ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 28 Απρίλη 2001
Σελ. /40
ΞΕΝΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΑΣ
Η ελληνική οικονομία στη ζώνη του ευρώ

Ομιλία του διοικητή κ. Λουκά Παπαδήμου, προς την τακτική γενική συνέλευση των μετόχων, στις 27 του Απρίλη 2001

Το έτος 2000 ήταν σταθμός στην πορεία της ελληνικής οικονομίας. Στη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ενωσης τον περασμένο Ιούνη επιβεβαιώθηκε ότι η Ελλάδα είχε ικανοποιήσει τα απαιτούμενα κριτήρια σύγκλισης για την ένταξή της στη ζώνη του ευρώ από την 1η Ιανουαρίου 2001. Η υιοθέτηση από την Ελλάδα του ενιαίου νομίσματος αποτελεί το επιστέγασμα μιας μακρόχρονης και δύσκολης προσπάθειας για τη σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας. Ο υψηλός βαθμός μακροοικονομικής σταθερότητας που επιτεύχτηκε τα τελευταία χρόνια έχει αποφέρει πολλαπλά οφέλη και έχει συντελέσει στην επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, ο οποίος το 2000 υπερέβη, για πέμπτο κατά σειρά έτος, το μέσο ρυθμό ανάπτυξης στη ζώνη του ευρώ.

Προκλήσεις για την οικονομική πολιτική

Οι προσπάθειες της οικονομικής πολιτικής και των κοινωνικών εταίρων πρέπει να εστιαστούν στην εξασφάλιση δύο βασικών προϋποθέσεων για ταχύρυθμη και διατηρήσιμη ανάπτυξη στο έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον της Ενωμένης Ευρώπης - δηλαδή δύο «ενδιάμεσων στόχων», οι οποίοι είναι: πρώτον, η συνεχής αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας και, δεύτερον, η ολοκλήρωση της διαδικασίας δημοσιονομικής εξυγίανσης.

Ο περιορισμός του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ είναι αναγκαίος όχι μόνο για να εξασφαλιστεί μακροπρόθεσμα η δημοσιονομική σταθερότητα, αλλά και για να απελευθερωθούν πόροι για την ενίσχυση της απασχόλησης και της επιχειρηματικότητας και τη βελτίωση της οικονομικής και κοινωνικής υποδομής. Οι συνέπειες για την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη θα είναι θετικές. Το χαμηλό οριακό κόστος εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, λόγω της ένταξης στη ζώνη του ευρώ, η προγραμματιζόμενη φορολογική μεταρρύθμιση και η αναμόρφωση του συστήματος ελέγχου των δαπανών μπορούν και πρέπει να αξιοποιηθούν για τη δημιουργία των αναγκαίων πλεονασμάτων, ώστε να μειωθεί με ικανοποιητικό ρυθμό το δημόσιο χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ.

Κυριότερος παράγοντας με σοβαρές μακροπρόθεσμες συνέπειες για τη δημοσιονομική ισορροπία είναι το σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης, και ειδικότερα οι συνδυασμένες επιπτώσεις της σημερινής του κατάστασης και των δυσμενών δημογραφικών προοπτικών. Εάν τα βασικά χαρακτηριστικά, οι εσωτερικές παράμετροι του ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος, όπως είναι η σχέση και το ύψος των εισφορών και των παροχών, τα όρια ηλικίας και ο οργανωτικός κατακερματισμός μείνουν αμετάβλητα, τότε επαυξάνεται το μέγεθος της δημοσιονομικής επιβάρυνσης που θα προκύψει στο μέλλον, εφόσον επαληθευτούν οι προβολές για την ηλικιακή σύνθεση του πληθυσμού. Πέρα από τις εσωτερικές παραμέτρους του ασφαλιστικού συστήματος, αυτό επηρεάζεται και από εξωτερικούς παράγοντες, που προσδιορίζουν τη διαχρονική εξέλιξη του πληθυσμού, της απασχόλησης και της παραγωγικότητας, και γενικότερα από τη μακροοικονομική και τη διαρθρωτική πολιτική.

Στις προς διερεύνηση διεξόδους περιλαμβάνονται, όπως είναι φυσικό, η εφαρμογή πολιτικών που ενθαρρύνουν την αύξηση του ποσοστού απασχόλησης και ευνοούν την άνοδο της παραγωγικότητας. Επιπλέον, ο περιορισμός της εισφοροδιαφυγής θα συντελέσει στην άμβλυνση του προβλήματος και πρέπει να αποτελέσει άμεση προτεραιότητα. Παράλληλα όμως, η εξασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος απαιτεί παρεμβάσεις στις εσωτερικές παραμέτρους του ισχύοντος συστήματος καθώς και στους βασικούς «πυλώνες» ασφάλισης και στους τρόπους αξιοποίησης των διαθεσίμων των Ταμείων.

Η τελική επιλογή των συγκεκριμένων παραμέτρων ή προτύπων για τη μεταρρύθμιση του συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης αποτελεί βεβαίως αρμοδιότητα της πολιτείας, η οποία κατέθεσε ήδη τις αρχικές προτάσεις της και κάλεσε τους κοινωνικούς και πολιτικούς φορείς να καταθέσουν τις δικές τους, ώστε να προχωρήσει ο διάλογος στους επόμενους μήνες. Η Τράπεζα της Ελλάδος δεν είναι αρμόδια να υποδείξει τρόπους επίλυσης του προβλήματος, αλλά έχει την υποχρέωση να επισημάνει το μέγεθος και την ανάγκη έγκαιρης αντιμετώπισής του, ώστε να διασφαλιστεί η δημοσιονομική ισορροπία μακροπρόθεσμα και να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Για το λόγο αυτό είναι χρήσιμο να γίνουν οι εξής επισημάνσεις: Είναι σαφές, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, ότι το πρόβλημα είναι μεγάλο και σύνθετο και ότι η επίλυσή του απαιτεί ουσιαστικές παρεμβάσεις, οι οποίες πρέπει να υλοποιηθούν σταδιακά, προκειμένου η μετάβαση στο νέο σύστημα να είναι ομαλή. Οι τελικές αποφάσεις είναι σκόπιμο να ληφθούν μετά από γόνιμο διάλογο, ο οποίος πρέπει να επικεντρωθεί στην καλύτερη κατανόηση του προβλήματος και στη διεξοδική εξέταση των προτεινόμενων ρυθμίσεων. Με αυτόν τον τρόπο, θα διευκολυνθεί και η επίτευξη συναίνεσης όσον αφορά τις βασικές επιλογές. Οι λύσεις που τελικά θα επιλεγούν θα είναι αποτελεσματικότερες και περισσότερο κοινωνικά αποδεκτές στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης προσέγγισης του προβλήματος, όπου η πολιτική για την απασχόληση και η φορολογική πολιτική θα συμβάλλουν σε αύξηση του αριθμού των ασφαλισμένων, οι εισφορές των οποίων αποτελούν την κύρια πηγή εσόδων του συστήματος. Τέλος, η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος πρέπει όχι μόνο να βασίζεται σε σωστή θεωρητική αντιμετώπιση, αλλά και να διασφαλίζει τον αποτελεσματικό τρόπο λειτουργίας του στην πράξη.

Σε κάθε περίπτωση, η γήρανση του πληθυσμού και η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος (ή, κατ' ελάχιστον, η κάλυψη του κόστους των μεταβατικών ρυθμίσεων που είναι απαραίτητο και αναπόφευκτο να συνοδεύσουν τη μεταρρύθμιση) θα απαιτήσουν τη διάθεση πρόσθετων δημόσιων πόρων. Ομως, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον, η δυνατότητα αξιοποίησης των προβλεπόμενων μελλοντικών δημοσιονομικών πλεονασμάτων είναι περιορισμένη, εφόσον προέχει η μείωση του δημόσιου χρέους. Η ύπαρξη του περιοριστικού αυτού παράγοντα υποδηλώνει ότι η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να επιδιώξει με συστηματικό τρόπο τον περιορισμό των μη παραγωγικών δαπανών τα επόμενα χρόνια, δεδομένου ότι δεν είναι σκόπιμη η αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης, μεταξύ άλλων και λόγω των δυσμενών συνεπειών που αυτή θα είχε στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

Επομένως, η αύξηση των φορολογικών εσόδων, που είναι αναγκαία, πρέπει να προέρχεται από την άνοδο της οικονομικής δραστηριότητας και τη μείωση της φοροδιαφυγής.

Η σημαντική και συνεχής βελτίωση της ανταγωνιστικότητας αποτελεί το κύριο μέσο για τη σταθερή άνοδο του πραγματικού εισοδήματος και της απασχόλησης μακροπρόθεσμα. Επειδή στην περίπτωση της Ελλάδος η εγχώρια ζήτηση δεν επαρκεί για να στηρίξει μακροπρόθεσμα ένα σταθερά υψηλό ρυθμό ανόδου των πραγματικών εισοδημάτων, αυξάνεται η σημασία της εξωτερικής ζήτησης και της υποκατάστασης των εισαγωγών, άρα και η ανάγκη για ανταγωνιστική παρουσία της ελληνικής παραγωγής στην παγκόσμια αλλά και στην εγχώρια αγορά, με προϊόντα και υπηρεσίες που θα ζητούνται στο μέλλον. Επομένως, η διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας απαιτεί άνοδο της παραγωγικότητας, από το σχετικά χαμηλό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται σήμερα, ώστε να μειωθεί το κόστος παραγωγής. Απαιτεί, επίσης, επενδύσεις προσανατολισμένες στις εξαγωγές και στην υποκατάσταση των εισαγωγών, δηλαδή επενδύσεις που θα καθιστούν δυνατή την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών με τις ποιοτικές προδιαγραφές που «υποδεικνύει» η εξωτερική και η εγχώρια ζήτηση. Η προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων και η ανάπτυξη της «νέας οικονομίας» είναι δύο διαδικασίες - σε μεγάλο βαθμό αλληλένδετες - που μπορούν να συμβάλουν προς αυτήν την κατεύθυνση, επειδή συντελούν στον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό των επιχειρήσεων και στην εισαγωγή αποτελεσματικότερων μεθόδων οργάνωσης και διοίκησης (ως προς τις οποίες η μέση ελληνική επιχείρηση υστερεί).

Στην ουσιαστική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας αναμένεται να οδηγήσουν η συνεχής και σημαντική αύξηση των επιχειρηματικών επενδύσεων και των δημόσιων επενδύσεων υποδομής τα τελευταία χρόνια, καθώς και η εν εξελίξει απελευθέρωση των αγορών των τηλεπικοινωνιών και της ενέργειας (που έχει ήδη οδηγήσει στην ταχεία ανάπτυξη του πρώτου τομέα και στην εκδήλωση ζωηρού επενδυτικού ενδιαφέροντος για το δεύτερο). Το ίδιο αποτέλεσμα θα έχει και η προώθηση θεσμικών ρυθμίσεων που θα διευκολύνουν την ίδρυση νέων επιχειρήσεων, θα βελτιώσουν το νομικό καθεστώς που διέπει τις εξαγορές και τις συγχωνεύσεις (καθιστώντας το απλούστερο και σαφέστερο) και θα ενθαρρύνουν την εισαγωγή καινοτομιών και την ανάπτυξη της «κοινωνίας της πληροφορίας», ευνοώντας έτσι την επιχειρηματικότητα. Οι παράγοντες αυτοί θα συμβάλουν και στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων, ιδίως μάλιστα εάν η αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος και η μεταρρύθμιση του συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης τα καταστήσουν περισσότερο ανταγωνιστικά και εάν οι αλλαγές στην εκπαίδευση οδηγήσουν σε ποιοτική αναβάθμιση της προσφοράς εργασίας.

Αν και η σημαντική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας θα συντελέσει αποφασιστικά στην ταχύτερη άνοδο του ΑΕΠ και της απασχόλησης, η αντιμετώπιση του προβλήματος της ανεργίας απαιτεί και πρόσθετες πολιτικές. Η πλήρης αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού αποτελεί κεντρικό στόχο της οικονομικής πολιτικής, επειδή είναι πρώτιστη κοινωνική επιλογή και θα οδηγήσει σε αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων, αλλά και στη διασφάλιση της δημοσιονομικής σταθερότητας.

Από την εξέταση της ευρωπαϊκής εμπειρίας προκύπτει ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που αυξάνουν την ευελιξία της αγοράς εργασίας μπορούν να συμβάλουν στη μείωση του ποσοστού ανεργίας. Από την εξέταση όμως των εξελίξεων στις χώρες που μείωσαν αισθητά την ανεργία προκύπτει ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η συνοχή μεταξύ των επιμέρους θεσμικών ρυθμίσεων ή πρακτικών και της μακροοικονομικής πολιτικής συντέλεσε σε ταχύτερη ανάπτυξη και λιγότερη ανεργία. Η στρατηγική που έχει υιοθετηθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επιδιώκει ακριβώς τη συνοχή μεταξύ της μακροοικονομικής πολιτικής, των διαρθρωτικών προσαρμογών, των ειδικών πολιτικών για την απασχόληση και της διαδικασίας καθορισμού των μισθολογικών αυξήσεων. Η υλοποίηση της στρατηγικής αυτής αναμένεται ότι θα οδηγήσει σε μείωση του ποσοστού ανεργίας που είναι συμβατό με χαμηλό πληθωρισμό, διευκολύνοντας την άσκηση της ενιαίας νομισματικής πολιτικής για την εξασφάλιση της σταθερότητας των τιμών.

Οσον αφορά την Ελλάδα, ο πρόσφατος Νόμος 2874/2000 περιλαμβάνει χρήσιμα μέτρα, αλλά η αξιοποίηση εκείνων των ρυθμίσεών του που αφορούν την ευελιξία του χρόνου εργασίας θα εξαρτηθεί κυρίως από τις πρωτοβουλίες και την ανταπόκριση των κοινωνικών εταίρων. Επίσης, μεγάλη σημασία έχουν αλλαγές στα συστήματα φορολογίας εισοδήματος και Κοινωνικής Ασφάλισης που θα τα καταστήσουν περισσότερο «φιλικά» προς τη μισθωτή απασχόληση στον «επίσημο» τομέα της οικονομίας, καθώς και η μονιμότερη και αποτελεσματικότερη ενσωμάτωση των μεταναστών στην αγορά εργασίας, η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη προγραμμάτων εκπαίδευσης και κατάρτισής τους.

Η αναβάθμιση της εκπαίδευσης θα στηρίξει με διάφορους τρόπους την ταχύτερη ανάπτυξη της οικονομίας, ιδίως μιας οικονομίας βασισμένης στη γνώση. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η αναμόρφωση της γενικής εκπαίδευσης, ώστε, μεταξύ άλλων, οι εκπαιδευόμενοι να αποκτούν δεξιότητες μάθησης, οι οποίες θα τους προσφέρουν ευελιξία σε ένα περιβάλλον συνεχώς μεταβαλλόμενων γνώσεων και τεχνολογιών. Ηδη γίνονται σημαντικά βήματα προς την κατεύθυνση της αναβάθμισης και πρέπει να γίνουν και άλλα, επειδή με την αναμόρφωση της εκπαίδευσης και τη διάχυση των νέων γνώσεων αναβαθμίζεται ποιοτικά η προσφορά εργασίας και, ταυτόχρονα, δημιουργούνται προϋποθέσεις για την αύξηση της παραγωγικότητας, την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και τη βελτίωση των μεθόδων οργάνωσης και διοίκησης των επιχειρήσεων.

Η προοπτική της πραγματικής σύγκλισης είναι μια μακροπρόθεσμη προοπτική. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, εάν το ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ενωσης αυξάνεται σταθερά με ετήσιο ρυθμό 3% και το ΑΕΠ της Ελλάδος με ρυθμό της τάξεως του 5%, τότε το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδος θα συγκλίνει με το αντίστοιχο της Ευρωπαϊκής Ενωσης περίπου σε μία εικοσαετία. Προκειμένου να συντμηθεί ο χρόνος της σύγκλισης, προφανώς απαιτείται η επίτευξη υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης. Αυτή προϋποθέτει ότι θα προωθηθούν ταχύτατα διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να αυξηθεί η παραγωγικότητα και η αποτελεσματικότητα της λειτουργίας των αγορών, να αναβαθμιστεί το υλικό και το ανθρώπινο κεφάλαιο της οικονομίας, να προχωρήσει ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης και του επιχειρηματικού τομέα και να προσελκυστούν ξένες επενδύσεις. Προϋποθέτει επίσης ότι θα ολοκληρωθεί η διαδικασία δημοσιονομικής εξυγίανσης, η οποία περιλαμβάνει και την έγκαιρη αντιμετώπιση του προβλήματος της Κοινωνικής Ασφάλισης. Παράλληλα, πρέπει να συνειδητοποιηθεί από όλους το μέγεθος της προσπάθειας που απαιτείται για την επίτευξη, σε εύλογο χρονικό διάστημα, της πραγματικής σύγκλισης και να γίνουν με συναίνεση οι επιλογές που θα τη διευκολύνουν. Με τον τρόπο αυτό θα εδραιωθεί στη χώρα μας κλίμα σταθερότητας και ανάπτυξης.

Η ονομαστική σύγκλιση έως το 2000 και η ένταξη της Ελλάδος στην ΟΝΕ ήταν ένας στόχος, ο οποίος εθεωρείτο ιδιαίτερα φιλόδοξος, αν όχι ανέφικτος, ακόμη και πριν από μερικά χρόνια. Το δύσκολο αυτό εγχείρημα ολοκληρώθηκε όμως με επιτυχία, επειδή εφαρμόστηκε η κατάλληλη πολιτική, καταβλήθηκαν οι αναγκαίες προσπάθειες από τους κοινωνικούς εταίρους και υπήρχε ευρεία κοινωνική αποδοχή. Εάν το όραμα της πραγματικής σύγκλισης και της πλήρους απασχόλησης, το οποίο κατά τεκμήριο πρέπει να χαίρει ευρύτατης αποδοχής, διαποτίζει τις επιδιώξεις και καθοδηγεί τις ενέργειες των κοινωνικών εταίρων και της πολιτείας, τότε και αυτό θα γίνει πραγματικότητα.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ