Η παράσταση θα παίζεται κάθε Σάββατο στις 21.00 και κάθε Κυριακή στις 20.00.
Οπως σημειώνει ο Βασίλης Κολοβός, που ερμηνεύει τον Ν. Πλουμπίδη και υπογράφει και τη σκηνοθεσία: «Ο Νίκος Πλουμπίδης δεν είναι μόνο η ηρωική μορφή ενός στελέχους του ΚΚΕ και κομμουνιστή μάρτυρα, αλλά και μια σπουδαία προσωπικότητα που δίδαξε τις γενιές που ακολούθησαν με το ήθος του και την πίστη στην ιδεολογία του. Ηταν διακαής μου πόθος να ανεβάσω στη σκηνή ένα μέρος από τη ζωή και την αγωνιστική δράση του κομμουνιστή Νίκου Πλουμπίδη. Προσπάθησα με σεβασμό να προσεγγίσω τη ζωή και την αγωνιστική του δράση. Μέσα από τη ροή της παράστασης παρακολουθούμε τη δράση του και ιδιαίτερα τα τελευταία δραματικά χρόνια, τόσο τα δικά του όσο και του κινήματος, ο δε κύκλος κλείνει με την εκτέλεσή του.
Ο Νίκος Πλουμπίδης απέδειξε ότι η ανιδιοτέλεια, ο σεβασμός και η πίστη στην ιδεολογία και τα ιδανικά ενός κομμουνιστή αγωνιστή δεν είναι λόγια, αλλά στάση ζωής. Το περιγράφει άλλωστε σε ένα από τα γράμματά του: "Κρατιέμαι με τα δόντια στη ζωή για να δώσω ακόμα δυο μάχες, τη μάχη της δίκης και τη μάχη του εκτελεστικού αποσπάσματος"».
Συντελεστές: Γρηγόρης Χαλιακόπουλος (ιστορική έρευνα - κείμενα), Βασίλης Κολοβός (δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθεσία), Στράτος Σαραντίδης (σκηνικά - κοστούμια), Φίλιππος Περιστέρης (μουσική), Ακης Αποστολίδης (φωτισμοί).
Παίζουν οι ηθοποιοί: Βασίλης Κολοβός, Ολγα Μουργελά, Χάρης Αρώνης, Τάσος Ράπτης.
Πληροφορίες - κρατήσεις: 2106929090, 2106995777 και για γκρουπ στο 6944750329.
Ο Σκορτσέζε φαίνεται να προσπαθεί να κλείσει τον κύκλο της μέχρι τώρα θεματολογίας της φιλμογραφίας του, η οποία ξεκινά με τους «Κακόφημους Δρόμους» το 1973, με τον «Ιρλανδό», γι' αυτό και καταπιάνεται ξανά με τον κόσμο της Μαφίας, τη σχέση της με το επίσημο κράτος. Κεντρικό πρόσωπο είναι ο Ιρλανδός Φρανκ Σίραν (τον οποίο ερμηνεύει ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο), ένας βετεράνος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου που έγινε εκτελεστής της Μαφίας. Ηταν ο μπράβος και ο προσωπικός εκτελεστής του Ράσελ Μπαφαλίνο (τον οποίο ερμηνεύει μοναδικά ο Τζο Πέσι). Ο Σκορτσέζε στην ταινία του ασχολείται και με άλλες ιστορικές φιγούρες του οργανωμένου εγκλήματος, καθώς και με τον περιβόητο Τζίμι Χόφα, πρόεδρο του συνδικάτου των Οδηγών Φορτηγών (Teamsters Union) των ΗΠΑ (τον οποίο ερμηνεύει ο Αλ Πατσίνο). Οι σχέσεις του Χόφα με τη Μαφία είναι διαβόητες, αφού μέρος του συνταξιοδοτικού ταμείου του συνδικάτου το «διαχειριζόταν» εκείνη, αλλά και οι ξεπουλημένοι ηγέτες της Ενωσης ήταν πρόθυμοι να αναστείλουν απεργιακές κινητοποιήσεις, μόλις δωροδοκούνταν. Η ταινία καταπιάνεται και με την εξαφάνιση του Τζίμι Χόφα, η οποία μέχρι σήμερα δεν έχει διαλευκανθεί.
Το κεντρικό μήνυμα της ταινίας εστιάζει στο ρόλο της Μαφίας, χωρίς όμως να αναδεικνύει το σύστημα μέσα στο οποίο αυτή ανδρώνεται, αποκτά τη δύναμη να παρεμβαίνει στην κοινωνική και οικονομική ζωή. Στην ταινία φαίνεται, με μια υπερβολή, εκείνη να ανεβοκατεβάζει Προέδρους, γενικούς εισαγγελείς, προέδρους συνδικάτων, να τους σκοτώνει ενίοτε, να ορίζει την εξωτερική πολιτική, με λίγα λόγια εκείνη να καθορίζει το σύστημα σύμφωνα με τις ανάγκες της. Παρόλο που θα είχε τις ευκαιρίες να αναδείξει άλλες ουσιαστικές πλευρές. Για παράδειγμα, η περίπτωση του Τζ. Χόφα και η ανέλιξή του σε συνδικαλιστικό ηγέτη θα προσφερόταν να ανοίξει το ζήτημα μέσα σε ποιο περιβάλλον τέτοιες «συνδικαλιστικές μαφίες» επιβλήθηκαν. Στο περιβάλλον δηλαδή του μακαρθισμού, του σκληρού αντικομμουνισμού, της απο-κομμουνιστικοποίησης των συνδικάτων, που δεν επέβαλε βεβαίως η Μαφία, όσο και αν αξιοποιήθηκε σε αυτή την κατεύθυνση, αλλά το αστικό πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ, συνολικά, «υγιές» και «μαφιόζικο». Ο Σκορτσέζε θα μπορούσε να φωτίσει με το μεγάλο σκηνοθετικό του ταλέντο την ανάδειξη όλων εκείνων των μηχανισμών κρατικών - παρακρατικών, οικονομικών που δρουν πίσω από τη βιτρίνα της αστικής δημοκρατίας. Η έλλειψη αυτή αντικειμενικά οδηγεί στην πεσιμιστική άποψη του σκηνοθέτη ότι «η δύναμη της ιστορίας, η σκοτεινή καρδιά της είναι ότι το κακό θα υπάρχει πάντα. Το σύστημα είναι ανίκητο». Οσο δε για την Κούβα, που αναφέρεται στην ταινία, εμείς σίγουρα μπορούμε να πούμε ότι ο βασικός λόγος της Κρίσης των Πυραύλων το 1962 δεν ήταν για να πάρει πίσω η Μαφία τα καζίνο που ήλεγχε, πριν από την Επανάσταση.
Μέσα σε 3,5 ώρες, πραγματικά πολλές, η ταινία καταπιάνεται με την ιστορία πέντε δεκαετιών. Φτάνοντας στο 2000, παρακολουθούμε τον ηλικιωμένο, πια, Φρανκ Σίραν να είναι μόνος του σε ένα γηροκομείο και να αφηγείται τη ζωή του. Καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι όλοι πεθαίνουμε μόνοι μας, με τις αφηγήσεις μας, τις ενοχές μας (;) σαν τον Φρανκ Σίραν, πράγμα που πραγματικά πολύ λίγο μας αφορά για εγκληματίες τέτοιου μεγέθους.
Αξίζουμε να σημειώσουμε ότι ο Σκορτσέζε επέλεξε οι ηθοποιοί που ενσαρκώνουν τους ρόλους, ανά τις δεκαετίες, να είναι οι ίδιοι. Για να το πετύχει αυτό, χρησιμοποίησε την πρωτοπόρα τεχνολογία VFX de-aging, για να αφαιρέσει χρόνια από τους πρωταγωνιστές.
Τέλος, ολόκληρη η παραγωγή είναι εξαιρετική σκηνοθετικά, φωτογραφικά, στα ειδικά age effects κ.λπ. Και πώς δεν θα ήταν, άλλωστε ο Σκορτσέζε είναι μεγάλος σκηνοθέτης. Το καστ είναι εξίσου εντυπωσιακό. Τρεις μεγάλοι ηθοποιοί του Χόλιγουντ είναι εκεί, με προεξέχοντα τον Τζο Πέσι.
Ενδιαφέρον θέμα που αφορά στην αληθινή ιστορία μιας άνεργης ανύπαντρης γυναίκας, που τη μέρα του αγιασμού των υδάτων στη Βόρεια Μακεδονία κόντρα στις παραδόσεις βουτάει και πιάνει τον σταυρό για να έχει καλή τύχη για όλη τη χρονιά. Τότε όλη η συντηρητική κοινωνία στρέφεται εναντίον της. Τη συλλαμβάνουν χωρίς να έχει παραβιάσει κανένα νόμο επειδή τους προκαλεί αμηχανία το γεγονός. Περισσότερο στην ταινία παρουσιάζεται η οπισθοχώρηση της κοινωνίας στη γείτονα χώρα, αφού η Mitevska δεν το σκάβει πιο βαθιά και μένει στην αντίληψη του «φεμινισμού» κόντρα στην «πατριαρχία».