Τα δέλεαρ που παρουσιάστηκαν ενόψει της ένταξης αποτέλεσαν «το κερασάκι», για να αντιμετωπιστούν οι αντιδράσεις, σε μια περίοδο που το μαζικό λαϊκό κίνημα, όχι μόνο ήταν σε ανοδική πορεία, αλλά και είχε έντονα αντιιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά. Η ...απόλαυση καρπών για τα λαϊκά στρώματα πολύ γρήγορα αποκαλύφθηκε ότι ήταν ένα τεράστιο ψεύδος. Ολοι θυμόμαστε ότι, από τον πρώτο κιόλας καιρό της ένταξης, άρχισε και η απίθανη ονοματοδοσία («τούνελ», στενωπός», «ετεροχρονισμός», «σταθεροποιητικό πρόγραμμα», «ενιαία αγορά», «προγράμματα σύγκλισης», «εθνικός στόχος της ΟΝΕ») των διαφόρων πολιτικών λιτότητας σε βάρος των εργαζομένων, που σχεδόν πάντα επιβάλλονταν, σε συνδυασμό με κάποιους στόχους - οράματα στα πλαίσια της ΕΟΚ.
Μέσα σε λίγες αράδες, δινόταν με χαρακτηριστικό τρόπο, αυτό που έκτοτε βιώνει η εργατική τάξη της χώρας και οι άλλοι εργαζόμενοι. Επιπρόσθετα, μαζί με την απαρίθμηση των συνεπειών που θα είχε η ένταξη, οι κομμουνιστές σκιαγραφούσαν και τους στόχους που είχε η οικονομική ολιγαρχία, με το εγχείρημα, τότε, της κοινής αγοράς. Στόχοι, που, στο επίπεδο των οικονομικών σχέσεων, μπορούν να κωδικοποιηθούν με την επιδίωξη για συμμετοχή της χώρας στο συνολικότερο κοιναγορίτικο καταμερισμό εργασίας, με αποκλειστικό γνώμονα τα συμφέροντα των δυτικοευρωπαϊκών -και όχι μόνο - μονοπωλίων. Επειδή όμως τα χαρακτηριστικά αυτού του καταμερισμού είναι καπιταλιστικά, αναπαράγονται, οξύνονται και βαθαίνουν ακόμα περισσότερο οι ταξικές αντιθέσεις των κοινωνιών που συμμετέχουν σ' αυτόν. Παράλληλα, και εξαιτίας της εντεινόμενης εκμετάλλευσης της εργασίας, που φέρνει ο αδυσώπητος ανταγωνισμός και το κυνηγητό του καπιταλιστικού υπερκέρδους σε προοδευτικά μεγαλύτερα μεγέθη, εντείνονται οι διαφορές και το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στις διάφορες χώρες και οι κοινωνικές ανισότητες. Το αποτέλεσμα είναι αυτό που ο λαός μας λέει με απλά λόγια, ότι «οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι». Μόνο που εξαιτίας των σύγχρονων συνθηκών αναπαραγωγής του κεφαλαίου, οι κλίμακες πλουτισμού των πλουσίων είναι πλέον ασύλληπτες για τον κοινό νου, ενώ οι φτωχοί φτάνουν στα όρια της κοινωνικοοικονομικής περιθωριοποίησης.
Το πώς επέδρασαν στους μισθωτούς, στους συνταξιούχους και τους άλλους εργαζόμενους οι επιλογές ένταξης και παραμονής στην ΕΕ, το πόσο συνέβαλαν στο υποτιθέμενο όραμα της ανάπτυξης και ποιοι κέρδιζαν όλο αυτό το διάστημα και εξακολουθούν να κερδίζουν από το εικοσαετές αλισβερίσι, το δείχνουν ορισμένα μόνο από τα επίσημα στοιχεία, που παραθέτει σήμερα ο «Ρ».
Ο πλέον οφθαλμοφανής δείκτης είναι η εξέλιξη των εισοδημάτων. Του μεροκάματου για τους μισθωτούς, των επίσημων καθαρών κερδών για τους μεγαλοεπιχειρηματίες. Εκατομμύρια οι μεν, 4-5 χιλιάδες οι άλλοι, αλλά, όπως αποδεικνύει το σύνολο των στοιχείων, στην καπιταλιστική κοινωνία, οι πρώτοι ζούνε και εργάζονται, για να κερδίζουν και να κερδοσκοπούν οι δεύτεροι. Τα στοιχεία του «πίνακα 1» για την εξέλιξη του βασικού μεροκάματου και των κερδών ολόκληρη την προηγούμενη δεκαετία δε χρειάζονται ιδιαίτερα σχόλια. Το βασικό μεροκάματο το 1991, πριν αφαιρεθούν οι κρατήσεις, ήταν 3.501 δραχμές. Στο τέλος του 1998, έφτασε τις 6.492, μεταβλήθηκε, δηλαδή, κατά 85%. Τα δηλωμένα καθαρά κέρδη των μεγαλοβιομηχάνων, από τα 15,7 δισεκατομμύρια, εκτοξεύτηκαν στα 527,5 δισ. Την ώρα, δηλαδή, που οι εργαζόμενοι υπέστησαν σημαντική μείωση της αγοραστικής τους δύναμης (ο επίσημος τιμάριθμος σημείωσε αύξηση 135,9%), οι εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης πνίγηκαν στα υπερκέρδη τους.
Η εργατική τάξη και οι άλλοι εργαζόμενοι όλη αυτή την περίοδο ήρθαν αντιμέτωποι με μια σειρά νομοθετήματα, που ενισχύουν την προοδευτικά εντονότερη αύξηση της εκμετάλλευσης της εργασίας τους. Τη συνεχή χειροτέρευση των συνθηκών εργασίας και διαβίωσης. Την αύξηση της φορολογικής τους επιβάρυνσης. Τις συστηματικές περικοπές στα κονδύλια που αφορούν τη μόρφωση και την κοινωνικοασφαλιστική τους κάλυψη. Τη συνεχή αύξηση της ανεργίας και την ανασφάλεια των λαϊκών νοικοκυριών.
Κι αυτή είναι η μία πλευρά, η λογιστική. Ουσιαστικότερη είναι εκείνη που αφορά τις «προσαρμογές» και τις αναδιαρθρώσεις που έγιναν στην ελληνική οικονομία, προκειμένου να ...υποδεχτεί τα εμπορεύματα των πολυεθνικών της ΕΕ. Η διάλυση και το κλείσιμο δεκάδων μεγάλων επιχειρήσεων. Η εξαφάνιση παραδοσιακών κλάδων της βιομηχανίας (ναυπηγεία). Η εκχώρηση άλλων σε ξένες πολυεθνικές (τσιμεντοβιομηχανία). Βέβαια, για να μην υπάρξουν παρανοήσεις, όλα αυτά, σε καμιά περίπτωση, δε σημαίνουν ότι η ντόπια οικονομική ολιγαρχία είχε ζημιές. Ακριβώς το αντίθετο. Η προσαρμογή της, στη νέα κατάσταση, ήταν παραδειγματική. Αξιοποίησε με τον καλύτερο τρόπο το γενικότερο οικονομικό περιβάλλον που δημιουργήθηκε, πίεσε και εξασφάλισε την εκπόνηση δεκάδων νόμων, επωφελήθηκε από ποικιλόμορφα κυβερνητικά μέτρα και βγήκε πολλαπλά κερδισμένη. Απόδειξη αυτού δεν είναι μόνο οι «μπίζνες» που έχει ξεκινήσει, ούτε ο ιδιαίτερος ρόλος που επιζητά στην περιοχή των Βαλκανίων. Το «ψητό», όλη αυτή την περίοδο, εξακολούθησε να είναι η ελληνική οικονομία. Αποκαλυπτικός είναι και ο «πίνακας 4». Τι αποκαλυπτικός, δηλαδή... Ανατριχιαστικός! Δείχνει τα μεικτά κέρδη των μεγαλοβιομηχάνων, ανά εργαζόμενο, σε δυο χρονικές στιγμές. Το 1985, χρονιά που σηματοδοτεί την επιτάχυνση της αντιλαϊκής πολιτικής από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, και το 1999, χρονιά που υπάρχουν τα τελευταία στατιστικά στοιχεία. Εδώ, ενδεχόμενα δε χρειάζονταν ούτε συγκριτικά στοιχεία. Ο πίνακας μιλάει μόνος του. Οι μεγαλοβιομήχανοι τσεπώνουν εκατομμύρια επί εκατομμυρίων για κάθε εργαζόμενο που απασχολούν. Το ρεκόρ ανήκει στον κλάδο του πετρελαίου, όπου ο κάθε εργαζόμενος με την ετήσια εργασία του συνεισέφερε στα κέρδη των αφεντικών 36,3 ολόκληρα εκατομμύρια δραχμές.
Αρκετά ενδιαφέροντα για τις εξελίξεις στο χώρο του κεφαλαίου, είναι και τα στοιχεία που αφορούν τις τάσεις μεγέθυνσης των μεγάλων κύρια επιχειρήσεων. Πρόκειται για διαδικασίες, μια πρώτη μελέτη των οποίων δείχνει ότι έχουν πιο έντονο χαρακτήρα στους κλάδους της βιομηχανίας. Στη βιομηχανία και σε κλάδους των υπηρεσιών είναι εμφανής επίσης, τόσο η συγκέντρωση της παραγωγής ή των προσφερόμενων υπηρεσιών, όσο και η συγκεντροποίηση των κερδών. Ενδεικτικά είναι από αυτή την άποψη τα στοιχεία που αφορούν το κλαδικό βάρος που έχουν, με βάση τους δείκτες του πάγιου ενεργητικού και των καθαρών κερδών, οι 15 πρώτες επιχειρήσεις κάθε βιομηχανικού κλάδου (πίνακας 5). Σε κανένα κλάδο το ειδικό βάρος των 15 πρώτων δεν πέφτει κάτω από το 33% σε ό,τι αφορά το ενεργητικό και από το 34% για τα καθαρά κέρδη. Και αυτό συμβαίνει ακόμα και σε περιπτώσεις, που οι 15 αυτές επιχειρήσεις αποτελούν ακόμα και μονοψήφιο ποσοστό κάτω του 5% σε σχέση με το σύνολο των εταιριών του κλάδου. Τέλος, να σημειώσουμε ότι οι 15 πρώτες επιχειρήσεις και των 27 βιομηχανικών κλάδων που αποτελούν το 9,1% των μεγάλων βιομηχανικών μονάδων, το 1998 μοιράστηκαν το 40% των συνολικών κερδών της βιομηχανίας.
Τα στοιχεία για τα θετικά αποτελέσματα, που είχε για το κεφάλαιο η ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ και η παραμονή της στην ΕΕ, δεν έχουν τέλος. Οπως χωρίς όρια προδιαγράφονται και τα δεινά που απειλούν το σύνολο των λαϊκών στρωμάτων της χώρας, από τη ρότα που έχει χαράξει η ολιγαρχία με το πολιτικό της προσωπικό. Είναι και αυτός ένας λόγος ακόμα που - όπως σημειώθηκε στο 16ο Συνέδριο του Κόμματος - «στην Ελλάδα υπάρχει έδαφος για την εμφάνιση μιας πιο οξυμένης λαϊκής δυσαρέσκειας, που μπορεί κάτω από προϋποθέσεις να επιδράσει θετικά στη συσπείρωση και αντεπίθεση για βαθύτερες αλλαγές στο κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο». Γιατί εκείνο που δεν πρέπει να ξεχνιέται είναι πως οι προοπτικές για ένα διαφορετικό μέλλον του λαού και του τόπου δε βρίσκονται στην προσαρμογή και την ενσωμάτωση στην ιμπεριαλιστική τάξη πραγμάτων. Αντίθετα, μπορεί να αναζητηθούν μόνο στο «δρόμο της συγκρότησης του Αντιιμπεριαλιστικού, Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου πάλης, που υπηρετεί τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, των πλατιών λαϊκών στρωμάτων της πόλης και του χωριού, της πλειοψηφίας του λαού. Ο δρόμος που δίνει τη δυνατότητα στο λαό να πάρει στα δικά του χέρια τις τύχες του, την πορεία της χώρας, το αύριο των παιδιών του».