ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 29 Φλεβάρη 2020 - Κυριακή 1 Μάρτη 2020
Σελ. /40
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ - ΕΚΤΡΩΜΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΙΑΔΗΛΩΣΕΙΣ
Μια πείρα από το Βέλγιο...

Καταδίκη συνδικαλιστή ως «οργανωτή» απεργιακής κινητοποίησης

Απεργιακή φρουρά στο Βέλγιο σε παλιότερη απεργία
Απεργιακή φρουρά στο Βέλγιο σε παλιότερη απεργία
Στις 26 Ιούνη του 2016, η Γενική Ομοσπονδία Εργασίας του Βελγίου (FGTB) κηρύσσει πανεθνική απεργία για την υπεράσπιση της Κοινωνικής Ασφάλισης και για την κατάργηση της αύξησης του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης. Απεργιακή φρουρά τοποθετείται στη συμβολή τριών δρόμων που οδηγούν στο λιμάνι της Αμβέρσας, προκειμένου αυτό να αποκλειστεί. Το αστικό κράτος επιτίθεται λυσσαλέα στους απεργούς, με τις αστυνομικές δυνάμεις να χρησιμοποιούν μεταξύ άλλων γκλομπ και όχημα τύπου μπουλντόζας προκειμένου να διαλύσουν την περιφρούρηση της απεργίας. Ο πρόεδρος της Γενικής Ομοσπονδίας Εργασίας του Βελγίου (FGTB) Αμβέρσας, Bruno Verlaeckt, καθώς και ένας ακόμη συνδικαλιστής συλλαμβάνονται και ο πρώτος εξ αυτών παραπέμπεται σε δίκη ως «οργανωτής» της απεργιακής κινητοποίησης.

Στις 7 Γενάρη του 2020, το Ανώτατο Δικαστήριο του Βελγίου με ένα απαράδεκτο διάταγμα, αξιοποιώντας το αντιδραστικό νομοθετικό πλαίσιο που υπάρχει για τις κινητοποιήσεις, επικυρώνει την απόφαση του Εφετείου της Αμβέρσας που είχε καταδικάσει τον πρόεδρο της Γενικής Ομοσπονδίας Εργασίας του Βελγίου (FGTB) Αμβέρσας για «σοβαρή παρακώλυση συγκοινωνιών» ως «οργανωτή» απεργιακής κινητοποίησης με βάση το άρθρο 406 του βελγικού Ποινικού Κώδικα.

Σημειώνεται ότι η εξέλιξη αυτή ήρθε μάλιστα σε μια περίοδο, στην οποία μετά από ένα χρόνο συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό ομοσπονδιακής κυβέρνησης, αποδεικνύοντας ότι ένα αστικό κράτος ακόμα και όταν βρίσκεται χωρίς κυβέρνηση διατηρεί την ικανότητά του με το σύνολο των μηχανισμών του αδιάλειπτα να υπηρετεί τα συμφέροντα της τάξης που βρίσκεται στην εξουσία, μέχρι η επόμενη κυβέρνηση συμμαχίας, ανεξαρτήτως των κομμάτων που θα συμμετέχουν, να πάρει τη σκυτάλη της αντιλαϊκής διακυβέρνησης.

Μια απόφαση κομμένη και ραμμένη στις ανάγκες των επιχειρηματικών ομίλων

Η απόφαση αυτή, που επιβεβαιώνει ότι αποτελεί σταθερή επιδίωξη του κεφαλαίου και του πολιτικού του προσωπικού το χτύπημα του απεργιακού δικαιώματος, ο περιορισμός των διαδηλώσεων, η δίωξη των αγώνων σε όλα τα καπιταλιστικά κράτη, δεν ήρθε σαν κεραυνός εν αιθρία. Είχε προηγηθεί το 2012 η μεθόδευση του δήμου της Αμβέρσας να απαγορεύσει το μπλοκάρισμα των εισόδων του λιμανιού, ενός από τα μεγαλύτερα στην ΕΕ και στρατηγικής σημασίας για το κεφάλαιο, για να προστατευθούν τα συμφέροντα των επιχειρηματικών ομίλων που δραστηριοποιούνται εκεί. Αυτό που δεν πέρασε τότε από την Τοπική Διοίκηση και την κυβέρνηση λόγω των σφοδρών αντιδράσεων, ήρθε με τη βούλα της δικαστικής εξουσίας, ενώ αστικά κόμματα εθνικιστών και φιλελευθέρων έσπευσαν να επικροτήσουν την απόφαση, αποδεικνύοντας ότι «το ένα χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο το πρόσωπο», ότι το σύνολο των αστικών θεσμών υπηρετεί τα συμφέροντα των μονοπωλίων.

Με την απόφαση αυτή δημιουργείται πλέον νομικό και πραγματικό προηγούμενο, ανοίγοντας περαιτέρω το δρόμο για την ποινικοποίηση της συνδικαλιστικής δράσης και των αγώνων, καθώς είναι η πρώτη φορά που το συγκεκριμένο άρθρο του Ποινικού Κώδικα αξιοποιείται για την καταδίκη απεργών. Πρόκειται για σαφή κλιμάκωση της επίθεσης σε βάρος του απεργιακού δικαιώματος και του συνδικαλιστικού κινήματος, καθώς σε παρεμφερή υπόθεση το 2004 το Ανώτατο Δικαστήριο είχε κρίνει με αντίθετο τρόπο, αποφαινόμενο ότι δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της «σοβαρής παρακώλυσης συγκοινωνιών», δεδομένου ότι πρόθεση των απεργών δεν ήταν να προκαλέσουν πρόβλημα στην κίνηση των οχημάτων, αλλά το να αναδείξουν τις διεκδικήσεις τους.

Η τωρινή καταδίκη στηρίχτηκε μάλιστα στην προκλητική κρίση του δικαστηρίου ότι το μέτρο των απεργών για την τοποθέτηση της απεργιακής φρουράς στον κόμβο τριών δρόμων και όχι σε έναν από τους δρόμους δεν ήταν αναλογικό, καθώς μεγέθυνε τις «οικονομικές απώλειες» για το λιμάνι, αλλά και την «κυκλοφοριακή συμφόρηση». Η συζήτηση δεν είναι βέβαια άγνωστη, καθώς σε αντίστοιχη κατεύθυνση προλειαίνει το έδαφος και το αστικό πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα, όπου παραμονές της κατάθεσης του νομοσχεδίου για τις διαδηλώσεις, για άλλη μια φορά προέβαλαν το «κυκλοφοριακό κομφούζιο» στους δρόμους της Αθήνας τη μέρα της επιτυχημένης και μαζικής απεργιακής κινητοποίησης των σωματείων ενάντια στο ασφαλιστικό νομοσχέδιο στις 18 Φλεβάρη.

Το αντιδραστικό πλαίσιο ενάντια στις διαδηλώσεις στο Βέλγιο

Πέρα από τη μόνιμη νομοθετική απαγόρευση διαδηλώσεων από το 1954 στη λεγόμενη «Ουδέτερη Ζώνη» (περιοχή γύρω από το Βασιλικό Παλάτι και το Κοινοβούλιο), ένα αυστηρό πλέγμα προϋποθέσεων και διαδικασιών έχει τεθεί προκειμένου να περιορίσει και να καταστείλει τις εργατικές - λαϊκές κινητοποιήσεις.

Στις Βρυξέλλες, οποιαδήποτε κινητοποίηση πρέπει να λάβει την έγκριση του δημάρχου, ενώ θα πρέπει να έχει προηγηθεί έγγραφη αίτηση τουλάχιστον 10 μέρες πριν. Θεωρείται εκ προοιμίου βέβαιο ότι καμία διαδήλωση στην κεντρική πλατεία των Βρυξελλών (Grand Place) δεν θα εγκριθεί. Η αίτηση συνοδεύεται από την κατάθεση μιας σειράς εγγράφων για τον ορισμό του «οργανωτή» και τα στοιχεία επικοινωνίας του, τα μέτρα ασφάλειας για την κινητοποίηση που έχουν ληφθεί, το θέμα, την ημερομηνία, την ακριβή ώρα έναρξης και λήξης, την πορεία που θα ακολουθήσει η κινητοποίηση, την εκτίμηση του αριθμού των συμμετεχόντων.

Ο «οργανωτής» καθίσταται υπεύθυνος - όχι μόνο αστικά και διοικητικά, αλλά και ποινικά - για τα πάντα, με ορατό τον κίνδυνο οποιασδήποτε προβοκάτσιας που θα αξιοποιηθεί σε βάρος του εργατικού - λαϊκού κινήματος. Μεταξύ άλλων, είναι υπεύθυνος στο όνομα της προστασίας του περιβάλλοντος για οποιοδήποτε φυλλάδιο μπορεί να βρεθεί στο δρόμο, για οποιοδήποτε σύνθημα μπορεί να γραφτεί σε κάποιο τοίχο. Υπάρχει ακόμη υποχρέωση ορισμού ενός «επόπτη» για κάθε 50 άτομα που συμμετέχουν στην κινητοποίηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι η τελευταία ειδικά προϋπόθεση - πρόσθετο εμπόδιο έχει οδηγήσει στο παρελθόν στη ματαίωση κινητοποιήσεων.

Εκτός από τα παραπάνω, η κινητοποίηση μπορεί να μη λάβει έγκριση και με βάση άλλα απαράδεκτα κριτήρια. Λίγες μέρες μετά τις λεγόμενες «τρομοκρατικές επιθέσεις» τον Μάρτη του 2016, η βελγική κυβέρνηση κατέθεσε νομοσχέδιο για την αύξηση των ωρών εργασίας από 38 σε 45. Στο όνομα της «ασφάλειας» και αξιοποιώντας το κλίμα εκφοβισμού που έντεχνα καλλιεργούσαν για να χτυπήσουν λαϊκά δικαιώματα, ακυρώνονταν οι κινητοποιήσεις των συνδικάτων ενάντια στο νομοσχέδιο - έκτρωμα, επιβάλλοντας ουσιαστικά τη σιωπή στους εργαζόμενους για την αντεργατική λαίλαπα. Από τον Μάρτη του 2016 και για περισσότερο από ένα χρόνο είχαν απαγορευτεί με απόφαση δημάρχου οι κινητοποιήσεις στην πλατεία Λουξεμβούργου στις Βρυξέλλες, λόγω της δήθεν «οικονομικής ζημίας» για τους εμπόρους και τα καταστήματα εστίασης πέριξ της πλατείας. Στην πραγματικότητα πρόκειται για απαγόρευση που στόχο είχε να μην ακούγεται ούτε ψίθυρος των εργαζομένων στην πλατεία αυτή, που βρίσκεται μπροστά από το Ευρωκοινοβούλιο και όπου οι πολιτικοί εκπρόσωποι του κεφαλαίου συνθλίβουν κάθε εναπομείναν εργατικό - λαϊκό δικαίωμα.

Η επίθεση στο απεργιακό δικαίωμα και στη συνδικαλιστική δράση μόνιμα στο στόχαστρο

Στο Βέλγιο, τα τελευταία μόνο χρόνια το αντιδραστικό πλαίσιο που περιορίζει το δικαίωμα στην απεργία ενισχύθηκε με το λεγόμενο «service minimum» (ελάχιστη υπηρεσία) στα τρένα, την υποχρέωση δηλαδή των εργαζομένων στους σιδηροδρόμους να δηλώνουν τουλάχιστον τρεις μέρες πριν τη συμμετοχή τους στην απεργία, προκειμένου η επιχείρηση να εξασφαλίζει τη μέρα της απεργίας μια «ελάχιστη υπηρεσία», σύνδεση βασικών πόλεων κ.λπ. Ηδη έχει ανοίξει η ...όρεξη για την άμεση επέκταση του μέτρου τόσο στις μεταφορές (π.χ. αστικά λεωφορεία) όσο και σε άλλους κλάδους.

Εργαζόμενοι βρίσκονται αντιμέτωποι με απολύσεις και διώξεις για τη συνδικαλιστική τους δράση, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τους απεργούς της αυτοκινητοβιομηχανίας «Volvo», στους οποίους επιδίδονταν οι απολύσεις από δικαστικούς επιμελητές την ώρα που βρίσκονταν στην περιφρούρηση της απεργίας, ενώ όλο και περισσότεροι περιορισμοί τίθενται για την παρέμβαση των σωματείων στους χώρους δουλειάς, με την απαγόρευση της εισόδου των συνδικαλιστών ακόμα και στις πιο μικρές επιχειρήσεις.

Η ελπίδα στην ανασύνταξη του εργατικού κινήματος

Η δίωξη και η καταδίκη του συνδικαλιστή της Αμβέρσας προκάλεσε ένα μεγάλο κύμα ταξικής αλληλεγγύης από εργαζόμενους σε όλη τη χώρα, αλλά και διεθνώς. Η συζήτηση άνοιξε, αλλά χρειάζεται να συνδέεται με το τι πραγματικά επιδιώκεται.

Η ένταση της καταστολής, η περαιτέρω επίθεση στο απεργιακό δικαίωμα, η ποινικοποίηση της συνδικαλιστικής δράσης και συνολικά η περιστολή λαϊκών ελευθεριών και δικαιωμάτων ξεδιπλώνονται σε όλα τα κράτη - μέλη της ΕΕ, όπως και στην Ελλάδα με το επικείμενο νομοσχέδιο της κυβέρνησης της ΝΔ για τις διαδηλώσεις, που έρχεται σε συνέχεια της αντεργατικής αντιλαϊκής πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ που επέβαλε τον δραστικό περιορισμό του δικαιώματος στην απεργία και το «ιδιώνυμο» για κινητοποιήσεις ενάντια στους πλειστηριασμούς.

Η επίθεση αυτή που πάει χέρι χέρι με το τσάκισμα των εργασιακών δικαιωμάτων είναι ενιαία, γιατί είναι ίδια η ανάγκη του καπιταλιστικού συστήματος να θωρακίσει την εξουσία του κεφαλαίου. Χρειάζεται να φωτίζεται αυτή η στόχευση των αντιδραστικών μέτρων που λαμβάνονται, γιατί μόνο έτσι οι εργαζόμενοι μπορούν να οργανώσουν την αντεπίθεσή τους, κόντρα στον καλλιεργούμενο από το αστικό σύστημα συμβιβασμό και τη μοιρολατρία. Να συμβάλουν στην ανασύνταξη του εργατικού κινήματος, να σημαδέψουν τους πραγματικούς υπεύθυνους, το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, και με την κοινωνική συμμαχία να ανοίξουν το δρόμο για τη δική τους εξουσία, για μια οικονομία που θα έχει στο επίκεντρο τις ανάγκες τους, για ζωή με πλήρη δικαιώματα.


Α. Β.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ