ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 13 Μάη 2001
Σελ. /32
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ - ΚΑΘΟΛΙΚΟΙ
Τα αίτια και τα αποτελέσματα μιας χιλιόχρονης σύγκρουσης

Απαρχές και προϊστορία του ζητήματος. Ο Μεσαίωνας

Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους της 4ης Σταυροφορίας το 1204
Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους της 4ης Σταυροφορίας το 1204
Η πρόσφατη επίσκεψη του πάπα Ιωάννη - Παύλου Β` στην Ελλάδα αναζωπύρωσε, για μια ακόμη φορά, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, την πολύ πλούσια τον τελευταίο καιρό φιλολογία και παραφιλολογία, σχετικά με τα ζητήματα της θρησκείας, των Εκκλησιών, των σχέσεών τους, όπως αυτές διαμορφώθηκαν για αιώνες. Ακόμη, αναζωπυρώθηκε και η φιλολογία για τις σχέσεις Ανατολής - Δύσης, ή ακόμα Ελλάδας - Ευρώπης. Οπωσδήποτε, το θέμα έχει τη σύγχρονη, πολιτική του διάσταση: Είναι γνωστός ο ρόλος που έχει παίξει (και εξακολουθεί, βέβαια, να παίζει το Βατικανό) ως ένας από τους βασικούς ιδεολογικούς (και όχι μόνο) μηχανισμούς της άρχουσας τάξης, ως μια από τις αιχμές του δόρατος όλων των αντικομμουνιστικών εκστρατειών, μέσα στον 20ό αιώνα. Είναι, επίσης, πολύ γνωστός ο ρόλος του συγκεκριμένου πάπα, του πολωνικής καταγωγής Κάρολου Βοϊτύλα. Αλλά και η Ορθόδοξη Εκκλησία, από τη δική της πλευρά, κάθε άλλο παρά απαλλαγμένη είναι παρόμοιων ευθυνών, όσον αφορά τη στάση της πάνω σε κοινωνικά - οικονομικά - πολιτικά ζητήματα.

Σ' αυτό το σημείωμα, θα γυρίσουμε αρκετούς αιώνες πίσω, για να εξετάσουμε (όσο, βέβαια, μας το επιτρέπει ο περιορισμένος χώρος της εφημερίδας) το θέμα της σχέσης των δύο Εκκλησιών στην ιστορική του διάσταση. Μια διάσταση που αποτελεί, κατά τη γνώμη μας, μια πολύ ενδιαφέρουσα πτυχή της πολυσυζητημένης «σύγκρουσης» ανάμεσα στην «Ανατολή» και τη «Δύση» (αν και πρέπει να τονίσουμε εξ αρχής ότι θεωρούμε και τη διάκριση των δύο χώρων και την αντίληψη περί μεταξύ τους «σύγκρουσης» σχηματική και αντιεπιστημονική).

Η σύγκρουση ανάμεσα στην «Καθολική» και την «Ορθόδοξη» Εκκλησία δεν είναι μία σύγκρουση ανάμεσα στον «καλό» και τον «κακό» της ιστορίας. Είναι, αντίθετα, μια διαπάλη για την εξουσία, μια αντιπαλότητα που αναπτύχθηκε ανάμεσα σε δυο μορφώματα που αποτύπωναν διαφορετικούς ρυθμούς μετάβασης από το ένα κοινωνικό σύστημα (δουλοκτητικό) στο επόμενο (φεουδαρχία). Η αντιπαλότητα αυτή συναρτόνταν άμεσα με το ζήτημα της «κληρονομιάς» της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, πρακτικά, δηλαδή, με την πολιτική επικυριαρχία στον τότε γνωστό κόσμο.

Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: Κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, ακόμα και μετά τη διαίρεση του ρωμαϊκού κράτους σε ανατολικό και δυτικό (395 μ.Χ.), η χριστιανική Εκκλησία θεωρούνταν ταυτόχρονα «καθολική» και «ορθόδοξη», κάτι που αποτυπώνεται στο Σύμβολο της Πίστεως. Ο όρος «καθολική» δήλωνε ότι η Εκκλησία συμπεριλαμβάνει το σύνολο των χριστιανών. Ο όρος «ορθόδοξη» διαφοροποιούσε την επίσημη Εκκλησία από τις αιρέσεις, με βάση τα δόγματα που διατυπώθηκαν στις κατά καιρούς Οικουμενικές Συνόδους. Ομως, οι κεντρικές εκκλησιαστικές αρχές (από τη μία, ο πάπας, επίσκοπος και πατριάρχης Ρώμης και, κατά την παράδοση, διάδοχος του Αγ. Πέτρου και, από την άλλη, τα Πατριαρχεία Κωνσταντινούπολης, Αντιόχειας, Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας) λειτουργούσαν μέσα στα πλαίσια διαφορετικών κρατικών μορφωμάτων. Τα 5 Πατριαρχεία της Ανατολής βρέθηκαν στο έδαφος της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που η μεταγενέστερη ιστοριογραφία αποκάλεσε «Βυζάντιο». Το τμήμα αυτό της αυτοκρατορίας διατήρησε επί μακρόν επιβιώσεις του παλαιότερου κοινωνικού συστήματος, ιδιαίτερα στο εποικοδόμημα, όπου ένα ισχυρό, δουλοκτητικού τύπου κράτος, έβαζε τροχοπέδη στη φεουδαρχοποίηση της κοινωνίας. Ο ισχυρά συγκεντρωτικός χαρακτήρας του βυζαντινού κράτους είχε τις επιπτώσεις του και στο ρόλο και τη λειτουργία της Εκκλησίας. Χωρίς να υποτιμάμε τον πολύ βασικό ρόλο, που έπαιζαν όχι μόνο τα Πατριαρχεία, αλλά και οι μοναχοί στη διαμόρφωση ιδεολογίας στο πρώιμο Βυζάντιο, ωστόσο ποτέ ο πατριάρχης δεν μπόρεσε να περιβληθεί κοσμική εξουσία, όντας πάντοτε υπό την υψηλή επιστασία του αυτοκράτορα.

Στο δυτικό ρωμαϊκό κράτος τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά: Το 467 μ.Χ., οι βάρβαροι Ερουλοι μπήκαν στη Ρώμη και το κατέλυσαν. Γενικά, το τμήμα αυτό της πάλαι ποτέ ενιαίας αυτοκρατορίας πέρασε πολύ πιο σύντομα στο φεουδαρχικό σύστημα, διαδικασία στην οποία συνετέλεσαν ουσιαστικά οι επιδρομές των βαρβάρων. Η ταχύτερη φεουδαρχοποίηση βοήθησε και στον κατακερματισμό της κοσμικής εξουσίας, σε μικρά φεουδαρχικά κρατίδια. Ετσι, λοιπόν, ο μόνος ηγέτης, ο οποίος είχε συγκεντρωμένη εξουσία στα χέρια του ήταν ακριβώς ο πάπας της Ρώμης. Αργότερα, μετά το 800 και τη δημιουργία της αυτοκρατορίας του Καρλομάγνου, ο εκάστοτε Γερμανός αυτοκράτορας διεκδικούσε με τη σειρά του το δικαίωμα ενιαίας πολιτικής εκπροσώπησης του δυτικού ευρωπαϊκού χώρου. Η διαρκής αντιπαράθεση αυτού του τελευταίου με τον πάπα της Ρώμης αποτυπώνει τη σύγκρουση ανάμεσα στις δύο ισχυρότερες κοσμικές εξουσίες της Δύσης και χαρακτηρίζει σχεδόν ολόκληρο το δυτικό Μεσαίωνα.

Ωστόσο, τόσο στην Ανατολή, όσο και στη Δύση, η Εκκλησία (που κατέχει και η ίδια εκτεταμένες γαιοκτησίες) βοηθά στην ταχύτερη φεουδαρχοποίηση του χώρου. Επί πλέον, μέχρι και την οριστική απόσπαση της ιταλικής χερσονήσου από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, που πραγματοποιήθηκε κυρίως από τους Λογγοβάρδους (751), ο Βυζαντινός αυτοκράτορας αξίωνε την άσκηση ελέγχου πάνω στον πάπα, σε ζητήματα δογματικά, εκκλησιαστικά και πολιτικά. Ούτως ή άλλως, η εκλογή του πάπα επικυρωνόταν από την Κωνσταντινούπολη, κάτι που συνεπαγόταν και την απόδοση συγκεκριμένου χρηματικού ποσού από την αγία έδρα στον Βυζαντινό αυτοκράτορα.

Οταν Λογγοβάρδοι αφαίρεσαν οριστικά τη στρατιωτική κυριαρχία της Ιταλίας (που είχε ως κέντρο το εξαρχάτο της Ραβέννας), ο πάπας άρχισε να διεκδικεί με καλύτερους όρους τη συγκρότηση της εξουσίας του σε κράτος. Αυτό το πέτυχε, μεταξύ άλλων, χρησιμοποιώντας και ένα ψέμα: Την περίφημη «Κωνσταντίνειο δωρεά» το διασημότερο ίσως (;) πλαστό κείμενο της ιστορίας. Σύμφωνα με αυτήν, ο Μέγας Κωνσταντίνος, όταν μετέφερε την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας στη Νέα Ρώμη, άφησε την παλαιά (καθώς και όλη την Ιταλία) στη δικαιοδοσία του πάπα, απονέμοντάς του το δικαίωμα διορισμού υπάτων και πατρικίων. Με βάση αυτό το ψευδεπίγραφο έγγραφο, θεσμοθετήθηκε και νομιμοποιήθηκε η ύπαρξη του παπικού κράτους.

Η αφορμή για την πρώτη ουσιαστική διαίρεση ανάμεσα στις Εκκλησίες της Ανατολής και της Δύσης δόθηκε τον 9ο αιώνα. Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Μιχαήλ Γ` (δυναστεία του Αμορίου) ακολουθούσε μια πολιτική προσέλκυσης των Σλάβων στη βυζαντινή επιρροή, κάτι που εκφράστηκε κυρίως με την «ιεραποστολική» προσπάθεια για τον εκχριστιανισμό τους. Η προσχώρηση, όμως, στο χριστιανισμό του Χάνου των Βουλγάρων Βογόριδος συνοδεύτηκε, αντίθετα από ό,τι συνέβη στα σλαβικά φύλα, με μία προσπάθεια αυτονόμησης των βουλγαρικών πραγμάτων από τη βυζαντινή κηδεμονία. Η προσπάθεια αυτή εκδηλώθηκε με το αίτημα για βοήθεια για την οργάνωση της Βυζαντινής Εκκλησίας, που υπέβαλε ο Βόγορις στον πάπα Νικόλαο Α`. Ο πάπας βεβαίως ανταποκρίθηκε, στέλνοντας δύο επισκόπους και κατώτερους κληρικούς στη Βουλγαρία, για να ενισχύσουν και να οργανώσουν τη νεοσύστατη Εκκλησία. Τότε, αντέδρασε σκληρά ο πατριάρχης Φώτιος (σημαντικός λαϊκός λόγιος, ο οποίος ανέβηκε μέσα σε μία βδομάδα όλες τις βαθμίδες της ιεροσύνης, για να γίνει πατριάρχης, καθώς η πολιτική του ήταν απόλυτα συμβατή με την πολιτική του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ`). Το 867 σύνοδος που συνεκλήθη στην Κωνσταντινούπολη από το Φώτιο αναθεμάτισε ως αιρετικό τον πάπα Νικόλαο Α` και καταδίκασε το δόγμα της Δυτικής Εκκλησίας (το περίφημο «filioque», «εκ του πατρός», που αναφέρεται στην εκπόρευση του αγίου πνεύματος). Οπως, βέβαια, αντιλαμβανόμαστε σήμερα, η διαμάχη αφορούσε όχι, βέβαια, δογματικά ζητήματα, αλλά το φλέγον θέμα της ένταξης των νεοσύστατων χριστιανικών Εκκλησιών στη μια ή στην άλλη σφαίρα δογματικής (πολιτικής, στην πραγματικότητα) επιρροής.

Τον ίδιο χρόνο που εκδηλώθηκε το λεγόμενο «Φώτειο Σχίσμα», δολοφονείται από τον προστατευόμενό του ο αυτοκράτορας Μιχαήλ. Ο φονιάς, ένας τυχάρπαστος νεαρός από την ανατολική Θράκη, κάποιος Βασίλειος, έμελλε να γίνει ο ιδρυτής της σπουδαιότερης βυζαντινής δυναστείας, της Μακεδονικής: Της δυναστείας, που η ιστορική της πορεία ταυτίζεται με την πλήρη φεουδαρχοποίηση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με την ακμή της, αλλά και με την αρχή της παρακμής και της αποσύνθεσής της. Ο Βασίλειος λοιπόν, ως αυτοκράτορας Βασίλειος Α`, εξομάλυνε τις σχέσεις της Ανατολικής με τη Δυτική Εκκλησία, μη παραιτούμενος, όμως, από την «ιεραποστολική» δραστηριότητα στους νέους λαούς της Ανατολικής Ευρώπης. Αυτή του η πολιτική χαρακτήρισε σχεδόν το σύνολο των αυτοκρατόρων της Μακεδονικής Δυναστείας.

Οι διαμάχες ανάμεσα στην Ανατολική και τη Δυτική Εκκλησία περνούν μια σχετική ύφεση, μέχρι τον 11ο αιώνα, οπότε εμφανίζεται ένας νέος κίνδυνος για το Βυζάντιο: Οι Νορμανδοί, οι οποίοι απειλούν τις βυζαντινές κτήσεις στην Κάτω Ιταλία. Ενώ, στην αρχή, η παπική εξουσία δέχεται να βοηθήσει το Βυζάντιο, επωφελούμενη κατόπιν από τη γενική αταξία που επικρατεί, προχωρεί στην ενσωμάτωση ανατολικών Επισκοπών στη δικαιοδοσία της, κάτι που οξύνει παραπέρα τις σχέσεις των δύο Εκκλησιών. Το 1054, η ρήξη κορυφώνεται, επί πατριαρχίας Μιχαήλ Κηρουλάριου και πάπα Λέοντα 9ου (ο οποίος, όμως, πέθανε πριν από τον αφορισμό του πατριάρχη). Η παπική αντιπροσωπεία στην Κωνσταντινούπολη, με επικεφαλής τον καρδινάλιο Ουμβέρτο, κατέθεσε στην αγία τράπεζα της Αγίας Σοφίας βούλα αφορισμού του πατριάρχη, των συνεργατών και των οπαδών του. Με αντίστοιχο αφορισμό, απάντησε και ο πατριάρχης, ο οποίος έδωσε ιδιαίτερο βάρος στις δογματικές και τελετουργικές διαφορές που είχαν αναπτυχθεί ανάμεσα στις δύο Εκκλησίες, ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, και των πολιτισμικών διαφορών των δύο χώρων που αυτές εκπροσωπούσαν.

Πάντως, η ρήξη ανάμεσα στις δύο Εκκλησίες δεν κατέστη οριστική παρά μόνο το 1204, με την περίφημη Δ` Σταυροφορία, τη λεηλασία και την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους και Λατίνους ηγεμόνες (τη Σταυροφορία, για την οποία ακούστηκε και η περίφημη «συγνώμη» του νυν πάπα). Είναι αλήθεια ότι η Σταυροφορία αυτή οργανώθηκε από τον πάπα Ιννοκέντιο Γ`. Είναι, όμως, επίσης αλήθεια ότι η αναγωγή του σημαντικότερου μέρους της ευθύνης σε αυτόν παραβλέπει μια πολύ σημαντική διαδικασία, που εκτυλίσσεται εκείνη την εποχή στη Δυτική Ευρώπη. Ενώ κορυφώνεται παντού και ολοκληρώνεται το φεουδαρχικό σύστημα, στις ιταλικές πόλεις του Βορρά δημιουργείται το πρόπλασμα μιας νέας κοινωνικής τάξης, της αστικής και σιγά - σιγά οικοδομούνται τα θεμέλια, πάνω στα οποία στηρίχτηκαν αργότερα οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Ανάμεσα στις πόλεις αυτές, ξεχωριστό, πρωτοπόρο ρόλο παίζει η «μόνη ιταλική πόλη που μεγάλωσε σαν ελληνίδα», η Βενετία της θάλασσας, των εμπόρων, των ταξιδευτών. Η πόλη, φόρου υποτελής στο Βυζάντιο μέχρι το 10ο αιώνα, απέκτησε, από το 996, ειδικά εμπορικά προνόμια στην επικράτεια της αυτοκρατορίας. Η διασφάλιση αυτών των προνομίων, η εξασφάλιση νέων και ευνοϊκότερων, η διάνοιξη νέων δρόμων προς τη μακρινή Ανατολή, πηγή πολύτιμων πρώτων υλών, οι πρωταρχικές, σε τελευταία ανάλυση, ανάγκες μιας τάξης υπό διαμόρφωση ώθησε τους Βενετούς να πρωτοστατήσουν στο «λοξοδρόμισμα» των Σταυροφόρων και στην άλωση της Κωνσταντινούπολης. Ο ίδιος ο δόγης Ερρίκος Δόνδολος, παρά το πολύ προχωρημένο της ηλικίας του και τη σχεδόν τυφλότητά του, συμμετείχε στην εκστρατεία και πολέμησε γενναία.

Η φραγκική - λατινική κατάκτηση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η διανομή των εδαφών στους Φράγκους ηγεμόνες (και των νησιών και λιμανιών στους πραγματικούς κατακτητές, τους Βενετούς), η εγκατάσταση Λατίνου αυτοκράτορα και Λατίνου πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη, λειτούργησαν, στο επίπεδο της οικονομίας και της κοινωνίας, στην παραπέρα εδραίωση και ολοκλήρωση του φεουδαρχικού συστήματος στο Βυζάντιο. Στο επίπεδο της ιδεολογίας όμως, ενεργοποίησαν έναν ισχυρό αντιδυτικισμό και αντικαθολικισμό, που είχε σαφώς πληβειακό περιεχόμενο. Στο ζήτημα, όμως, αυτό, θα επανέλθουμε σε επόμενο σημείωμά μας.


Της
Δώρας ΜΟΣΧΟΥ
Η Δώρα Μόσχου είναι μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ