ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 22 Οχτώβρη 2017
Σελ. /40
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ - ΚΟΥΑΡΤΕΤΟ - ΕΓΧΩΡΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Προσκλητήριο επενδυτών με «ντελάλη» την αντιλαϊκή πολιτική

Στα «γεμάτα» ξεκινούν από αύριο, Δευτέρα, οι συνεννοήσεις της κυβέρνησης με τα υψηλόβαθμα κλιμάκια της Ευρωζώνης και του ΔΝΤ, που επανέρχονται στην Αθήνα στο πλαίσιο της 3ης «αξιολόγησης» του μνημονίου, ενώ στη «μεγάλη εικόνα» προβάλλουν οι αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις στην Ευρωζώνη, όπως είναι η κυοφορούμενη αναβάθμιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) ως «θεσμού» αξιόπιστης διαχείρισης και επιβολής αντιλαϊκών μέτρων, καθώς και η ενδοαστική διαπάλη γύρω από τις εκκρεμότητες της «τραπεζικής ένωσης», ζήτημα που με τη σειρά του «ακουμπάει» τις υποθέσεις των εγχώριων τραπεζικών ομίλων, ειδικά σε ό,τι αφορά τα «κόκκινα» δάνεια.

Νέα «προαπαιτούμενα» από τα κιτάπια του κεφαλαίου

Στην ημερήσια διάταξη του 3ου κύκλου «αξιολόγησης» του μνημονίου περιλαμβάνονται η νομοθέτηση και η εφαρμογή της νέας φουρνιάς με τα 95 αντιλαϊκά «προαπαιτούμενα», όπως η τελική διαμόρφωση των μεγεθών του κρατικού προϋπολογισμού για το 2018, η «αναθεώρηση» των κοινωνικών παροχών - όποια προνοιακά και άλλα επιδόματα έχουν απομείνει στις λαϊκές οικογένειες -, τα επόμενα χτυπήματα στα Εργασιακά και τα νέα εμπόδια στην κήρυξη απεργιών, η έναρξη των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών για τα «κόκκινα» δάνεια στις τράπεζες, οι «απελευθερώσεις» στην αγορά Ενέργειας, οι ιδιωτικοποιήσεις κ.ά.

Πρόκειται για μια σειρά από διαρθρωτικές παρεμβάσεις που βέβαια βρίσκονται μόνιμα στην ατζέντα των αξιώσεων του εγχώριου κεφαλαίου, με στόχο την ανάκαμψη της ανταγωνιστικότητας και των επιχειρηματικών κερδών, στον άξονα της προσέλκυσης νέων κερδοφόρων επενδύσεων.

Επενδυτικές ευκαιρίες σε ολόκληρο το φάσμα

Χαρακτηριστικά ως προς το τελευταίο είναι τα όσα είπε ο επικεφαλής της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών, Ν. Καραμούζης, στο πλαίσιο συνεδρίου που διοργανώθηκε από το Ελληνο-γερμανικό Επιμελητήριο και το «Capital»: «Χρειαζόμαστε 75 - 80 δισ. ευρώ καθαρές επενδύσεις τα επόμενα χρόνια για να επανέλθουμε στα επίπεδα του ΑΕΠ του 2010. Χρειαζόμαστε σημαντική εισροή ξένων επενδύσεων, κάθε μορφής. Από αγορές ομολόγων μέχρι επιχειρήσεων. Διαφορετικά η όποια ανάπτυξη θα είναι αναιμική».

Σύμφωνα με τον ίδιο, τα προσφερόμενα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στην ελληνική οικονομία εστιάζουν, μεταξύ άλλων, στη «μείωση του πολιτικού κινδύνου» (με άλλα λόγια, στη στρατηγική σύμπλευση κυβέρνησης και υπόλοιπων κομμάτων της αστικής διαχείρισης), στην «ανάγκη μεταρρυθμίσεων», στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, καθώς, όπως είπε, «η χώρα διαθέτει εξειδικευμένο και μορφωμένο εργατικό δυναμικό και ανταγωνιστικό κόστος εργασίας».

Ταυτόχρονα, οι τιμές των ακινήτων έχουν πέσει σημαντικά (επομένως, προσφέρονται καλές ευκαιρίες σε μεγάλα χαρτοφυλάκια), ενώ παράλληλα βρίσκονται σε εξέλιξη το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων, καθώς και τα κάθε είδους πακέτα ενίσχυσης των επενδυτών ύψους 36 δισ. ευρώ (Προγράμματα Δημοσίων Επενδύσεων, ΕΣΠΑ κ.ά.). Χαρακτηριστική είναι η επισήμανση του Ν. Καραμούζη σχετικά με την ανάγκη για «πειστική διασφάλιση της διαχρονικής δημοσιονομικής σταθερότητας ως σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό αγαθό, μεσυνταγματική προστασία στην επόμενη συνταγματική αναθεώρηση και εισαγωγή δεσμευτικών περιορισμών αναφορικά με το ύψος των ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους». Οπως είπε, «μια τέτοια πρωτοβουλία θα ενίσχυε σημαντικά την εμπιστοσύνη των αγορών και θα είχε ευεργετικές επιπτώσεις στην οικονομία».

Από την πλευρά του, ο πρώην πρόεδρος της Γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας Ε. Βέλτεκε, μιλώντας στο συνέδριο του Ελληνο-γερμανικού Επιμελητηρίου, υπογράμμισε ότι «πίσω από τη βοήθεια στην Ελλάδα υπήρχε ίδιον ενδιαφέρον για τη διάσωση των γερμανικών τραπεζών, την ενίσχυση των γερμανικών επιχειρήσεων, αλλά και τη σταθεροποίηση των αγορών, στις οποίες εξάγουν οι γερμανικές επιχειρήσεις».

Στον «αφρό» τα «κόκκινα» δάνεια

Την ίδια ώρα, το ζήτημα της διαχείρισης των «κόκκινων» τραπεζικών δανείων αποτελεί νευραλγικό σημείο τόσο της τρέχουσας όσο και των επόμενων κύκλων «αξιολόγησης» και των παζαριών με το κουαρτέτο, με κυρίαρχο ζήτημα, σε αυτή τη φάση, την άμεση έναρξη των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, ζήτημα που αποτελεί «προαπαιτούμενο» για την ολοκλήρωση της «αξιολόγησης».

Σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών, το 60% των «μη εξυπηρετούμενων δανείων» εξασφαλίζονται με εμπράγματη ασφάλεια επί ακινήτων, τα οποία, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους, «αποτιμώνται σήμερα σε πολύ χαμηλές τιμές» και κάποια από αυτά σε τιμές κατά 40% χαμηλότερες από τα υψηλά επίπεδα που είχαν στην αρχή της κρίσης. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για ένα εγχείρημα τεραστίων διαστάσεων, με στόχο την απομείωση των «κόκκινων» δανείων (επιχειρήσεις και νοικοκυριά) κατά 40 δισ. ευρώ (της τάξης δηλαδή του 38%) μέχρι το τέλος του 2019. Βέβαια, αυτή η κατεύθυνση υποστηρίζεται από το γεγονός ότι «μετά από χρόνια καθυστερήσεων στην Ελλάδα, δημιουργήθηκε πλέον το απαραίτητο νομοθετικό πλαίσιο», ειδικότερα από τη δυνατότητα πώλησης δανείων στη δευτερογενή αγορά, τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς, τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών, το νέο πτωχευτικό κώδικα, τις αδειοδοτήσεις εταιρειών διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων κ.ά., που συγκαταλέγονται στα «έργα» της σημερινής κυβέρνησης.

Οι παρεμβάσεις αυτές στοχεύουν στην ενίσχυση των τραπεζών, στην τόνωση της τραπεζικής χρηματοδότησης σε «βιώσιμες» επιχειρήσεις και ομίλους, σε συνδυασμό βέβαια με την οριστική αποβολή από το «κάδρο» της επιχειρηματικότητας των αδύναμων «κρίκων», ταυτόχρονα και σε συνδυασμό με τις επιχειρηματικές αναδιαρθρώσεις (συγχωνεύσεις, εξαγορές κ.ά.), με κατεύθυνση τη μεγαλύτερη συγκέντρωση της επιχειρηματικής πίτας και των κερδών.


Α. Σ.


Αναιμικοί ρυθμοί ανάκαμψης «υπό όρους»

Αναιμικούς ρυθμούς ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα, τόσο για το 2017 όσο και για το 2018, «βλέπει» το Ιδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), το οποίο επισημαίνει στην «τριμηνιαία έκθεσή» του πως «η ανάπτυξη που καταγράφεται στην τρέχουσα περίοδο δεν σηματοδοτεί έξοδο από την κρίση και έναρξη ενός ενάρετου κύκλου, παρά μόνο υπό όρους».

Σε κάθε περίπτωση, η «υπό όρους» ανάκαμψη του παραγόμενου ΑΕΠ και βέβαια των επιχειρηματικών κερδών έρχεται ως αποτέλεσμα της εφαρμοζόμενης αντιλαϊκής πολιτικής και των αναδιαρθρώσεων, με το ΙΟΒΕ να διαπιστώνει ανάμεσα σε άλλα πως οι «δομικές αλλαγές που έχουν επέλθει στην ελληνική οικονομία από την αρχή της κρίσης, ιδίως στην αγορά εργασίας, έχουν επίσης θετική επίδραση, έστω και με καθυστέρηση».

Συνεκτιμώντας τις τάσεις που καταγράφονται στην ελληνική οικονομία, η έκθεση του ΙΟΒΕ για το 2017 «βλέπει» ρυθμό ανάκαμψης «στην περιοχή του 1,3%», ενώ για το 2018 ως «πλέον πιθανή εξέλιξη» θεωρείται «η επιτάχυνσή του, στο 2%, ίσως και ελαφρώς υψηλότερα».

Παράλληλα, το ΙΟΒΕ επισημαίνει μια σειρά από ζητήματα που γεννάνε «αβεβαιότητες», μεταξύ των οποίων και τα εξής:

-- «Οσο ευπρόσδεκτη είναι η καταγραφή θετικών ρυθμών ανάπτυξης, άλλο τόσο ανησυχητικό είναι ότι αυτοί είναι χαμηλοί και μάλιστα δεδομένης της ευνοϊκής συγκυρίας». Σε αυτό το πλαίσιο, και σε αντίστοιχη προσέγγιση με αυτή του ΣΕΒ και άλλων αστικών επιτελείων, επισημαίνεται ότι «σε θετική κατεύθυνση συμβάλλει αποφασιστικά το ιδιαίτερα ευνοϊκό εξωτερικό περιβάλλον, όπου οι τοπικές γεωγραφικές συνθήκες ενίσχυσαν τον εισερχόμενο τουρισμό, αλλά και ευρύτερα, καθώς στην Ευρώπη αλλά και διεθνώς καταγράφονται υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, το κόστος χρήματος είναι ιδιαίτερα χαμηλό, όπως σχετικά χαμηλό είναι και αυτό της Ενέργειας».

Με άλλα λόγια, η στήριξη του ΑΕΠ στην ελληνική οικονομία βασίζεται και σε εξωτερικούς και εξαιρετικά συγκυριακούς παράγοντες, που μπορούν στη συνέχεια να αλλάξουν. Οπως λένε, η σχετικά σημαντικότερη συμβολή στην αύξηση του ΑΕΠ στο 2017 αφορά την πλευρά των εξαγωγών, εξαιτίας «του ευνοϊκού διεθνούς περιβάλλοντος».

-- Ως κρίσιμο ζήτημα αποτυπώνεται το γεγονός ότι «ο ρυθμός ανάπτυξης στη χώρα υπολείπεται από αυτόν των Ευρωπαίων εταίρων, με την απόκλιση των οικονομιών να διευρύνεται αντί να μειώνεται».

-- «Είναι αμφίβολο εάν η δομή της οικονομίας έχει αλλάξει επαρκώς ώστε να δικαιολογείται αισιοδοξία για υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα, δεδομένου και ότι η πρόσβαση σε χρηματοδότηση θα είναι περιορισμένη», σύμφωνα με το ΙΟΒΕ.

-- Κεντρικό ζήτημα αποτελεί και αυτό της «δραματικής υστέρησης των επενδύσεων». Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, η τάση «υστέρησης δεν θα αντιστραφεί εάν δεν υπάρξει ενίσχυση της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής».

Τέλος, ως προτεραιότητες του εγχώριου κεφαλαίου σημειώνονται η «έγκαιρη και ομαλή ολοκλήρωση της τρέχουσας, τρίτης, αξιολόγησης (...) η λειτουργία των αγορών προϊόντων (με μείωση εμποδίων εισόδου και διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων) και της δημόσιας διοίκησης».

Την ίδια ώρα, σύμφωνα με τη 2η εκτίμηση της στατιστικής υπηρεσίας (ΕΛΣΤΑΤ), στο 12μηνο του 2016, το ΑΕΠ συνέχισε σε ρότα υποχώρησης, με ρυθμό 0,2%, έναντι απόλυτης στασιμότητας σύμφωνα με την αρχική εκτίμηση της ΕΛΣΤΑΤ.

Συνολικά, η συρρίκνωση του ΑΕΠ για την περίοδο 2007 - 2016 φτάνει το 26,4%, ενώ πλέον η ιδιαίτερα χαμηλή βάση του υπολογισμού τροφοδοτεί τις προσδοκίες των αστικών επιτελείων αναφορικά με τους όποιους ρυθμούς μεγέθυνσης τα επόμενα χρόνια. Θυμίζουμε ότι ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, από την πλευρά του, σύμφωνα με το κεντρικό σενάριο, προβλέπει μακροπρόθεσμους ρυθμούς ανάκαμψης στην ελληνική οικονομία, κατά μέσον όρο μόλις στο 1,3% το χρόνο για την περίοδο μέχρι το 2060. Σε αυτό το πλαίσιο, για την επαναφορά του ΑΕΠ στα επίπεδα του έτους 2008, όταν εκδηλώθηκε η καπιταλιστική κρίση, προβλέπει ότι θα αποκατασταθεί μετά από 20 χρόνια, δηλαδή το 2038...



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ