Αποκαλυπτική έρευνα της ΕΚΤ με τις απαντήσεις των «κορυφαίων» επιχειρήσεων στην προοπτική ανάκαμψης κερδών και ανταγωνιστικότητας
Joerg Boethling/agenda |
Το παραπάνω επισημαίνεται στην ετήσια έκθεση για το 2017 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), η οποία μέσω νέας έρευνας αναδεικνύει τις προτεραιότητες των κορυφαίων επιχειρηματικών ομίλων της Ευρωζώνης, που με τη σειρά τους διεκδικούν μεγαλύτερη «ευελιξία στην αγορά εργασίας», μεγαλύτερη διευκόλυνση της χρήσης συμβάσεων προσωρινής απασχόλησης και ελαστικοποίηση της νομοθεσίας για την προστασία της απασχόλησης. Στο «διά ταύτα», η έκθεση της ΕΚΤ, «αξιοποιώντας» και συνοψίζοντας τις απαντήσεις που δόθηκαν από τα μονοπώλια και τους ισχυρούς επιχειρηματικούς ομίλους, τονίζει: «Απαιτούνται περαιτέρω προσπάθειες για την ενίσχυση των δεξιοτήτων και της ευελιξίας του εργατικού δυναμικού σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο οικονομικό περιβάλλον».
Με βάση την ερώτηση «Πώς κρίνετε τις μεταρρυθμιστικές ανάγκες στις αγορές εργασίας των χωρών της ζώνης του ευρώ στον τομέα σας;», οι κορυφαίοι επιχειρηματικοί όμιλοι απαντούν ως εξής:
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι «θετικές» απαντήσεις των κορυφαίων επιχειρηματικών ομίλων της Ευρωζώνης αναφορικά με την «ευελιξία στη διευθέτηση του χρόνου εργασίας» βρίσκονται στην πρώτη θέση της λίστας των αξιώσεών τους, καθώς κρίνονται «σημαντικές» ή «πολύ σημαντικές» με ποσοστό της τάξης του 95%.
Με άλλα λόγια, το ευρωπαϊκό κεφάλαιο αξιώνει τη «διευθέτηση» του εργάσιμου χρόνου ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες της παραγωγής και με την «εποχικότητα» της ζήτησης για τα παραγόμενα εμπορεύματα.
Την ίδια ώρα, η «ενίσχυση της απασχόλησης» στην Ευρωζώνη στηρίχτηκε στις αντεργατικές αναδιαρθρώσεις και τα μέτρα που πάρθηκαν από τις κυβερνήσεις, με φόντο και την εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης στα προηγούμενα χρόνια.
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της ΕΚΤ για το 2017:
-- Η αγορά εργασίας της ζώνης του ευρώ «σημείωσε περαιτέρω βελτίωση στη διάρκεια του 2017. Η ανάκαμψη, που χαρακτηρίστηκε από σημαντική αύξηση της απασχόλησης, προκάλεσε άνοδο του αριθμού των απασχολουμένων κατά 7,5 εκατομμύρια περίπου από τα μέσα του 2013 και παρατεταμένη μείωση της ανεργίας». Την ίδια ώρα, «τόσο ησυνολική ανεργία όσο και η ανεργία των νέων διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα και, σύμφωνα με τους ευρύτερους δείκτες ανεργίας, ο βαθμός υποχρησιμοποίησης του εργατικού δυναμικού είναι υψηλός».
-- Οι αγορές εργασίας της ζώνης του ευρώ επηρεάστηκαν ευνοϊκά από τη διεύρυνση της ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς «τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι τα μέτρα διαρθρωτικής πολιτικής συνέβαλαν στην αύξηση του βαθμού ανταπόκρισης της απασχόλησης στο ΑΕΠ στη διάρκεια της ανάκαμψης σε μερικές χώρες της ζώνης του ευρώ». Στα μέτρα που συνέβαλαν στην αύξηση της απασχόλησης αναφέρονται συγκεκριμένα αυτά «που αυξάνουν την ευελιξία της αγοράς εργασίας, χαλαρώνοντας τους υπερβολικά αυστηρούς κανόνες προστασίας της απασχόλησης, μειώνοντας π.χ. το ποσό της αποζημίωσης σε περίπτωση απόλυσης ή καθιστώντας τους μισθούς πιο ευέλικτους».
-- Παράλληλα, σύμφωνα με την ΕΚΤ, οι μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων, όπως αυτές που αποσκοπούν στον περιορισμό της γραφειοκρατίας ή στη διευκόλυνση της εισόδου νέων επιχειρήσεων στην αγορά, καθώς και εκείνες που περιορίζουν την προστασία των υφιστάμενων επιχειρήσεων ή επαγγελμάτων, ενδέχεται επίσης να συνέβαλαν στην ταχύτερη ή εντονότερη προσαρμογή της απασχόλησης στις επιχειρήσεις.
Χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός ότι η επίσημη ανεργία στην Ευρωζώνη, παρά την πρόσφατη «βελτίωση» που συντελέστηκε στο έδαφος των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων, παραμένει ακόμη και σήμερα σε επίπεδα υψηλότερα από αυτά που υπήρχαν πριν από την εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει η ΕΚΤ, η επίσημη ανεργία στην Ευρωζώνη έφτασε το 2017 στο 9,1%, έναντι 8,6% κατά μέσο όρο στην περίοδο 1999-2008, πριν από την εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης.
Στην περίπτωση της Πορτογαλίας, το «παράδειγμα» της οποίας «διαφημίζει» η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, η επίσημη ανεργία έφτασε σε 9%, από 7,3% κατά μέσο όρο στην περίοδο 1999-2008.