Στο προσκήνιο έρχονται και πάλι τα ζητήματα των στρατιωτικών σχολών, με αφορμή διαρροές που είδαν το φως της δημοσιότητας περί σχεδιασμού ίδρυσης Πανεπιστημίου Ενόπλων Δυνάμεων. Μάλιστα, τεχνηέντως γίνεται προσπάθεια το ζήτημα να προβληθεί από τη σκοπιά της αγωνίας υποψήφιων σπουδαστών για τη διασφάλιση καλύτερων σπουδών και προοπτικών.
Αξίζει βέβαια να επισημανθεί ότι η συζήτηση δεν περιστρέφεται γύρω από τα πραγματικά προβλήματα που έχει η παραγωγική διαδικασία. Αυτά εστιάζονται τόσο σε επίπεδο υποδομών, όσο και περιεχομένου. Ζητήματα που πολλές φορές έχουν αναδειχθεί από όσους φοιτούν και διδάσκουν στις σχολές και αποτελούν πεδίο διεκδίκησης. Ούτε επίσης αφορά το αν και κατά πόσο τα πτυχία των αποφοίτων θα είναι αναβαθμισμένα ή όχι, ιδίως από τη στιγμή που οι φοιτούντες εισάγονται μέσω πανελλαδικών εξετάσεων και οι στρατιωτικές σχολές είναι και τυπικά ισότιμες με τις άλλες σχολές των πανεπιστημίων της χώρας. Ζητήματα που αφορούν την ουσιαστική ισοτίμησή τους (π.χ. σε σχέση με διδάσκοντες, διαδικασίες κ.λπ.) μπορούν και σήμερα να επιλυθούν, χωρίς να χρειάζεται τέτοια δομική αναμόρφωσή τους. Τέλος, είναι προφανές ότι από τη στιγμή που οι απόφοιτοι των στρατιωτικών σχολών αναλαμβάνουν αμέσως καθήκοντα στις Ενοπλες Δυνάμεις, το ζήτημα της προοπτικής τους δεν σχετίζεται με την τυπική κατάταξη των σχολών, αλλά με τις εργασιακές, μισθολογικές κ.ά. συνθήκες που θα αντιμετωπίσουν ως στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων.
Αν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, προς τι ο ντόρος;
Η ιδέα για Πανεπιστήμιο Ενόπλων Δυνάμεων είναι ουσιαστικά αμερικανικής κοπής, αφού αντίστοιχο Ιδρυμα συστάθηκε και στις ΗΠΑ το 2015, παρά το γεγονός ότι λειτουργούσε ήδη ένα εκτεταμένο και αναβαθμισμένο σύστημα ανώτατης εκπαίδευσης στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων. Διακηρυγμένος στόχος του «Army University» είναι η διευκόλυνση της κινητικότητας και της συνεργασίας με τα πολιτικά πανεπιστήμια, με ανταλλαγές φοιτητών και επιστημόνων, συνεργασία σε ερευνητικό επίπεδο κ.λπ. Ζητούμενο, όπως προκύπτει από τα σχετικά ντοκουμέντα, είναι να αναβαθμιστεί σε επίπεδο καινοτομίας και τεχνολογίας η δυναμική του αμερικανικού στρατού, σε φάση που έχουν αναβαθμιστεί οι απαιτήσεις του κεφαλαίου από αυτόν, έχουν διαφοροποιηθεί οι επιχειρησιακές ανάγκες, έχει επεκταθεί σε σφαίρες πέραν των παραδοσιακών το πεδίο της λεγόμενης εθνικής ασφάλειας (υβριδικός πόλεμος, κυβερνοεπιθέσεις κ.λπ.).
Η κυβέρνηση της ΝΔ, ήδη από το πρώτο Προεδρικό Διάταγμα που υπέγραψε ως πρωθυπουργός ο Κυρ. Μητσοτάκης, έχει τονίσει με έμφαση ότι επιδιώκει να κινηθεί σε αντίστοιχους δρόμους.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται και οι διαρροές περί Πανεπιστημίου Ενόπλων Δυνάμεων. Είναι προφανές ότι κάτι τέτοιο καμία σχέση δεν έχει με τις πραγματικές ανάγκες της παραγωγικής διαδικασίας των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων, τις ανάγκες διαρκούς αναβάθμισης των γνώσεων και των ικανοτήτων τους, μέσα από οργανωμένο σύστημα εκπαίδευσης, με την αξιοποίηση επιστημόνων υψηλού κύρους και με κατάλληλα επεξεργασμένα εκπαιδευτικά προγράμματα, μέσα και υλικά. Ο προσανατολισμός όμως αυτής της παραγωγικής διαδικασίας εξαρτάται απόλυτα από τον προσανατολισμό που δίνεται στη δράση των Ενόπλων Δυνάμεων. Αυτό και μόνο αρκεί για να καταλάβει κανείς τι επιδιώκεται μέσα και από τη συγκεκριμένη εξαγγελία, σε μια περίοδο που η ενίσχυση της «Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας» με τις ΗΠΑ, την οποία προετοίμασε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και υπέγραψε η κυβέρνηση ΝΔ, θα αποτελέσει τη βάση μεγαλύτερης εμπλοκής της χώρας και μεγαλύτερης ενσωμάτωσης των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς.
Είναι λοιπόν σαφές ότι τέτοιοι σχεδιασμοί δεν υπηρετούν ούτε τις πραγματικές ανάγκες του δυναμικού - νυν και μελλοντικού - των Ενόπλων Δυνάμεων, ούτε και της Ανώτατης Εκπαίδευσης γενικά. Υπηρετούν μόνο τους σχεδιασμούς όσων θέλουν να ευθυγραμμίσουν ακόμα περισσότερο τις στοχεύσεις συνολικά του κράτους και των θεσμών του, άρα και των πανεπιστημίων και των Ενόπλων Δυνάμεων, με τις προτεραιότητες, τις ανάγκες και τα συμφέροντα των μεγάλων μονοπωλιακών ομίλων και των διακρατικών ιμπεριαλιστικών ενώσεων που τα προωθούν και τα προασπίζονται, σε βάρος της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, από όπου και προέρχεται και ο κύριος όγκος του δυναμικού των Ενόπλων Δυνάμεων.
Τα πανεπιστήμια της χώρας, οι φοιτητές και οι νέοι επιστήμονες δεν έχουν τίποτε θετικό να περιμένουν από την εισροή κονδυλίων και ερευνητικών προγραμμάτων για τους σκοπούς του ΝΑΤΟ, ώστε να προσβλέπουν σε καλύτερη συνεργασία με τις στρατιωτικές σχολές, εφόσον αυτές συγκροτηθούν τελικά σε Πανεπιστήμιο Ενόπλων Δυνάμεων. Ηδη σήμερα, άλλωστε, το ΝΑΤΟ, ο αμερικανικός στρατός, οι στρατιωτικές υπηρεσίες της ΕΕ και άλλοι ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί βολοδέρνουν μέσα στα Ιδρύματα, επιδιώκοντας να αξιοποιήσουν τη γνώση και τη δουλειά των νέων επιστημόνων για τα ματοκυλίσματα των λαών που σχεδιάζουν. Η αντίδραση του κινήματος, που έχει ήδη αντιμετωπίσει τέτοιες περιπτώσεις μέσα στις σχολές, δείχνει το δρόμο της απάντησης στα ζητήματα αυτά.
Το δυναμικό των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας δεν έχει τίποτε θετικό να περιμένει από μια τέτοια δήθεν αναβάθμιση της παραγωγικής διαδικασίας, που μόνο στόχο έχει την ευθυγράμμιση της λειτουργίας των Ενόπλων Δυνάμεων και ως προς το παραγωγικό - εκπαιδευτικό της σκέλος με τις «βέλτιστες» αμερικανοΝΑΤΟικές πρακτικές, που εκ των πραγμάτων έρχονται σε κόντρα με τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων της χώρας, αλλά και με την εδαφική της ακεραιότητα.
Σε επιστολή του, στρατευμένος που υπηρετεί στον ΛΦΑΤ γράφει:
«Υπηρετώ στο Λόχο Φρούρησης και Απόδοσης Τιμών (ΛΦΑΤ), που εδρεύει στο Στρατόπεδο Παπάγου, στο Πεντάγωνο.
Την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση με την ανανέωση της Συμφωνίας για τις αμερικανικές βάσεις δίνει "γην και ύδωρ" στους ιμπεριαλιστές για τα δολοφονικά τους σχέδια και παίρνει τα εύσημά τους, που υπερβαίνει το ΝΑΤΟικό στόχο δαπανών για την άμυνα, στο στρατόπεδο ακούμε πως λεφτά για τις ανάγκες των φαντάρων δεν υπάρχουν, ούτε καν για να επισκευαστούν οι τουαλέτες, που έτσι κι αλλιώς δεν επαρκούν για τη μεγάλη δύναμη οπλιτών του λόχου.
Την ίδια στιγμή που φαντάροι του λόχου, όχι μόνο από την Αττική αλλά και πολλοί από την υπόλοιπη Ελλάδα, αναγκάζονται να δουλεύουν στις εξόδους τους, μας διέταξαν να υποδεχτούμε "μετά βαΐων και κλάδων", με τιμητικό άγημα, τον Αμερικανό ΥΠΕΞ Μ. Πομπέο, που ήρθε στη χώρα μας για την υπογραφή της κατάπτυστης Συμφωνίας.
Η Συμφωνία εκθέτει τη χώρα σε νέους κινδύνους, την εμπλέκει βαθύτερα στους πολεμικούς σχεδιασμούς. Δεν υπηρετεί την υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας, αλλά την μετατρέπει σε μια "απέραντη βάση" - ορμητήριο για ΝΑΤΟικές επιχειρήσεις στην περιοχή.
Κανένα από τα "ανταλλάγματα" που προβάλλουν ως "τυράκι" μπροστά στη φάκα - δηλώσεις στήριξης απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα, επενδύσεις - δεν πρέπει να μας ξεγελάει. Το ΝΑΤΟ δεν αναγνωρίζει σύνορα στο Αιγαίο. Τους επιχειρηματικούς ομίλους της Ενέργειας δεν τους απασχολεί το αν θα κάνουν τις μπίζνες τους με την Ελλάδα ή με την Τουρκία.
Η ανάπτυξή τους εν καιρώ ειρήνης είναι αυτή που μας καταδικάζει στην ανεργία, στην κακοπληρωμένη δουλειά, είναι η άλλη όψη του πολέμου που ξεσπά όταν τα μονοπώλια δεν τα βρίσκουν στη μοιρασιά των αγορών και των ενεργειακών πηγών.
Την ίδια στιγμή που η επίσκεψη Πομπέο σηματοδοτεί όλα αυτά, ορισμένα στελέχη επιχειρούν να συνδέσουν κάθε μορφή αντίθεσης στην πολιτική αυτή με "έλλειψη πατριωτισμού", κάθε διαμαρτυρία και διαδήλωση από λαϊκούς φορείς με "τρομοκρατικές επιθέσεις" που "απειλούν" την ασφάλεια του Πενταγώνου.
Για όλους αυτούς τους λόγους αρνούμαι να αποδώσω τιμές με οποιονδήποτε τρόπο στον εκπρόσωπο των φονιάδων των λαών. Οσο κι αν προσπαθούν να με εμποδίσουν να βγω παραπονούμενος στην αναφορά, έχω δηλώσει στη διοίκηση της μονάδας μου πως κάτι τέτοιο προσβάλλει τη συνείδησή μου και τον πατριωτισμό μου.
Η συζήτηση για τις εξελίξεις και η διεκδίκηση των δικαιωμάτων μας μέσα και έξω από τα στρατόπεδα, η συμπόρευση με το εργατικό - λαϊκό κίνημα πρέπει να δυναμώσει, είναι μονόδρομος για τους φαντάρους των λαϊκών οικογενειών».
Σε επιστολή τους φαντάροι που υπηρετούν στην Κύπρο γράφουν:
«Φαντάροι της ΕΛΔΥΚ με αυτή την επιστολή θα θέλαμε να εκφράσουμε την αντίδρασή μας για την επέκταση της "Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας" μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ, όπως είναι γνωστή η Συμφωνία για τις βάσεις, η οποία υπογράφηκε από την κυβέρνηση της ΝΔ στα πλαίσια της επίσκεψης του ΥΠΕΞ των ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο.
Αυτή η Συμφωνία, που αποτελεί τμήμα συνολικότερων διαπραγματεύσεων μεταξύ των δύο κυβερνήσεων όπου περιλαμβάνονται οικονομικές συμφωνίες για τα μονοπώλια των δύο χωρών, παραχωρεί κυριαρχικά δικαιώματα, γη - νερό - αέρα, για τις ανάγκες των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Με την παραχώρηση των νέων στρατιωτικών βάσεων σε Αλεξανδρούπολη, Λάρισα και Στεφανοβίκειο, όπως επίσης και αναβάθμιση της βάσης της Σούδας, η αστική τάξη της χώρας μας ενισχύει την παρουσία των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ για τις επεμβάσεις που "μαγειρεύουν" στα πλαίσια των οξυμένων ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών με άλλες καπιταλιστικές χώρες που έχουν συμφέροντα στην περιοχή, όπως Ρωσία - Κίνα.
Με αυτόν τον τρόπο η κυβέρνηση εμπλέκει τη χώρα μας στους επικίνδυνους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς. Αυτές οι εξελίξεις προκαλούν μεγάλη ανησυχία στον λαό μας, ο οποίος καταδίκασε τη Συμφωνία με τις μαζικές κινητοποιήσεις του σε δεκάδες πόλεις της χώρας. Οπως ο λαός μας, έτσι και οι στρατιώτες που υπηρετούμε τη θητεία μας, αλλά και τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων δεν έχουν να κερδίσουν τίποτα από αυτήν τη Συμφωνία, αντιθέτως διατρέχουν μεγάλους κινδύνους.
Θέλουμε να εκφράσουμε την ανησυχία μας ότι η βαθύτερη εμπλοκή μιας χώρας στους ανταγωνισμούς μπορεί να έχει τραγικές επιπτώσεις. Αυτό φαίνεται και στην περίπτωση της Κύπρου, όπου ως στρατιώτες υπηρετούμε τη θητεία μας. Η συμμετοχή της στην ΕΕ, οι τριμερείς και τετραμερείς συμφωνίες Ελλάδας - Ισραήλ - Αιγύπτου ή η συμμετοχή στο Σύμφωνο για την Ειρήνη, που είναι ο προθάλαμος του ΝΑΤΟ, δεν έχει αποτρέψει τα σχέδια διχοτόμησης του νησιού, ούτε έχει προστατέψει από την εντεινόμενη τουρκική προκλητικότητα, όπως εκφράζεται με την παραβίαση της κυπριακής ΑΟΖ και με τις πρόσφατες δηλώσεις του ψευδοκράτους για λειτουργία της κατεχόμενης Αμμοχώστου.
Ως φαντάροι θέλουμε να τονίσουμε ότι καταδικάζουμε τη στάση διοικήσεων και ορισμένων στελεχών που δεν επιτρέπουν την πολιτική έκφραση των στρατιωτών.
Διεκδικούμε το δικαίωμά μας να μπορούμε να βγαίνουμε στην αναφορά για να εκφράζουμε τα δίκαια παράπονά μας ενάντια στην εγκαθίδρυση βάσεων, ενάντια στη συμμετοχή της χώρας μας στο ΝΑΤΟ».
Στρατιώτες από Αλεξανδρούπολη γράφουν:
«Η ανανέωση της Συμφωνίας των βάσεων είναι ζήτημα που ανησυχεί πολλούς φαντάρους.
Ακούμε όλοι με αγωνία για τα σχέδια για επέκταση της βάσης της Σούδας, τις νέες βάσεις, την αξιοποίηση του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης κ.λπ.
Η κοροϊδία ότι όλα αυτά θα συμβάλουν στην ασφάλεια της χώρας μας και της ευρύτερης περιοχής πρέπει να πέσει στο κενό.
Από την άλλη η χώρα μας γίνεται πιθανός στόχος επιθέσεων. Οι δηλώσεις αξιωματούχων της Ρωσίας και του Ιράν ότι χώρες που συνδράμουν τους εχθρούς τους θα υποστούν τις συνέπειες είναι η μεγαλύτερη απόδειξη.
Ειδικά εδώ στην Αλεξανδρούπολη, είναι χαρακτηριστική η προπαγάνδα, που θέλει να πανηγυρίζουμε για τη "Νέα Σούδα" που θα στηθεί εδώ, όπως λένε, και φούντωσε με την επίσκεψη του Αμερικανού πρέσβη στην πόλη.
Παράλληλα, στο νομό μας ολοκληρώθηκε η άσκηση "Παρμενίων". Μια άσκηση που σε πολλές περιπτώσεις το στήσιμό της στηρίχθηκε σε φαντάρους εξαντλημένους, με πάνω από 20 υπηρεσίες το μήνα.
Τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας έχουν γίνει διαπραγματευτικό χαρτί και καμία ενέργεια δεν γίνεται για να σταματήσουν οι παραβιάσεις των συνόρων.
Για όλους αυτούς τους λόγους εναντιωνόμαστε στη Συμφωνία για τις βάσεις και τον γενικότερο σχεδιασμό εμπλοκής της χώρας μας στα σχέδια των ιμπεριαλιστών».