Ενδεικτική είναι και η σχετικά πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ, σύμφωνα με την οποία το κρατικό χρέος μέσω της ανάκαμψης του ΑΕΠ θα καταστεί «βιώσιμο» μόνο με το σενάριο της εντατικής εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων, δηλαδή μέσω της περαιτέρω κλιμάκωσής τους. Σε αυτήν την περίπτωση, η ανάκαμψη του ΑΕΠ θα διαμορφωθεί σε ελαφρά υψηλότερα επίπεδα τα επόμενα χρόνια, συγκεκριμένα στο 2,3% το 2030, στο 1,8% το 2040, στο 1,3% το 2050 και στο 1,2% το 2060. Μάλιστα, στο σενάριο εφαρμογής μόνο των αντιλαϊκών μέτρων που ήδη έχουν συμφωνηθεί με τους «θεσμούς», ο ρυθμός ανάκαμψης, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, θα επιβραδυνθεί στο 1,8% το 2030 και σε επίπεδα κάτω του 1% στη συνέχεια, στην περίπτωση που δεν επεκταθεί το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων.
Ολα αυτά βέβαια υπό «ιδανικές» συνθήκες, χωρίς δηλαδή να παίρνονται υπόψη οι όποιες «αναταράξεις» και οι εξελίξεις στη διεθνή καπιταλιστική οικονομία, όπου τα «σύννεφα» μιας νέας καπιταλιστικής κρίσης μαζεύονται ξανά.
Εξίσου αποκαλυπτική είναι και η «έκθεση βιωσιμότητας» του ελληνικού κρατικού χρέους, που δημοσιοποίησε τον Ιούνη φέτος η πλευρά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Ειδικότερα η Κομισιόν προβλέπει:
Μάλιστα, σύμφωνα με το «δυσμενές σενάριο» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι ρυθμοί αυτοί υποχωρούν στο 0,8% (σε όρους όγκου) και, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνουν, «η συνεχιζόμενη εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων από την Ελλάδα και των μέτρων για το χρέος από τους πιστωτές θα αποτρέψει την επαλήθευση αυτού του σεναρίου».
Σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2019-2022:
Οι προβλεπόμενοι ρυθμοί ανάκαμψης διαμορφώνονται κατά μέσο όρο σε 2,16%, αλλά με τάσεις επιβράδυνσης μετά το 2019. Σύμφωνα με το ΜΠΔΣ, προβλέπονται για το 2018 στο 2%. 2019: 2,4%, 2020: 2,3%, 2021: 2,3%, 2022: 1,8%.
Την ίδια ώρα, ως βασικός πυλώνας της ανάκαμψης, σύμφωνα με το ΜΠΔΣ, εμφανίζεται η τόνωση των νέων επενδύσεων. Οι ετήσιες μεταβολές αναμένονται για το 2019 σε 12,1%, το 2020 9,4%, το 2021 7,7% και το 2022 5,7%, θα έχουν δηλαδή, αν και μειούμενες, ρυθμούς πολλαπλάσιους σε σχέση με την ανάκαμψη του ΑΕΠ, ως αποτέλεσμα των συντελούμενων αναδιαρθρώσεων, καθώς βέβαια και της κρατικής χρηματοδότησης επιχειρηματικών ομίλων μέσω του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.
Χαρακτηριστικό σε ένα τέτοιο πλαίσιο είναι και το γεγονός ότι η - αναιμική - ανάκαμψη για το 2017 στηρίχτηκε κατά κύριο λόγο στη συνεχιζόμενη ενίσχυση των εξαγωγών, που με τη σειρά τους, όπως και η προσέλκυση επενδύσεων, αποτελούν δείκτες της ενισχυμένης «ανταγωνιστικότητας» των επιχειρήσεων εξαγωγικού προσανατολισμού, στο έδαφος πάντα των αντεργατικών ανατροπών και των υπόλοιπων διευκολύνσεων που παρέχει το αστικό κράτος.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η αξία των εξαγωγών για το 2017 αυξήθηκε σε ποσοστό 6,8%. Η περαιτέρω ενίσχυση των εξαγωγών σύμφωνα με το ΜΠΔΣ αναμένεται σε 5,6% το 2018, 4,6% το 2019, 4,4% το 2020, δηλαδή όπως και οι επενδύσεις με ρυθμούς πολλαπλάσιους του ΑΕΠ.
Ολα τα παραπάνω φωτίζουν τις εκτεταμένες αναδιαρθρώσεις που ήδη με αφετηρία τα μνημόνια έχουν ξεκινήσει στην ελληνική οικονομία, με φόντο τη διαμόρφωση του λεγόμενου νέου «παραγωγικού προτύπου», που αποτελεί τη στρατηγική επιλογή του ΣΕΒ και των άλλων τμημάτων του κεφαλαίου.
Σε αντίθεση με τα παραπάνω, σε ό,τι αφορά την ιδιωτική κατανάλωση προβλέπεται ετήσιος ρυθμός αύξησης κατά μέσο όρο μόλις στο 1,1%, πολύ χαμηλότερα σε σύγκριση με το ΑΕΠ. Μάλιστα, το ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη πρόβλεψη «φιλόδοξη», επισημαίνοντας ότι «η πίεση που ασκούν στο διαθέσιμο εισόδημα οι φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις των νοικοκυριών δεν φαίνεται να στηρίζουν μια τέτοια αισιοδοξία».
Εξάλλου, σύμφωνα με το προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2019, οι αναμενόμενες «αυξήσεις» στους μέσους ονομαστικούς μισθούς για το 2019 αναμένονται μόλις στο 1,4%. Την ίδια ώρα, (σύμφωνα με το προσχέδιο) ο επίσημος πληθωρισμός για το 2019 θα ανακάμψει, «τρέχοντας» με ρυθμό 1,2%, ροκανίζοντας τις όποιες αυξήσεις - ψίχουλα στους ονομαστικούς μισθούς. Σε αυτήν τη βάση, οι λεγόμενες «πραγματικές αυξήσεις» (μετά την αφαίρεση του επίσημου πληθωρισμού) ελαχιστοποιούνται μόλις στο 0,2% και βέβαια χωρίς να υπολογίζονται επ' αυτών οι διογκωμένοι φόροι, που επέρχονται από την εμφανιζόμενη... «αύξηση» του ονομαστικού εισοδήματος των εργαζομένων, όσο και, πολύ περισσότερο, η συνολική ένταση της απόλυτης και σχετικής εκμετάλλευσης, στην «απογείωση» της οποίας στρώνει το χαλί το αντεργατικό πλαίσιο των τριών μνημονίων που παραμένει άθικτο και ενισχύεται.
Την ίδια ώρα, σύμφωνα με το κυβερνητικό «αναπτυξιακό σχέδιο», ένα από τα εργαλεία για την τόνωση της καπιταλιστικής κερδοφορίας είναι η διόγκωση των δαπανών του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ), δηλαδή του πακτωλού που κατευθύνεται προς τους ισχυρούς επιχειρηματικούς ομίλους. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους, οι σχετικές δαπάνες από 6,75 δισ. ευρώ το 2018 θα φτάσουν τα 7,3 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση για την περίοδο 2019 - 2022, συνολικά τα επόμενα 5 χρόνια 45 - 50 δισ. ευρώ από το ΠΔΕ και από τη «συνεργασία της κυβέρνησης με τα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα». Το «αναπτυξιακό σχέδιο» κάνει και ειδική αναφορά στα εργαλεία χρηματοδότησης, όπως το λεγόμενο «πακέτο Γιούνκερ», οι χρηματοδοτήσεις από το ΕΣΠΑ, την ΕΤΕΠ, την EBRD κ.ά.
Στο σημερινό τετρασέλιδο «Διεθνή και Οικονομία» μπορείτε να διαβάσετε:
ΕΓΧΩΡΙΟ ΑΕΠ: Ανάκαμψη για το κεφάλαιο με «ελατήριο» την αντιλαϊκή πολιτική
ΕΜΠΟΡΙΟ ΡΥΠΩΝ: «Φιλοπεριβαλλοντική» κερδοφορία που πληρώνουν πανάκριβα τα λαϊκά στρώματα
ΓΕΡΜΑΝΙΑ: Κλείνει το 44% των μαιευτικών κλινικών με όρους «κόστους - οφέλους»
ΡΩΣΙΑ - ΑΙΓΥΠΤΟΣ: Διευρύνουν τη διμερή συνεργασία τους και υπογράφουν συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας