουρκία», ενώ όταν διαφάνηκε η επικράτηση των κυβερνητικών δυνάμεων, ο τότε Πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα κάλεσε σε στήριξη της «δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης» αλλά και σε «αυτοσυγκράτηση και να αποφευχθεί η βία και ένα λουτρό αίματος».
Η Ευρωπαϊκή Ενωση, ενώ τα γεγονότα ακόμα «έτρεχαν», ήταν σε επαφή «με τους εταίρους στην τουρκική κυβέρνηση, ώστε να αποσαφηνίσουν την κατάσταση στην Τουρκία και να συζητήσουν τα βήματα στα οποία η ΕΕ πρέπει να προβεί, με στόχο τη διατήρηση και την υποστήριξη της δημοκρατίας και της σταθερότητας στη χώρα», ενώ αργότερα οι επικεφαλής της Ευρωένωσης Τουσκ - Γιούνκερ - Μογκερίνι δήλωσαν πως «υποστηρίζουν πλήρως τη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, τους θεσμούς της χώρας και το κράτος δικαίου».
Οταν ξεκαθαρίστηκε η τροπή των εξελίξεων, οι δυτικές δυνάμεις εξέφρασαν στήριξη στην «εκλεγμένη κυβέρνηση και τον Πρόεδρο της χώρας», παράλληλα όμως - ενώ είχαν ήδη ξεκινήσει μαζικές προσαγωγές και διώξεις πραξικοπηματιών και υπόπτων για συνεργασία μαζί τους - πρόσθεταν ότι «η δημοκρατική τάξη στην Τουρκία πρέπει να γίνει σεβαστή».
Ο Πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν ήταν ο πρώτος ξένος ηγέτης που επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον Τούρκο ομόλογό του, τονίζοντάς του ότι «οι ενέργειες και η βία ενάντια στο Σύνταγμα είναι κατηγορηματικά απαράδεκτες σε κάθε χώρα», εκφράζοντας παράλληλα την ελπίδα «η συνταγματική τάξη και σταθερότητα να αποκατασταθεί όσο το δυνατόν πιο σύντομα».
Να σημειωθεί ότι η Αίγυπτος, ως (μη μόνιμο) μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας (ΣΑ) του ΟΗΕ εκείνη την περίοδο, μπλόκαρε την έγκριση ψηφίσματος του ΣΑ που καλούσε σε σεβασμό της «δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης» της Τουρκίας.
Η απόπειρα πραξικοπήματος έδωσε νέα ώθηση στην αναμόρφωση ολόκληρου του αστικού κρατικού μηχανισμού.
Ξεκίνησε ένα κύμα συλλήψεων στρατιωτικών και ανδρών ή γυναικών από όλα τα σώματα ασφαλείας, όπως και δημοσίων υπαλλήλων από όλους τους τομείς, στο πλαίσιο της επιχείρησης «εξουδετέρωσης» των πραξικοπηματιών και όσων είχαν την οποιαδήποτε σχέση με την οργάνωση «Χιζμέτ» (που μετέπειτα η κυβέρνηση του ΑΚΡ καθιέρωσε ως FETO) του ισλαμιστή επιχειρηματία - ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν. Ο Γκιουλέν, που ζει και αναπτύσσει δραστηριότητα στην Πενσιλβάνια των ΗΠΑ, υπήρξε στο παρελθόν στενός συνεργάτης του Ερντογάν και του ΑΚΡ, στη συνέχεια συγκρούστηκε μαζί και τώρα θεωρείται από την τουρκική κυβέρνηση ο πρωτεργάτης της απόπειρας πραξικοπήματος. Ειδικά στις Ενοπλες Δυνάμεις «ξηλώθηκαν» κεντρικά στελέχη και ξεκίνησε μια ευρεία διαδικασία «εξυγίανσής» τους, όπως έλεγε η κυβέρνηση του ΑΚΡ.
Στις 22 Ιούλη, τέθηκε σε ισχύ - και παραμένει μέχρι σήμερα - «καθεστώς έκτακτης ανάγκης» σε όλη την τουρκική επικράτεια, στο όνομα της συνολικής υπεράσπισης της «δημόσιας τάξης» και «εθνικής ασφάλειας».
Ανάμεσα σε άλλα, η κυβέρνηση αποφάσισε να αναστείλει και την εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στο όνομα επίσης των «έκτακτων συνθηκών» για την ασφάλεια.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, το ΑΚΡ εμφανίστηκε να πρωτοστατεί σε μια προσπάθεια «εθνικής συνεννόησης», συνυπογράφοντας με τις ηγεσίες των σημαντικότερων κομμάτων της αντιπολίτευσης (CHP, MHP, HDP) κείμενο καταδίκης της απόπειρας και στήριξης της «εθνικής βούλησης». Ξεκίνησε ένας νέος γύρος διεργασιών που μήνες αργότερα άφησε το στίγμα του και στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για την αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγματος, όταν τον Απρίλη του 2017 εγκρίθηκαν οι προτεινόμενες αλλαγές και το ΑΚΡ διατήρησε τις δυνάμεις του.
Ωστόσο, την ίδια στιγμή, στο εσωτερικό όλων των αστικών κομμάτων αναζωπυρώθηκαν διεργασίες, αντανακλώντας τον ευρύτερο προβληματισμό του ντόπιου κεφαλαίου για τις προτεραιότητές του, ειδικά στην εξωτερική πολιτική.
Από τις πρώτες ώρες μετά την ήττα των πραξικοπηματιών, η Αγκυρα εξέφρασε «δυσαρέσκεια», υποστηρίζοντας ότι δεν είχε τη «στήριξη» που περίμενε από τους συμμάχους της στη Δύση. Από τη δική τους μεριά, ιμπεριαλιστικά κέντρα όπως οι ΗΠΑ, η ΕΕ, αλλά και λυκοσυμμαχίες όπως το ΝΑΤΟ, επέκριναν έντονα τις μαζικές συλλήψεις στρατιωτικών και άλλων υπόπτων για συμμετοχή στο πραξικόπημα, εκφράζοντας δήθεν αγωνία για μη τήρηση του «κράτους δικαίου».
Οι αντεγκλήσεις αυτές, που αρκετές φορές εκφράστηκαν με πολύ έντονο ύφος, ήταν σύμπτωμα ευρύτερων αντιθέσεων που είχαν αρχίσει να αναπτύσσονται εδώ και καιρό και μετά την απόπειρα πραξικοπήματος απέκτησαν νέα ορμή. Ανεξάρτητα από το πόσο αληθεύουν διάφορα «σενάρια» που βγήκαν, όπως π.χ. ότι η Ουάσιγκτον διαδραμάτισε ρόλο στην οργάνωση του πραξικοπήματος (αξιοποιώντας και τις αμερικανικές δυνάμεις στο Ιντσιρλίκ, όπου φαίνεται ότι οι πραξικοπηματίες είχαν τη βάση τους), ανάμεσα στο τουρκικό κεφάλαιο και διάφορους συμμάχους του υπήρχαν από καιρό και ακόμα διατηρούνται σημαντικές διαφωνίες, σε θέματα όπως το μέλλον της Συρίας, οι εξελίξεις στο Κουρδικό, ευρύτερα οι ισορροπίες στη Μέση Ανατολή, αλλά και η χάραξη διαδρόμων μεταφοράς Ενέργειας προς μεγάλες αγορές όπως η Ευρώπη.
Σε αυτές τις συνθήκες «φούντωνε» η συζήτηση για την ανάγκη «αναπροσαρμογής» της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας. Τέλη Ιούνη του 2016 υπογράφηκε συμφωνία για την αποκατάσταση των σχέσεων της Αγκυρας με το Τελ Αβίβ (αναζωπυρώνοντας και τη συζήτηση για τον αγωγό μεταφοράς ισραηλινού αερίου μέσω Τουρκίας προς την Ευρώπη). Ακόμα, προχωρούσε γοργά η «εξομάλυνση» των σχέσεων της Αγκυρας με τη Μόσχα, μετά τη σοβαρή κρίση που είχε εκδηλωθεί με αφορμή την κατάρριψη του ρωσικού Su-24 από τουρκικό αεροσκάφος το Νοέμβρη του 2015.
Μετά την 15η Ιούλη, η τουρκική ηγεσία εστίασε ακόμα περισσότερο στις ανάγκες υπεράσπισης της «εθνικής ασφάλειας και κυριαρχίας», δηλαδή τη θέση των μονοπωλίων που εκπροσωπεί σε μια περιοχή πολλών ανακατατάξεων, γεωπολιτικών και άρα επιχειρηματικών.
Στα τέλη Αυγούστου, οι τουρκικές Ενοπλες Δυνάμεις ξεκίνησαν στη βόρεια Συρία τη στρατιωτική επιχείρηση «Ασπίδα υπεράσπισης του Ευφράτη» (προκαλώντας αντιδράσεις μεταξύ άλλων σε Μόσχα αλλά και Ουάσιγκτον), στο όνομα της υπεράσπισης της χώρας από «τρομοκρατικές οργανώσεις», εννοώντας κυρίως τις ομάδες των Κούρδων της Συρίας. Η Τουρκία εξέφρασε την ενόχλησή της για γενικότερα σχέδια αναβάθμισης τμημάτων των Κούρδων και διαμήνυσε την ετοιμότητά της να μη μείνει θεατής σε σχέδια αλλαγής συνόρων.
Ενδεικτικές ήταν και οι εξελίξεις που ακολούθησαν σχετικά με τη βάση στο Ιντσιρλίκ. Καθόλου τυχαία, πριν λίγες μέρες η Γερμανία άρχισε να αποσύρει τα δικά της στρατεύματα για να τα μεταφέρει στην Ιορδανία. Μάλιστα την Παρασκευή, έγινε γνωστό ότι η Τουρκία αρνήθηκε την επίσκεψη Γερμανών βουλευτών και στη στρατιωτική βάση στο Ικόνιο. Εκπρόσωπος του γερμανικού ΥΠΕΞ εξέφρασε λύπη και είπε ότι «είμαστε σε εντατικές επαφές με όλες τις πλευρές, συμπεριλαμβανομένου του ΝΑΤΟ, για να οριστεί νέα ημερομηνία (επίσκεψης) όσο το δυνατόν πιο σύντομα».
Στο Ιντσιρλίκ της νότιας Τουρκίας, εκτός από στρατιωτική βάση της ίδιας της Τουρκίας διατηρούν βάση και οι ΗΠΑ, η οποία βάση διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στις συνεχιζόμενες επιχειρήσεις σε Συρία και Ιράκ (γι' αυτό και «φιλοξενεί» κατά καιρούς και στρατιωτικές δυνάμεις άλλων χωρών). Η κυβέρνηση του ΑΚΡ ξεκίνησε μια ευρύτερη συζήτηση για το κατά πόσο εξυπηρετεί τη χώρα (δηλαδή την άρχουσα τάξη) η συνεχιζόμενη φιλοξενία ξένων στρατευμάτων, ενώ δεν έλειψαν οι προεκτάσεις και για τη σκοπιμότητα παραμονής της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ.
Η τουρκική κυβέρνηση προβάλλει απέναντι στη Γερμανία την έντονη διαμαρτυρία της για το γεγονός ότι έδωσε άσυλο σε Τούρκους στρατιωτικούς που υπηρετούσαν στο ΝΑΤΟ, τους οποίους κατηγορεί ότι συμμετείχαν στην απόπειρα πραξικοπήματος και ότι «έχει δύο μέτρα και δύο σταθμά» απέναντι σε «Κούρδους τρομοκράτες». Επίσης, σημείο τριβής με τις ΗΠΑ, πέρα από τη στήριξη που παρέχουν σε Κουρδικές δυνάμεις που η ίδια θεωρεί «τρομοκρατικές» και παρακλάδι του Εργατικού Κόμματος Κουρδιστάν (PKK), είναι και το γεγονός ότι δεν ανταποκρίνεται στο αίτημα της Τουρκίας για έκδοση του Φετουλάχ Γκιουλέν.
Επίσης, με υψηλούς τόνους προχώρησε και η συζήτηση για την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στην ΕΕ, με την Αγκυρα να αναφέρεται συχνά σε «εναλλακτικές» που διαθέτει (εννοώντας τη σύσφιξη σχέσεων με άλλες λυκοσυμμαχίες, όπως η «Οργάνωση για τη Συνεργασία της Σαγκάης») και τις Βρυξέλλες να στέλνουν «τελεσίγραφα» όπως ότι η επαναφορά της θανατικής ποινής θα σημάνει το τέλος των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Πάντως, την ίδια στιγμή, και οι δύο πλευρές σημειώνουν διαρκώς τη «σημασία» που έχει η διμερής συνεργασία σε τομείς όπως η ασφάλεια, η αντιμετώπιση των «μεταναστευτικών ροών» και φυσικά οι κοινές μπίζνες.
Τα γεγονότα στην Τουρκία επέδρασαν και στην όξυνση των αντιθέσεων με την Ελλάδα, στο φόντο βεβαίως του σφοδρού ανταγωνισμού και των ευρύτερων αντιθέσεων που εκδηλώνονται στο Κυπριακό, στο Αιγαίο, συνολικά στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και αφορούν τον καθορισμό των ΑΟΖ, τις διεκδικήσεις δήθεν αμφισβητούμενων νησιών κ.λπ. Η όξυνση εκφράστηκε με τις αντιδράσεις της Αγκυρας για τη μεταχείριση των οχτώ Τούρκων στρατιωτικών που κατηγορούνται για συμμετοχή στο πραξικόπημα και έφτασαν στη χώρα μας ζητώντας άσυλο.
Ολες οι σύνθετες εξελίξεις μετά την απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία, επιβεβαιώνουν ότι η ρευστότητα είναι μεγάλη, συμμαχίες αναδιατάσσονται και προτεραιότητες αλλάζουν συχνά, με μόνη σταθερά τη συγκέντρωση νέων δυνάμεων στην επίθεση κατά των λαϊκών αναγκών και δικαιωμάτων, που εξελίσσεται σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες.