ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 13 Γενάρη 2018 - Κυριακή 14 Γενάρη 2018
Σελ. /40
ΔΙΕΘΝΗ
ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Εντατικές διαβουλεύσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης

Η πορεία της ΕΕ, φτηνή Ενέργεια για τις επιχειρήσεις, κρατικές επενδύσεις, ψηφιοποίηση και περισσότερη ευελιξία στις εργασιακές σχέσεις, είναι τα βασικά καθήκοντα για το επόμενο κυβερνητικό σχήμα

Η Αγκελα Μέρκελ και ο Μάρτιν Σουλτς

The Associated Press

Η Αγκελα Μέρκελ και ο Μάρτιν Σουλτς
Το μέλλον της ΕΕ και της Ευρωζώνης, η ενεργειακή πολιτική, η ψηφιοποίηση και οι εργασιακές σχέσεις, οι μεγάλες κρατικές επενδύσεις σε υποδομές, καινοτομία και έρευνα, είναι τα ζητήματα αιχμής για το κεφάλαιο, που θα βρεθούν στο επίκεντρο της επόμενης γερμανικής κυβέρνησης.

Αυτό αναδεικνύεται τόσο από τις συζητήσεις και παρεμβάσεις, τους μήνες που ακολούθησαν τις γερμανικές εκλογές (24 Σεπτέμβρη), όσο και από το περιεχόμενο των διερευνητικών συνομιλιών της περασμένης βδομάδας, μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών/Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) και Σοσιαλδημοκρατών (SPD), οι οποίες κατέληξαν σε «καταρχήν συμφωνία» για να περάσουν στο στάδιο των ουσιαστικών διαπραγματεύσεων για το κυβερνητικό πρόγραμμα. Το αποτέλεσμα των διερευνητικών θα συζητηθεί στο έκτακτο συνέδριο του SPD (21 Γενάρη), και αν αυτό δώσει το «πράσινο φως» θα ξεκινήσει η διαδικασία της διαπραγμάτευσης, που ενδέχεται να οδηγήσει σε μεγάλο συνασπισμό ή σε στήριξη από το SPD σε μια κυβέρνηση μειοψηφίας υπό την Αγκελα Μέρκελ (CDU). Διαφορετικά, υπάρχει το ενδεχόμενο νέων εκλογών.

Τα τρία κόμματα είναι παλιοί «γνώριμοι», καθώς έχουν ήδη συγκυβερνήσει δυο φορές (2005 και 2013) και συμφωνούν σε στρατηγικές κατευθύνσεις για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της γερμανικής καπιταλιστικής οικονομίας, παρά τις επιμέρους διαφορές.

Δίκτυα και υποδομές για τα μονοπώλια

Η επόμενη κυβέρνηση θα έχει στη διάθεσή της ένα δημοσιονομικό περιθώριο ύψους 45 δισ. ευρώ, που θα αξιοποιηθεί για επενδύσεις και κίνητρα στο μεγάλο κεφάλαιο. Σχετικά με τη μετάβαση στην «ψηφιακή εποχή» - όπως αναφέρει η εφημερίδα «Die Welt» - έχει συμφωνηθεί μια κρατική επένδυση 10-12 δισ. ευρώ για τη δημιουργία ενός δικτύου μεταφοράς δεδομένων υψηλής ταχύτητας, το οποίο θα έχει ολοκληρωθεί έως το 2025. Επιπλέον, οι κρατικές επενδύσεις σε δρόμους, σιδηροδρόμους και υδάτινους δρόμους για ταχεία μεταφορά εμπορευμάτων, θα διατηρηθούν τουλάχιστον στο σημερινό επίπεδο.

Ενδεικτική είναι η παρέμβαση του Συνδέσμου Γερμανικής Βιομηχανίας (BDI) με την έναρξη των συνομιλιών για «μεγάλο συνασπισμό», στην οποία προειδοποιούσε τα κόμματα να μην προχωρήσουν σε «απλή αναδιανομή» (φοροελαφρύνσεις εισοδημάτων, παροχές κ.λπ.) του τεράστιου πλεονάσματος του προϋπολογισμού, αλλά καλούσε την επόμενη κυβέρνηση «είτε μεγάλου συνασπισμού, είτε μειοψηφίας» σε «περισσότερες επενδύσεις για εξασφάλιση της ευημερίας, της ανάπτυξης και της απασχόλησης».

Η ανάγκη θωράκισης του γερμανικού κεφαλαίου απέναντι στις αβεβαιότητες της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας και τον διεθνή ανταγωνισμό είναι επιτακτική: «Η Γερμανία, ως εξαγωγική χώρα, πρέπει να γίνει ανθεκτική στο μέλλον ενόψει των μεγάλων παγκόσμιων κινδύνων - και όσο το δυνατόν γρηγορότερα», υπογραμμίζει ο BDI. Σε αυτό το πλαίσιο, προτρέπει την επόμενη κυβέρνηση να μειώσει παραπέρα την επιβάρυνση των επιχειρήσεων.

Διατήρηση και ενίσχυση της θέσης του γερμανικού κεφαλαίου

Ο ρόλος της ΕΕ στη διεθνή ιμπεριαλιστική σκακιέρα, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς της και της συνοχής της απέναντι σε άλλα «κέντρα» (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα κ.λπ.) και ο αναβαθμισμένος ρόλος του γερμανικού κεφαλαίου μέσα στην ΕΕ και την Ευρωζώνη, συγκαταλέγονται στους βασικούς προβληματισμούς των επιχειρηματικών ομίλων και των αστικών κομμάτων.

Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις του προέδρου του SPD, Μάρτιν Σουλτς, τη βδομάδα που πέρασε: «Οι νέες εποχές χρειάζονται νέα πολιτική (...) Η Ευρώπη θα πρέπει σίγουρα να είναι ένα από τα μεγάλα ζητήματα οποιασδήποτε μελλοντικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης», είπε και πρόσθεσε πως χρειάζονται πολιτικές «που καθιστούν και πάλι τη Γερμανία την κινητήρια δύναμη της ευρωπαϊκής πολιτικής».

Στην ενίσχυση της ΕΕ και της Ευρωζώνης με πιο ευνοϊκούς για το γερμανικό κεφάλαιο όρους έχει αναφερθεί πολλές φορές και ο σοσιαλδημοκράτης ΥΠΕΞ και πρώην πρόεδρος του SPD, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ. Παρότι δεν συμμετείχε ο ίδιος στις διερευνητικές συνομιλίες, είχε έντονο παρασκηνιακό ρόλο. Τόνιζε πως η τελευταία συμφωνία του «μεγάλου συνασπισμού» δεν είχε επικεντρωθεί αρκετά στην Ευρώπη και καλούσε τους συμμετέχοντες στις διερευνητικές να είναι πιο «ανοιχτοί» στις μεταρρυθμιστικές προτάσεις του Γάλλου Προέδρου, Εμ. Μακρόν. Η Ευρώπη θα έχει μια φωνή στον κόσμο, μόνο αν αναπτύξει μια κοινή στάση, δήλωσε και πρόσθεσε: «Ακόμη και μια ισχυρή Γερμανία δεν θα ακούγεται μακροπρόθεσμα μόνη της».

Αλλά και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, εξέφρασε την ικανοποίησή του «που στη Γερμανία διαπραγματεύονται για κυβέρνηση δυο κόμματα που είναι ξεκάθαρα φιλοευρωπαϊκά».

Ενεργειακή πολιτική στα μέτρα των βιομηχάνων

Το θέμα της ενεργειακής πολιτικής είναι κομβικό για την πιο εκβιομηχανοποιημένη χώρα της Ευρώπης. Καθόλου τυχαία, είχε αποτελέσει ένα από τα κυριότερα σημεία αντιπαράθεσης κατά τις διαπραγματεύσεις για κυβέρνηση «Τζαμάικα» (CDU/CSU - Φιλελεύθεροι - Πράσινοι), με το γερμανικό κεφάλαιο να απορρίπτει ξεκάθαρα οποιαδήποτε σκέψη για έξοδο από τον άνθρακα και κατάργηση του λιγνίτη στην παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος.

Κάτι τέτοιο θα έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού των επιχειρήσεων και θα ανέβαζε τα ενεργειακά κόστη. Αντίθετα, ο BDI απαιτεί «ανταγωνιστικά ενεργειακά κόστη» και φτηνό ρεύμα για τη βιομηχανία.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι δυο πλευρές που συνομιλούν για «μεγάλο συνασπισμό». Σύμφωνα με διαρροές του Χριστιανοδημοκράτη, Αρμιν Λάσετ, τα δυο κόμματα συμφώνησαν για την πολιτική σχετικά με το περιβάλλον, την Ενέργεια και το κλίμα, και συγκεκριμένα να προσαρμοστεί η πολιτική στις ανάγκες και την κερδοφορία της καπιταλιστικής οικονομίας της χώρας. Η συμφωνία αναγνωρίζει και επίσημα ότι ο κλιματικός στόχος για μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα κατά 40% έως το 2020, σε σχέση με το 1990 στη Γερμανία, δεν είναι πλέον εφικτός.

Ο Αρ. Λάσετ, μιλώντας στο Βιομηχανικό και Εμπορικό Επιμελητήριο στο Ντίσελντορφ, αναφέρθηκε στη συμφωνία των δυο πλευρών, σημειώνοντας πως θέλουν μεν να πετύχουν τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού για το Κλίμα, «αλλά όχι με διαρθρωτικές απαγορεύσεις, χωρίς να λέμε ξαφνικά βγαίνουμε από μια ενεργειακή μορφή - το λιγνίτη - και δεν λαμβάνουμε υπόψιν τις συνέπειες που θα έχει αυτό για τις θέσεις εργασίας και τις τιμές της Ενέργειας».

Επίσης, τα κόμματα φέρονται να κατέληξαν να εμποδίσουν οποιονδήποτε περαιτέρω περιορισμό κυκλοφορίας των ντιζελοκίνητων αυτοκινήτων, δηλαδή να στηρίξουν τις γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες.

Δεδομένη η αντεργατική κλιμάκωση

Οι βιομήχανοι ξεκαθαρίζουν σε όλους τους τόνους πως η απεριόριστη ευελιξία στην αγορά εργασίας είναι αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση για την «εποχή της ψηφιοποίησης της παραγωγής και της οικονομίας». Απ' αυτήν τη σκοπιά, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι απορρίπτουν ακόμα και τις ψευτοαλλαγές που ζητάνε οι σοσιαλδημοκράτες του SPD, με το επιχείρημα ότι η αγορά εργασίας χρειάζεται να ρυθμιστεί, όχι βέβαια για να κατοχυρωθούν και να επεκταθούν τα εργατικά δικαιώματα, αλλά για να αποτραπούν ορισμένες «υπερβολές» και «καταχρήσεις» από πλευράς των εργοδοτών, θέμα που σχετίζεται και με τον μεταξύ τους ανταγωνισμό.

Συγκεκριμένα, το SPD ζητά ένας εργαζόμενος να έχει δικαίωμα επιστροφής σε πλήρη εργασία από μερική απασχόληση και να υπάρχει αιτιολόγηση από τους εργοδότες για την επέκταση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου.

«Οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου, όπως η ενοικιαζόμενη και προσωρινή εργασία, προσφέρουν σημαντική ευελιξία στις επιχειρήσεις και η πολιτική δεν πρέπει να τις περιορίσει», δήλωσε στις αρχές του μήνα ο πρόεδρος του BDI, Ντίτερ Κεμπφ, στο Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων. Επίσης, απορρίπτει το δικαίωμα επιστροφής σε πλήρη απασχόληση: «Αυτό το θέμα είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης των κοινωνικών εταίρων, δεν χρειαζόμαστε την πολιτική», είπε. «Τα αυστηρά πρότυπα θα φρενάρουν την ψηφιακή αλλαγή και θα εμποδίσουν τις ευκαιρίες της», δηλαδή τις δυνατότητες που προσφέρει στους επιχειρηματικούς ομίλους να αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας και άρα την κερδοφορία τους.

Ενα άλλο ζήτημα που απασχολεί τις γερμανικές επιχειρήσεις είναι η έλλειψη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού (υπολογίζεται ότι ανέρχεται σε εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας). Ετσι, στις διερευνητικές συνομιλίες, τα κόμματα συμφώνησαν σε μια νομοθετική ρύθμιση για την υποδοχή εξειδικευμένων μεταναστών και τη διευκόλυνση της πρόσβασής τους στην αγορά εργασίας, προκειμένου η Γερμανία να καταστεί ελκυστικότερη για το διεθνές εργατικό δυναμικό υψηλών προσόντων. Αλλωστε, σε αυτό το ζήτημα συμφωνούν όλα τα αστικά κόμματα του γερμανικού Κοινοβουλίου...


Ε. Μ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ