Παρακολουθώντας την πορεία μιας προσέγγισης με αρκετές προεκτάσεις
Η ρωσο-τουρκική συνεργασία αναπτύσσεται ενώ δυναμώνουν οι συζητήσεις και για τις σχέσεις της Τουρκίας με λυκοσυμμαχίες όπως το ΝΑΤΟ, αλλά και ενώ προχωρούν κρίσιμες γεωπολιτικές και συνοριακές ανακατατάξεις στη Μέση Ανατολή, όπως και στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, όπου συγκεντρώνονται αφενός πλατφόρμες γεωτρήσεων για λογαριασμό ισχυρών μονοπωλιακών κολοσσών, αλλά και υπερσύγχρονα οπλικά συστήματα για λογαριασμό ισχυρών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Στις 17 Αυγούστου πραγματοποιήθηκε στη Σμύρνη Ρωσο-τουρκικό Επιχειρηματικό Φόρουμ, στο πλαίσιο της ετήσιας Διεθνούς Εκθεσης (φέτος ήταν η 86η) που φιλοξενεί κάθε χρόνο η πόλη και εμφανίζεται ως σημαντική επιχειρηματική συνάντηση για όλη την περιφέρεια.
Ο υπουργός Οικονομίας της Τουρκίας, Νιχάτ Ζεϊμπεκσί, τόνισε ότι η χώρα του θέλει να ενισχύσει τις διαπραγματεύσεις της με την Ευρασιατική Οικονομική Ενωση (Eurasian Economic Union - EAEU), τη διακρατική ένωση που δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία της Ρωσίας και στην οποία σήμερα συμμετέχουν Ρωσία, Αρμενία, Λευκορωσία, Καζακστάν, Κιργιστάν. Η Τουρκία έχει ήδη δεχτεί πρόσκληση για ενταξιακές συνομιλίες με την EAEU (από το 2014), χωρίς μέχρι τώρα να υπάρχει σημαντική πρόοδος. Σήμερα, όμως, οι σχέσεις με την Ενωση επανεξετάζονται υπό το πρίσμα και των δυσκολιών για περαιτέρω σύσφιξη της συνεργασίας με άλλα κέντρα, όπως δείχνουν και οι τελευταίες δηλώσεις για την Τελωνειακή Ενωση ΕΕ - Τουρκίας, στης οποίας την επέκταση «βάζουν φρένο» διάφοροι Ευρωπαίοι.
Αναφερόμενος ειδικότερα στις σχέσεις Τουρκίας - Ρωσίας, ο Ζεϊμπεκσί υποστήριξε ότι οι δυο χώρες «μοιράζονται κοινό πεπρωμένο. Δεν είναι αντίπαλες, αντίθετα η μία συμπληρώνει την άλλη. Η μία διαθέτει κάτι που δε διαθέτει η άλλη». Και μιλώντας για τη σύσφιξη της οικονομικής συνεργασίας, είπε ότι το Ρωσο-τουρκικό Επενδυτικό Ταμείο θα ξεκινήσει να λειτουργεί φέτος, αλλά και ότι οι διμερείς συνομιλίες για μια Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου θα οριστικοποιηθούν το αργότερο μέχρι το πρώτο 6μηνο του 2018.
Ο Τούρκος αξιωματούχος είπε ότι «σήμερα διαπιστώνουμε ότι είμαστε πολύ κοντά στην ανάκτηση της ατμόσφαιρας που υπήρχε (στις διμερείς σχέσεις) πριν το Νοέμβρη του 2015», όταν η κατάρριψη ρωσικού «Su» από τουρκικό «F-16» στάθηκε αφορμή για ραγδαία επιδείνωση των διμερών σχέσεων σε όλα τα επίπεδα. Ο Ζεϊμπεκσί εξήγησε ότι το 2017 ο όγκος των διμερών εμπορικών συναλλαγών αυξήθηκε σχεδόν κατά 30%, εκτιμώντας ότι μέσα στο 2017 μπορεί να υπάρξει επιστροφή στα επίπεδα εμπορικών συναλλαγών πριν το 2015, αλλά και χαρακτηρίζοντας εφικτό το στόχο το διμερές εμπόριο να φτάσει ετησίως τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια. «Υπάρχει απίστευτη δυναμική ειδικά στους τομείς της γεωργίας, στην καλλιέργεια θερμοκηπίων, τη μεταλλουργία και την πετροχημική βιομηχανία», ενώ μεταξύ άλλων κατέληξε με το εξής σχόλιο: «Οσο περισσότερο βαθαίνουν οι οικονομικές σχέσεις, τόσο μικρότερος είναι ο αντίκτυπος που έχουν οι πολιτικές κρίσεις. Αντί να πουλάει ο ένας ψάρια στον άλλο, μπορούμε να σκεφτούμε να ψαρεύουμε μαζί».
Από τη μεριά του, ο Ρώσος υπουργός Ενέργειας Αλεξάντερ Νόβακ χαρακτήρισε «θεμέλιο» της ρωσο-τουρκικής συνεργασίας την «εταιρική σχέση στην Ενέργεια». Υπογράμμισε ότι η αύξηση των επιχειρηματικών συμπράξεων είναι εφικτή και μέσα από την κοινή χρηματοδότηση επενδύσεων και στις δυο χώρες, ειδικά στους τομείς των Κατασκευών και της Υγείας. Χαρακτήρισε ως «μεγάλης σημασίας και κυρίαρχο» παράδειγμα την κατασκευή του αγωγού «TurkStream» (που θα μεταφέρει ρωσικό φυσικό αέριο μέσω Τουρκίας αλλά και Ελλάδας προς την Ευρώπη), υπενθυμίζοντας ότι το Μάη ξεκίνησαν οι εργασίες για το τμήμα που περνά από τη Μαύρη Θάλασσα. Ακόμα αναφέρθηκε και στην κατασκευή του πυρηνικού εργοστασίου στο Ακουγιού της νότιας Τουρκίας.
Τέτοιες συνεργασίες ασκούν σημαντική πίεση και σε γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς συνολικότερα. Για παράδειγμα, ο «TurkStream» θα διασφαλίσει ακόμα μια δίαυλο προώθησης του ρωσικού αερίου προς την ευρωπαϊκή αγορά, ενώ στη Δύση «φουντώνει» σημαντικά η συζήτηση για την ανάγκη «διαφοροποίησης» του ενεργειακού εφοδιασμού της Ευρώπης και είναι πολλοί οι νέοι μνηστήρες που θέλουν καλό μερίδιο στην ευρωπαϊκή αγορά, όπως και είναι πολλοί που θέλουν συνολική αποδυνάμωση της Ρωσίας. Επιπλέον, η λειτουργία του σταθμού πυρηνικής ενέργειας στο Ακουγιού θα σηματοδοτήσει την πρώτη έναρξη τέτοιας μονάδας στην Τουρκία, ενώ εκείνη διεκδικεί όλο και πιο πρωταγωνιστικό ρόλο στις ενεργειακές και άλλες κόντρες, ειδικά στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Τέλος, ενδιαφέρον έχουν και οι επισημάνσεις του νέου Ρώσου πρέσβη στην Αγκυρα Αλεξέι Γερκόφ, που χαρακτήρισε την Αγκυρα «κρίσιμο εμπορικό εταίρο» και εξήγησε ότι ο στόχος για να φτάσει το διμερές εμπόριο στα 100 δισ. δολάρια τέθηκε πρώτη φορά το 2010, όταν οι ρωσο-τουρκικές συναλλαγές έφτασαν στο υψηλότερο μέχρι τότε επίπεδο, τα 34 δισ. δολάρια. Μετά την «κρίση» του 2015, αυτές κατρακύλησαν κατά 50% σε σχέση με την προηγούμενη 8ετία. Ο στόχος των 100 δισ. είναι «απαιτητικός αλλά εφικτός», ανέφερε ο Ρώσος διπλωμάτης και υπογράμμισε ότι «κλειδί» για την επίτευξή του είναι η στενότερη «συνέργεια» μεταξύ των δύο χωρών. Ως χαρακτηριστικότερο θετικό παράδειγμα ανέφερε τη συμφωνία που έκλεισε στις αρχές Αυγούστου ανάμεσα στη ρωσική «JSC Zarubezhneft», την τουρκική «Unit International» και την ιρανική «Ghadir Exploration and Production Company» για την ανάπτυξη κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου στο Ιράν.
Στις 15 Αυγούστου, το «Ρόιτερς» μετέδωσε εκτενή αποσπάσματα ανακοίνωσης της τουρκικής «Unit International» για την επιχειρηματική σύμπραξη. Σε αυτήν η εταιρεία σημείωνε ότι οι τρεις εταίροι θα επένδυαν συνολικά 7 δισ. δολ. μιλώντας αόριστα για «τρία κοιτάσματα πετρελαίου» και «ένα μεγάλο κοίτασμα φυσικού αερίου». Υποστήριζε ότι τα συνολικά αποθέματα των κοιτασμάτων πετρελαίου υπολογίζονται σε 10 δισ. βαρέλια και ότι καθημερινά θα παράγονται 100.000 βαρέλια πετρελαίου. Οσον αφορά το φυσικό αέριο, η παραγωγική ικανότητα υπολογιζόταν στα 75 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα (κ.μ.) το χρόνο.
Η ανακοίνωση συμπλήρωνε ότι το κονσόρτσιουμ που θα δημιουργούνταν θα μπορούσε να προχωρήσει σε γεωτρήσεις και σε άλλες περιοχές του Ιράν.
Η «Unit» σχολίαζε ότι οι ποσότητες αερίου που επρόκειτο να εξαχθούν από τις γεωτρήσεις θα ήταν 50% μεγαλύτερες από τις ετήσιες εισαγωγές αερίου που κάνει η Τουρκία και είναι 50 δισ. κ.μ. Ισχυριζόταν, επίσης, ότι αυτά τα αποθέματα θα μπορούσαν να βοηθήσουν την Τουρκία να καλύψει τις ανάγκες της σε αέριο για τα επόμενα 150 χρόνια. Τέλος, υποστήριζε και ότι η συγκεκριμένη συμφωνία ήταν η πρώτη που μια ιρανική εταιρεία υπέγραφε με ξένες εταιρείες, αναφερόμενη προφανώς στην εποχή μετά τη συμφωνία του 2015 για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα.