ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 13 Μάη 2001
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Στο όνομα του... ανταγωνισμού

Αν ανατρέξει κάποιος στον ημερήσιο οικονομικό Τύπο, αλλά και σε ανακοινώσεις των εργοδοτικών οργανώσεων που σχολιάζουν τις τελευταίες εξελίξεις, θα δει συχνά-πυκνά την επισήμανση: «Φαίνεται ότι δεν έχει γίνει αντιληπτό από την ελληνική κοινωνία το νέο περιβάλλον της ΟΝΕ, μέσα στο οποίο πρέπει να λειτουργήσει η οικονομία της χώρας». Σε άλλες δε επισημάνσεις κάνουν λόγο για «τις αναγκαίες προσαρμογές που πρέπει να γίνουν, ώστε να μπορέσουμε να σταθούμε μέσα στο νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον»! Το τι εννοούν είναι εύκολο να το καταλάβει κανείς και από την τελευταία έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας, η οποία έκλινε σε όλες τις πτώσεις τις λέξεις «ανταγωνιστικότητα» και «παραγωγικότητα». Ζητάνε δηλαδή και νέες θυσίες, ζητάνε από τα λαϊκά στρώματα να παραιτηθούν και από αυτά τα κουτσουρεμένα δικαιώματά τους, προκειμένου να στηρίξουν την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού κεφαλαίου στα πλαίσια της ΟΝΕ. Οι σοφοί κονδυλοφόροι του κεφαλαίου προειδοποιούν ότι με την ολοκλήρωση των... απελευθερώσεων των αγορών (τηλεπικοινωνίες, ηλεκτρική ενέργεια, μεταφορές) θα οξυνθεί στο έπακρο ο ενδοκαπιταλιστικός ανταγωνισμός στη ζώνη του ευρώ και για να προστατεύσουμε τα ανταγωνιστικά μας πλεονεκτήματα (τα ιδιοτελή πλεονεκτήματα του κεφαλαίου θέλουν να πουν) θα πρέπει η εργατική τάξη να υποστείλει τη σημαία. Αυτό απαιτούν σήμερα από τους εργαζόμενους. Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε, πως όταν σύσσωμος, σχεδόν, ο ελληνικός Τύπος πανηγύριζε για το... θρίαμβο, για την επίτευξη του... εθνικού στόχου ένταξης της Ελλάδας στην ΟΝΕ, ο «Ρ» είχε προειδοποιήσει έγκαιρα, ότι στο νέο περιβάλλον η επίθεση του κεφαλαίου κατά των εργασιακών δικαιωμάτων, όχι μόνο δε θα σταματήσει αλλά θα ενταθεί. Τα σημερινά γεγονότα απλώς επιβεβαιώνουν τις θέσεις αυτές.

Το τριπλό χτύπημα...

Ρόλο οργανωτή και συντονιστή των επιθέσεων του κεφαλαίου σε πανευρωπαϊκό επίπεδο έχει αναλάβει φυσικά η Ευρωπαϊκή Ενωση. Δεν υπάρχει επίσημο κείμενο της Ενωσης, που να μην αναφέρεται η αναγκαιότητα της... μεταρρύθμισης των κοινωνικο-ασφαλιστικών δικαιωμάτων, η συνέχιση των σταθεροποιητικών πολιτικών, η επίτευξη της σταθερότητας των τιμών κλπ. Ο στόχος διπλός: Στο εσωτερικό της Ενωσης ανοίγει ο δρόμος στην επέλαση των πολυεθνικών, ενώ από την άλλη δημιουργείται το αρραγές ευρωπαϊκό μέτωπο για την αντιμετώπιση των διεθνών ανταγωνιστών, των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας κλπ. Η παρουσίαση μιας οικονομικής ζώνης με καλή δημοσιονομική κατάσταση, με χαμηλό πληθωρισμό και απονευρωμένο και υποταγμένο εργατικό κίνημα, είναι τα απαραίτητα στοιχεία για να προτιμηθούν οι επενδύσεις σε ευρώ και σε ευρωπαϊκά ομόλογα, αντί σε δολάριο και γιεν.

Η ελληνική κυβέρνηση, πιστή θεραπαινίδα των κοινοτικών κατευθυντήριων πολιτικών, έχει ετοιμάσει στον οικονομικό τομέα την επίθεσή της κατά των λαϊκών κατακτήσεων, σε τρία τουλάχιστον επίπεδα. Αμεσοι στόχοι είναι η ανατροπή του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος - κάτι που έχει ήδη ξεκινήσει με τα γνωστά πρώτα οδυνηρά για την κυβέρνηση αποτελέσματα - η φορολογική μεταρρύθμιση και το πετσόκομμα των κρατικών κοινωνικών δαπανών. Και οι τρεις αυτοί στόχοι κινούνται στη λογική της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου.

Τα σημερινά αναδιανεμητικά κοινωνικο-ασφαλιστικά συστήματα στις ευρωπαϊκές χώρες, συνολικά, θεωρούνται ακριβά άρα... μη ανταγωνιστικά. Το μήνυμα είναι σαφές: Για να μπορέσει η Ευρωπαϊκή Ενωση να ανταγωνιστεί με επιτυχία τις ΗΠΑ στον οικονομικό τομέα, πρέπει να αλλάξει τα «ακριβά» κοινωνικο-ασφαλιστικά της συστήματα, διαφορετικά θα βρίσκεται σε μειονεκτική θέση απέναντι στον μεγάλο ανταγωνιστή της, όπου κυριαρχεί το κεφαλαιοποιητικό σύστημα και η ιδιωτική ασφάλιση. Το ότι η κυβέρνηση, μετά τη μεγαλειώδη κινητοποίηση, έκανε πίσω προσωρινά και επιχειρεί σήμερα να πείσει ότι συζητάει το θέμα, δεν πρέπει να ξεγελάσει κανέναν εργαζόμενο. Στην ίδια λογική κινούνται και οι μεταρρυθμίσεις στη φορολογία και στις κρατικές κοινωνικές δαπάνες, οι οποίες διακρίνονται από μια ακραία νεοφιλελεύθερη λογική. Στη φορολογική μεταρρύθμιση, μάλιστα, που έχει προγραμματιστεί να γίνει σε όλες τις χώρες της ΟΝΕ, γίνεται η ακόλουθη αθλιότητα: Αφού καλούσαν τους εργαζόμενους τόσα χρόνια σε θυσίες για να... εξυγιανθούν τα δημοσιονομικά συστήματα, σήμερα που οι κρατικοί προϋπολογισμοί, μετά από την εφαρμογή επί χρόνια πολιτικών λιτότητας, είναι σε καλύτερη κατάσταση, τα όποια πλεονάσματα δημιουργούνται τα διαθέτουν στο κεφάλαιο και μέσα από τις φορολογικές αλλαγές. Το ίδιο κάνει και η ελληνική κυβέρνηση. Εχει ήδη συστήσει επιτροπή για τη φορολογική μεταρρύθμιση, αν και η επιτροπή αυτή είναι για τα μάτια του κόσμου. Οι στόχοι είναι ήδη γνωστοί: Μεγάλη μείωση, στο 25%, των φορολογικών συντελεστών στα επιχειρηματικά κέρδη, καθώς και μεγάλες μειώσεις των συντελεστών φορολογίας των υψηλών εισοδημάτων, από το 40% το 2003 (45% σήμερα) στο 30%! Πρόκειται για μια λεόντεια αναδιανομή εισοδημάτων υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου στο όνομα και εδώ της φορολογικής ανταγωνιστικότητας. Αν δε μειώσουμε τους συντελεστές, υποστηρίζουν οι απολογητές των επιχειρηματιών, θα φύγουν τα κεφάλαια σε χώρες χαμηλής φορολογικής επιβάρυνσης. Η εφαρμογή των νέων μέτρων - μετά από... διάλογο φυσικά - θα ξεκινήσει το 2003 με εκτιμώμενο ετήσιο κόστος 800 δισ. δρχ.!

Ο τελευταίος στόχος της... προσαρμογής στον ανταγωνισμό είναι η νέα γενναία μείωση των κοινωνικών δαπανών, με τη συνδρομή των νεοφιλελεύθερων της κυβέρνησης Μπλερ. Εχει ήδη καταφτάσει στο υπουργείο Οικονομικών της χώρας, υψηλόβαθμο στέλεχος του αντίστοιχου αγγλικού υπουργείου, με στόχο να εκπαιδεύσει τους Ελληνες υπαλλήλους στα συστήματα... αξιολόγησης των δαπανών. Η φιλοσοφία του νέου συστήματος είναι ότι οι κοινωνικές δαπάνες δεν πρέπει να αξιολογούνται με κριτήρια κοινωνικά (τι ανάγκες πρέπει να καλυφθούν σε Παιδεία, Υγεία, Πρόνοια) αλλά ιδιωτικοοικονομικά (οι δαπάνες θα κρίνονται ανάλογα με την αποδοτικότητα. Οπου θα υπάρχει υψηλή αποδοτικότητα, θα συνεχίσουν να εγκρίνονται, ενώ, αντίθετα, οι δαπάνες χαμηλής αποδοτικότητας θα περικόπτονται). Απ' όσα έχουν γίνει γνωστά από την Αγγλία, η «αξιολόγηση» των δαπανών έγινε ο πολιορκητικός κριός, που οδήγησε τις κοινωνικές δαπάνες σε ασφυξία. Οταν ρωτιούνται στο υπουργείο Οικονομικών, πού αυτοί εντοπίζουν δαπάνες... χαμηλής αποδοτικότητας, οι απαντήσεις που δίνουν είναι αρκετά διαφωτιστικές: «Σε όλα τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου - απαντούν - πρέπει να περικοπούν οι επιχορηγήσεις. Γιατί πρέπει να συνεχίσουμε τη χρηματοδότηση του ΙΓΜΕ, της Εθνικής Λυρικής Σκηνής που ανεβάζει ένα έργο κάθε δύο χρόνια (αν και λογιστές έχουν γνώμη και για τα πολιτιστικά δρώμενα...), των αθλητικών σωματείων; Ολα αυτά - υποστηρίζουν - πρέπει να περάσουν σε χέρια ιδιωτών». Οπως γίνεται κατανοητό, οι περικοπές επιχορηγήσεων στα ΝΠΔΔ είναι μόνο η αρχή, γιατί σειρά μετά έχουν οι πιο μεγάλες φέτες. Νυν υφυπουργός ανέφερε, σε ανεπίσημο επίπεδο, πριν λίγο καιρό, ότι πρέπει να υπάρξουν σημαντικές αλλαγές στη χρηματοδότηση των νοσοκομείων. Προς επίρρωση των ισχυρισμών του ανέφερε ότι ο «Ευαγγελισμός», το μεγαλύτερο νοσοκομείο της χώρας, δεν μπορεί να λειτουργεί με προϋπολογισμό 30 δισ. δρχ..., ποσό, κατά τον ίδιο, τεράστιο! Οπως γίνεται κατανοητό, ετοιμάζονται να βγάλουν τα μεγάλα μαχαίρια για τις κοινωνικές δαπάνες. Στο όνομα της ενίσχυσης του ανταγωνισμού πάντα...


Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ


Οι... χρηματοδοτικές προτεραιότητες

To θέμα του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος που έχει προκύψει, είναι πρόβλημα πολιτικό. Συνδέεται άμεσα με τις μεγάλες πολιτικές επιλογές της χώρας στο εσωτερικό και το διεθνές περιβάλλον κάτι που με τη σειρά του έχει σχέση με το επίπεδο και την ωριμότητα της ταξικής πάλης. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι μέσα στο πλαίσιο της ΟΝΕ, οι κατακτήσεις των εργαζομένων στην κοινωνική ασφάλιση, αλλά και σε άλλους τομείς βρίσκονται υπό συνεχή αμφισβήτηση και αναίρεση. Από αυτή την άποψη, αν με άξονα το ασφαλιστικό, ανδρωθεί ένα ρωμαλέο λαϊκό κίνημα, και καταφέρει όχι μόνο να εξαναγκάσει τη μεγαλοαστική τάξη να βάλει το χέρι στην τσέπη (φορολογία των καπιταλιστικών κερδών), αλλά και να εκτρέψει βασικές πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης (πρόγραμμα σταθερότητας και ανάπτυξης) αυτό θα ισοδυναμεί με μια περιφανή πολιτική νίκη του λαϊκού κινήματος.

Το μόνο που δεν έχει διάθεση να κάνει η κυβέρνηση, είναι να αντιμετωπίσει σοβαρά το θέμα της χρηματοδότησης του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος. Και αυτό, όχι μόνο επειδή διαπνέεται από μια άκρατη νεοφιλελεύθερη αντίληψη, όχι μόνο γιατί στις προθέσεις τους, είναι να κατεδαφίσουν, να μην αφήσουν πέτρα πάνω στην πέτρα, να ρημάξουν τα πάντα. Ακόμα και αν, ξαφνικά μεταμορφωθούν από σατανάδες σε αγγέλους, και πάλι θα είχαν σοβαρότατο πρόβλημα χρηματοδότησης του ασφαλιστικού συστήματος, για τον απλούστατο λόγο, ότι έχουν αναλάβει δεσμεύσεις προς την ΕΕ σύμφωνα με τις οποίες, ό,τι πλεονάσματα δημιουργούνται με τους προϋπολογισμούς των επόμενων ετών, θα διατεθούν για τη μείωση του δημόσιου χρέους. Ολα τα σφυριά των επιλογών τους είναι στραμμένα εκεί. Και για το λόγο αυτό όταν ανακάλυψαν ότι χρειάζονται πρόσθετα κονδύλια την επόμενη τριετία ( Ολυμπιάδα κλπ.), προχώρησαν σε λύση της αναδιανομής των δαπανών. Γι' αυτό το λόγο όταν άνοιξε συζήτηση για τη χρηματοδότηση, η πρώτη αντίδραση του Παπαντωνίου ήταν τόσο έντονα αρνητική.

Μια αναδρομήη στο Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης, για την περίοδο 2001 - 2004, θα πείσει τον καθένα ότι η ελληνική κυβέρνηση θα αναλάβει στις Βρυξέλλες δυσβάστακτες υποχρεώσεις για την πορεία μείωσης του δημόσιου χρέους.

Ετσι για την περίοδο αυτή, έχει γίνει εκτίμηση ότι:

  • Τα πρωτογενή πλεονάσματα (τα έσοδα μείον τις δαπάνες χωρίς τόκους) των προϋπολογισμών των ετών 2001 - 2004 προβλέπεται να ανέλθουν στα 14,2 τρισ. δραχμές. Συγκεκριμένα προβλέπεται ότι το πρωτογενές πλεόνασμα το 2001 θα ανέλθει στα 3,1 τρισ. δρχ., το 2002 στα 3,5 τρισ. το 2003 στα 3,8 τρισ. δρχ. και το 2004 στα 3,8 τρισ. δρχ. Πρόκειται για ποσά που αφορούν περίπου το 7% του ΑΕΠ. Αν το σύνολο των χρημάτων αυτών δεν κατευθυνθούν στη μείωση του χρέους, απλούστατα τότε δεν πρόκειται να επιτευχθούν και οι αντίστοιχοι στόχοι.
  • Την περίοδο 2001 - 2004 το δημόσιο χρέος, θα πρέπει να μειωθεί κατά 20 ολόκληρες μονάδες, από 104% στο 84%. Αυτό και μόνο υποδηλώνει ότι όλοι οι μηχανισμοί λιτότητας πρέπει να δουλέψουν υπερεντατικά, γιατί πρόκειται για ένα, αν όχι υπερφίαλο και υπεραισιόδοξο, πάντως αρκετά δύσκολο στόχο. Ετσι το 2001 θα πρέπει το δημόσιο χρέος να μειωθεί κατά 5 ολόκληρες μονάδες στο 98,9% του ΑΕΠ, το 2002 στο 96% του ΑΕΠ ή κατά 2,9 μονάδες, το 2003 στο 90,5% του ΑΕΠ ή κατά 5,5 μονάδες και το 2004 στο 84% του ΑΕΠ ή κατά 6,5 μονάδες.
  • Η επίτευξη των στόχων του προγράμματος σταθερότητας, έγινε με τους πλέον ευνοϊκούς όρους. Ετσι προβλέπεται ότι η ελληνική οικονομία θα αυξάνει μέχρι το 2004 με ρυθμό 5,5%, προϋπόθεση απαραίτητη για την επίτευξη των υψηλών δημοσιονομικών πλεονασμάτων, ενώ όταν συντάχθηκε, πριν ξεσπάσει η διεθνής χρηματιστηριακή κρίση, δεν είχε αρχίσει η επιβράδυνση της αμερικανικής οικονομίας και η ύφεση της ιαπωνικής. Αποτέλεσμα των εξελίξεων αυτών, είναι η επιβράδυνση των ιδιωτικοποιήσεων (με τον ΟΠΑΠ την πάτησαν) και των αναμενομένων εσόδων από αυτές. Κανείς επίσης δεν ξέρει αν και πότε εκδηλωθεί οικονομική επιβράδυνση και στην ΕΕ και κατά συνέπεια και στην Ελλάδα.

Θ.Κ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ