Ελάχιστοι - μόνον 1.768 άτομα - δήλωσαν περισσότερα από 50 εκατ. δρχ. Το 37% των νοικοκυριών της χώρας «ζει» με μηνιάτικο οικογενειακό εισόδημα από 60.000 έως 165.000 δρχ. Το 14,3% των φορολογουμένων απέκτησε το 42,1% των συνόλου των εισοδημάτων
Τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών για τα ατομικά εισοδήματα, που αποκτήθηκαν το 1999 και εκκαθαρίστηκαν από την εφορία μέσα στο 2000, φανερώνουν, με τρόπο που δεν επιδέχεται καμία αμφισβήτηση, τη σκληρή ταξική πραγματικότητα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Επίσης καταδεικνύουν την επιταχυνόμενη συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια ελάχιστων. Δίπλα σε αυτούς, η συντριπτική πλειονότητα του εργαζόμενου λαού και των ανέργων της χώρας, με τα πενιχρά ή ανύπαρκτα εισοδήματα και τις συντάξεις πείνας, φανερώνει το αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στους πολλούς που παράγουν ολόκληρο τον πλούτο της κοινωνίας και τους ελάχιστους που τον καρπώνονται.
Ας σημειωθεί κατ' αρχάς πως τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών αφορούν τα ατομικά εισοδήματα στο σύνολο των δηλώσεων που υποβλήθηκαν πέρσι και δημοσιεύονται για πρώτη φορά. Αποκαλύπτουν δε μόνο μια πτυχή της ζοφερής πραγματικότητας, καθώς αφορούν μόνο το εισόδημα το οποίο εμφανίζεται στα εκκαθαριστικά της εφορίας, δηλαδή δεν περιλαμβάνει εισοδήματα που είτε απαλλάσσονται από το φόρο είτε φορολογούνται με ειδικό τρόπο ή αυτοτελώς (μετοχές, μερίσματα, τόκοι καταθέσεων, ρέπος κ.ά).
Στην κορυφή της πυραμίδας βρίσκονται οι ελάχιστοι:
Οσο και αν ακούγεται παράλογο, σχεδόν απίστευτο, μόνον οι παραπάνω λιγοστοί - 1.768 όλοι κι όλοι - δήλωσαν περισσότερα από 50 εκατ. δρχ. Βέβαια, η αντικειμενική πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική από την «πραγματικότητα» ενός φορολογικού συστήματος που έχει δομηθεί στη βάση της εξυπηρέτησης των αναγκών του πλουτοκρατίας. Κατά συνέπεια, από τα στοιχεία για τη φορολογία των προσωπικών εισοδημάτων - που φυλάσσονται από τους αρμόδιους, λες και είναι εφτασφράγιστο κρατικό μυστικό - προκύπτουν δυο συμπεράσματα:
Πρώτον: Οι κοινωνικές και ταξικές ανισότητες διευρύνονται. Δεύτερον: Το γεγονός ότι ελάχιστα άτομα δήλωσαν περισσότερα από 50 εκατ. δρχ. αποκαλύπτει πως η ουσία του φορολογικού συστήματος βρίσκεται στον καταλυτικό ρόλο του σε όφελος των γενικών αναγκών της πλουτοκρατίας. Οι προκλητικά «χλιδάτοι» στον τρόπο ζωής τους δε δηλώνουν τα εισοδήματά τους από τόκους, μετοχές, ρέπος κλπ. για τον απλούστατο λόγο ότι δεν τους ζητείται κάτι τέτοιο. Τα εν λόγω στοιχεία φανερώνουν επίσης και την έκταση της φοροδιαφυγής που συντελείται στα υψηλά κλιμάκια και η οποία είναι το λογικό επακόλουθο της πολιτικής που εξακολουθούν οι διάφορες κυβερνήσεις.
Αυτή η πολιτική έχει οδηγήσει σε ραγδαία επιδείνωση την οικονομική κατάσταση της εργατικής τάξης, μισθωτών, συνταξιούχων και της μικρομεσαίας αγροτιάς. Η βάση της πυραμίδας που οικοδόμησαν, σε αγαστή σύμπνοια, οι πρασινογαλάζιες κυβερνήσεις διαμορφώνεται έτσι:
Με άλλα λόγια 1,7 εκατ. νοικοκυριά, το 37% από τα νοικοκυριά που υπέβαλαν δήλωση, ζει με μηνιάτικο οικογενειακό εισόδημα από 60.000 έως 165.000 δρχ.
Ετσι κι αλλιώς το χάσμα ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις είναι αγεφύρωτο, αλλά στην πραγματικότητα είναι μεγαλύτερο ακόμη και από αυτό που εμφανίζεται στους αριθμούς του υπουργείου Οικονομικών: Οι μεν πλούσιοι δηλώνουν λιγότερα - επαναλαμβάνουμε ότι η δυνατότητα αυτή παρέχεται απλόχερα από το φορολογικό σύστημα και τους νόμους - οι δε φτωχοί είναι περισσότεροι κατά πολύ, καθώς οι νόμοι και το φορολογικό σύστημα δίνουν τη ...«δυνατότητα» μη υποβολής δήλωσης για εισοδήματα κάτω από 800 χιλιάδες δρχ. το χρόνο.
Ακόμη και η λογική των «μέσων όρων» που βολεύει τους ισχυρούς και αδικεί τους αδύνατους φωτίζει μια ορισμένη πλευρά της συγκεντροποίησης του κοινωνικού πλούτου και της διογκούμενης ανισοκατανομής του:
Η «γενική αρχή» του «δίκαιου» φορολογικού συστήματος και του «κράτους δικαίου» επιτάσσει την πληρωμή του φόρου ανάλογα με τη φοροδοτική ικανότητα του καθένα. Με βάση αυτήν την «αρχή» οι μισθωτοί και συνταξιούχοι πληρώνουν τους περισσότερους φόρους καθώς δηλώνουν τα περισσότερα. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, οι μισθωτοί δήλωσαν για το οικονομικό έτος 2000 μέσο ετήσιο εισόδημα 4,2 εκατ. δρχ., οι συνταξιούχοι 3,2 εκατ. δρχ. και κατέβαλαν το 59% του συνολικού φόρου των προσωπικών εισοδημάτων. Καταφανώς, το υπουργείο Οικονομικών έχει ιδιαίτερους λόγους να τσουβαλιάζει τα εισοδήματα των βιομηχάνων στην κατηγορία «έμποροι - βιομήχανοι - βιοτέχνες -επιτηδευματίες» που δήλωσε μέσο ετήσιο εισόδημα 3,9 εκατ. δρχ...