Eurokinissi |
Στόχος της κυβέρνησης, ενόψει και των εκλογών, είναι να καλλιεργήσει την ψευδαίσθηση ότι πλέον αλλάζει η κατάσταση για τους εργαζόμενους, ότι με το «τέλος των μνημονίων» δημιουργούνται «νέα δεδομένα» για τη ζωή τους, για μια «αποκατάσταση βήμα βήμα» στους μισθούς και τα δικαιώματά τους.
Τίποτα απ' όλα τα παραπάνω βέβαια δεν ισχύει. Η αναμόρφωση του κατώτατου μισθού όχι μόνο δεν αποτελεί «βήμα» για την αναστροφή της αντιλαϊκής επίθεσης, αλλά ίσα - ίσα, με τους όρους που γίνεται, επιβεβαιώνει τη μονιμοποίηση και την εμβάθυνση όλου του αντεργατικού πλαισίου και στη «μεταμνημονιακή» περίοδο.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ το 2015 έλεγε ότι ο πρώτος νόμος που θα έφερνε στη Βουλή θα ήταν η επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, η κατάργηση του «υποκατώτατου» για τους νέους, η επαναφορά των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας...
Επί τέσσερα ολόκληρα χρόνια, ωστόσο, διατήρησε τα ψίχουλα του κατώτατου μισθού των 586 ευρώ μεικτά, το αίσχος του «υποκατώτατου» μισθού των 511 ευρώ μεικτά για τους νέους κάτω των 25 χρόνων, όλο το αντεργατικό οπλοστάσιο που μαζί με τους άθλιους κατώτατους μισθούς επέτρεψε στην εργοδοσία μέσα σε αυτά τα τέσσερα χρόνια να κλιμακώσει ακόμα παραπέρα το χτύπημά της συνολικά στους μισθούς των εργαζομένων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο μέσος μισθός, από τα 1.200 ευρώ το 2012, σήμερα είναι κάτω από τα 900 ευρώ μεικτά...
Ετσι, αντί για «ενίσχυση της θέσης των εργαζομένων», όπως διατείνεται, η κυβέρνηση κάνει ακριβώς τα αντίθετα: Με την εφαρμογή του νόμου Βρούτση - Αχτσιόγλου καταργεί μόνιμα τις συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον κατώτατο μισθό, ο καθορισμός του οποίου θα γίνεται με Υπουργική Απόφαση και με κριτήριο την «ανταγωνιστικότητα» και την «παραγωγικότητα», δηλαδή με βάση τη θωράκιση των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου.
Με βάση ακριβώς αυτό το κριτήριο, τις «αντοχές» της «ανταγωνιστικότητας» και των καπιταλιστικών κερδών, η κυβέρνηση απορρίπτει σταθερά την επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, όπως και το δικαίωμα των εργαζομένων με τη δύναμη της ταξικής πάλης να μάχονται και να διαπραγματεύονται συλλογικά για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού και τη διαμόρφωση της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.
Την ίδια ώρα, η εργασιακή ζούγκλα, που βιώνουν εκατοντάδες χιλιάδες μισθωτοί, δεν αλλάζει από τις κυβερνητικές αποφάσεις για τον κατώτατο μισθό. Στην προσπάθειά του να δείξει πόσο «φιλεργατικός» είναι, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται και... γαλαντόμος με τα 650 ευρώ μεικτά. Ομως, η αλήθεια είναι ότι ο κατώτατος μισθός που θα εισπράττει καθαρά ο εργαζόμενος, μετά την αφαίρεση των ασφαλιστικών του εισφορών, θα διαμορφωθεί μόλις στα 542,79 ευρώ, από 489,31 ευρώ σήμερα. Και αυτό όταν για τέσσερα ολόκληρα χρόνια διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ, οι εργαζόμενοι δεν έλαβαν ούτε ένα ευρώ αύξηση..!
Μάλιστα, μετά τη νέα μείωση του αφορολόγητου από την 1/1/2020, την οποία έχει ήδη ψηφίσει ο ΣΥΡΙΖΑ, και την επιβολή φόρου σε αυτά τα ποσά που μέχρι και φέτος δεν εμπίπτουν στη φορολογία, το ποσό αυτό θα μειωθεί στα 514,75 ευρώ. Δηλαδή, η πραγματική αύξηση που θα φτάνει στην τσέπη του μισθωτού τον επόμενο χρόνο θα είναι μόλις 25,44 ευρώ και σε ποσοστό 5,2%, καθώς η υπόλοιπη αύξηση θα κατευθυνθεί προς τα ταμεία του κράτους και από κει με διάφορους τρόπους ξανά στη στήριξη του μεγάλου κεφαλαίου. Και όλα αυτά, μάλιστα, χωρίς να συνυπολογιστεί το γεγονός ότι ήδη στον προϋπολογισμό του 2019 προβλέπονται 1 δισ. ευρώ πρόσθετοι φόροι, οι οποίοι επιβαρύνουν τα εργατικά - λαϊκά νοικοκυριά...
Επιπλέον, σύμφωνα με την απόφαση, ο χρόνος προϋπηρεσίας των μισθωτών στον ίδιο εργοδότη, ο οποίος «πάγωσε» το 2012, θα συνεχίσει να μην υπολογίζεται και έτσι οι επιχειρήσεις θα συνεχίσουν να γλιτώνουν την προσαύξηση των τριετιών. Και αυτό, όπως προβλέπει η μνημονιακή νομοθεσία που διατηρείται άθικτη, θα συνεχιστεί μέχρι η ανεργία να πέσει κάτω από το 10%!
Οσο για την κατάργηση του «υποκατώτατου» μισθού, η κυβέρνηση φρόντισε εκ των προτέρων και επιδοτεί τους εργοδότες με το 50% των ασφαλιστικών εισφορών για τους νέους εργαζόμενους, μεταφέροντας έτσι το βάρος από τις επιχειρήσεις στη φορολογία των εργαζομένων και του λαού.
Και είναι αυτή ακριβώς η πολιτική στήριξης της μεγαλοεργοδοσίας που «ανοίγει την όρεξη» σε όλους τους εργοδοτικούς φορείς, ΣΕΒ, ΣΕΤΕ, ΣΒΒΕ, επιμελητήρια, οι οποίοι με αφορμή τις κυβερνητικές εξαγγελίες προβάλλουν νέες αξιώσεις για φοροαπαλλαγές και παραπέρα μείωση των εργοδοτικών εισφορών προς την Ασφάλιση, με στόχο την πλήρη απαλλαγή τους, προτάσσοντας τη διασφάλιση της «ανταγωνιστικότητάς» τους, τον πυρήνα δηλαδή του αντεργατικού νόμου Βρούτση - Αχτσιόγλου που βάζει σε εφαρμογή η κυβέρνηση.
Η κυβέρνηση σκόπιμα επικεντρώνει το ζήτημα των όρων πώλησης της εργατικής δύναμης αποκλειστικά γύρω από τον κατώτατο μισθό, την ίδια ώρα που όλες οι υπόλοιπες παράμετροι για τους εργαζόμενους, οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας και οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, οι μισθοί συνολικά, τα ωράρια, οι απολύσεις, η Υγιεινή και Ασφάλεια στην Εργασία, τα εργατικά «ατυχήματα», όχι μόνο δεν βελτιώνονται, αλλά συνεχώς χειροτερεύουν, σε ολοένα και μεγαλύτερη αντίθεση με τον πλούτο που παράγει η εργατική τάξη.
Σκόπιμα αποσιωπά η κυβέρνηση το γεγονός ότι η διατήρηση όλου του αντεργατικού πλαισίου, πάνω στο οποίο πατάει η εργασιακή ζούγκλα, είναι αυτή που θα μετατρέψει σε «φτερό στον άνεμο» τα μερικές δεκάδες ευρώ αύξηση στον κατώτατο μισθό.
Μέσα σε αυτήν την εργασιακή ζούγκλα, ένας στους δύο μισθωτούς του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου το 2018 έχει μισθό κάτω από 800 ευρώ μεικτά... Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο ειδικό τεύχος του πληροφοριακού συστήματος «Εργάνη» για το 2018, προκύπτει ότι το 51,38% των μισθωτών έχουν μεικτό μισθό μέχρι 800 ευρώ.
Δηλαδή, έχουν μισθό ίσο και μικρότερο από το ύψος του κατώτερου μισθού που ίσχυε μέχρι την ψήφιση της ΠΥΣ 6/2012, (δηλαδή τα 751 ευρώ μικτά) με την οποία σε μια νύχτα καρατομήθηκε κατά 22% και 32%.
Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία για το 2018, το 22,13% των μισθωτών δουλεύουν με μερική και εκ περιτροπής απασχόληση και λαμβάνουν κάτω από 500 ευρώ μεικτά, που σημαίνει ότι 422.150 μισθωτοί, εξαιτίας της υποαπασχόλησης, έχουν μηνιαίο εισόδημα κάτω και από τα ψίχουλα του κατώτατου μισθού. Εννοείται ότι η αύξηση που θα δουν αυτοί οι 400 και πλέον χιλιάδες «ευέλικτοι» εργαζόμενοι θα είναι ακόμα μικρότερη, με τους μισθούς που λαμβάνουν να παραμένουν μισθοί πείνας.
Την ίδια ώρα, με την κατάργηση των Συλλογικών Συμβάσεων στη συντριπτική πλειοψηφία των κλάδων και των επιχειρήσεων, εργαζόμενοι που αμείβονται με κάτι περισσότερο από τον κατώτατο μισθό, καταγράφονταν να παίρνουν μισθό 586 ευρώ, ενώ τα υπόλοιπα χρήματα εμφανίζονταν ως «οικειοθελής παροχή» του εργοδότη. Αυτοί οι χιλιάδες εργαζόμενοι δεν πρόκειται τώρα να δουν καμία αύξηση στην τσέπη τους, αφού ο ονομαστικός τους μισθός θα «αυξηθεί», αλλά ο πραγματικός μισθός που θα παίρνουν θα είναι ίδιος...
Με δυο λόγια, αυτό που αποδεικνύεται είναι ότι η μεγαλοεργοδοσία διαθέτει τόσα όπλα στα χέρια της, που χωρίς να καταργηθεί όλος αυτός ο θανατηφόρος ιστός της «ευελιξίας», της υποαπασχόλησης, της υποδηλωμένης εργασίας, της μαύρης και αδήλωτης εργασίας, αν δεν καταργηθεί το αντεργατικό οπλοστάσιο που διαμόρφωσαν και διαμορφώνουν για το κεφάλαιο η σημερινή και οι προηγούμενες κυβερνήσεις, καμιά ουσιαστική βελτίωση δεν πρόκειται να δουν οι εργαζόμενοι.
Γι' αυτό οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να δείξουν καμιά εμπιστοσύνη στις διακηρύξεις και στην ψεύτικη «ελπίδα» που μοιράζει η κυβέρνηση. Προπάντων, να μη συμβιβαστούν με το χαμήλωμα των απαιτήσεων και τη λογική του «μικρότερου κακού» που προσπαθεί να επιβάλει, αξιοποιώντας και τον ανταγωνισμό με τη ΝΔ για την «πατρότητα» της μνημονιακής νομοθεσίας.
Αλλωστε, ακόμα και η σημερινή εξέλιξη, με τη μικρή αύξηση του κατώτατου μισθού, έγινε κάτω από την πίεση του αγώνα των ίδιων των εργαζομένων, με πρωταγωνιστή τις δυνάμεις του ΠΑΜΕ και με την πλατιά συσπείρωση που επιτεύχθηκε γύρω από την πρόταση νόμου που υπέγραψαν 530 συνδικαλιστικές οργανώσεις, την οποία μάλιστα δύο φορές κατέθεσε το ΚΚΕ στη Βουλή και ισάριθμες φορές απορρίφθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ και τα άλλα αστικά κόμματα. Στην κατεύθυνση αυτή πρέπει σήμερα να στρατευτούν ακόμα περισσότεροι εργαζόμενοι, ακόμα περισσότερα συνδικάτα, για να ενισχυθεί η πάλη που έχει στις σημαίες της τις σύγχρονες ανάγκες των εργαζομένων.
Πραγματική και μόνιμη ανακούφιση για το λαό δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς ανάκτηση των απωλειών με κατάργηση όλων των μνημονιακών νόμων, όλου του αντεργατικού πλαισίου που διαμόρφωσαν η σημερινή και οι προηγούμενες κυβερνήσεις.
Κι αυτό προϋποθέτει ένταση της πάλης, με κριτήριο τις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες, σύγκρουση με την πολιτική που υπηρετεί την κερδοφορία και τις ανάγκες των λίγων, των επιχειρηματικών ομίλων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, σε μια προσπάθεια να συσκοτίσει την καθοριστική συμβολή του στην άθλια κατάσταση που βιώνουν οι εργαζόμενοι, ισχυρίζεται ότι η εργασιακή ζούγκλα είναι κάτι που κληρονόμησε από τους προκατόχους του και τις «νεοφιλελεύθερες εμμονές» των δανειστών, το οποίο παλεύει «βήμα βήμα» να ανατρέψει...
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο διατήρησε άθικτο όλο το αντεργατικό οπλοστάσιο που διαμόρφωσαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις, αλλά πάνω σε αυτό φόρτωσε νέα βαριά αντεργατικά μέτρα για να υπηρετήσει τα συμφέροντα του κεφαλαίου, νέες, πραγματικά «εμβληματικές» νομοθετικές παρεμβάσεις που έλυσαν ακόμα περισσότερο τα χέρια των καπιταλιστών για την ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων.
Μεταξύ άλλων ξεχωρίζουν τα εξής:
Η αντεργατική πολιτική της σημερινής κυβέρνησης και των προκατόχων της έχει χειροπιαστά αποτελέσματα. Ολα τα παραπάνω, μαζί με τα μέτρα των προηγούμενων, ενίσχυσαν την εργασιακή ζούγκλα και, παρά τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς για «μείωση της ανεργίας», διαμόρφωσαν συνθήκες υποαπασχόλησης, κινητικότητας και προσωρινότητας στην εργασία σε ακόμα μεγαλύτερα μεγέθη, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα, οδηγώντας ταυτόχρονα σε ακόμα μεγαλύτερη συμπίεση του εργατικού εισοδήματος.
Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ η μερική απασχόληση σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Την περίοδο 2011 - 2017 αυξήθηκε κατά 120%. Το 2011 η αναλογία των θέσεων πλήρους και μερικής απασχόλησης στο σύνολο της απασχόλησης ήταν περίπου 80% - 20%. Το 2017 η αναλογία αυτή γίνεται 70% - 30%. Τα στοιχεία του συστήματος «Εργάνη», για τις ροές απασχόλησης, δείχνουν ότι οι νέες προσλήψεις μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης από 46,15% των συνολικών προσλήψεων το 2011, πλέον κυριαρχούν, φτάνοντας το 55% το 2017.
Την ίδια περίοδο, ο μέσος μεικτός μισθός της συνολικής απασχόλησης μειώθηκε πάνω από 25%.
Ενώ αυξήθηκε η συνολική απασχόληση, μειώθηκε η συνολική μισθολογική δαπάνη, γεγονός που δείχνει τα τεράστια περιθώρια κέρδους και έντασης της εκμετάλλευσης που διαμόρφωσε για το κεφάλαιο η αντεργατική νομοθεσία.
Πάνω σε αυτό το έδαφος, με τη στήριξη αυτής της πολιτικής, απογειώνεται και η εργοδοτική ασυδοσία. Γι' αυτό είναι τουλάχιστον προκλητικοί οι ισχυρισμοί της κυβέρνησης για ενίσχυση του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας και της θέσης των εργαζομένων, όταν τα στοιχεία δείχνουν μείωση των ελέγχων και των αντίστοιχων προστίμων...
Εκδήλωση την Τετάρτη 6/2, με κεντρικό ομιλητή τον Δ. Κουτσούμπα
Κεντρικός ομιλητής στην εκδήλωση θα είναι ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτρης Κουτσούμπας. Θα μιλήσουν επίσης στελέχη του Κόμματος και συνδικαλιστές.
Το Τμήμα της ΚΕ και η ΚΟ Αττικής φιλοδοξούν να φιλοξενήσουν στην εκδήλωση εκατοντάδες εργαζομένους από κλάδους και χώρους δουλειάς, με τους οποίους οι κομμουνιστές έδωσαν μαζί σημαντικές μάχες στο κίνημα το προηγούμενο διάστημα, εργαζόμενους που παρά τις όποιες διαφωνίες συναντήθηκαν σε σημαντικές πρωτοβουλίες που πήραν το προηγούμενο διάστημα Ομοσπονδίες και συνδικάτα που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ.
Μέσα και από την εκδήλωση στις 6 Φλεβάρη, επιδίωξη είναι να φωτιστεί ο χαρακτήρας της αντιλαϊκής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ και των άλλων αστικών κομμάτων και ταυτόχρονα να προβληθεί η ανάγκη ισχυροποίησης του ΚΚΕ και του εργατικού κινήματος. Να προβληθούν οι θέσεις του Κόμματος ενάντια στην εργασιακή ζούγκλα, ότι δεν είναι μονόδρομος για την εργατική τάξη και το λαό η πολιτική των θυσιών, των αντιλαϊκών νόμων, του «μικρότερου κακού», αλλά η οργάνωση και η πάλη για τις σύγχρονες ανάγκες τους, η προοπτική του αγώνα ενάντια στην κυριαρχία των μονοπωλίων και την καπιταλιστική βαρβαρότητα.